Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

 Το Ποίημα του Σαββατόβραδου


Το βραβευμένο με Νόμπελ το έτος 1963 ποίημα του Γιώργου Σεφέρη

                Ο βασιλιάς της Ασίνης


Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή,το στήθος σκοτωμένου παγωνιού.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στο άγγιγμα του νερού,καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον
γυρεύαμε δύο χρόνια τώρα
άγνωστος,λησμονημένος από όλους και από τον Όμηρο
μια λέξη μόνο στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της,κούφιο
μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα.
Κι ο ίδιος ήχος μες τη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα
παντού μαζί μας,παντού μαζί μας,κάτω από ένα όνομα:
" Ασίνην τε...Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του αγάλματα.
Κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σε άφαντο λιμάνι
κάτω από την πρασινάδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλη τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξης μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής.
Και η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
και η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
και ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χειμώνας του ήλιου
με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Και ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές
τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής,του αγέρα
και της φθοράς.
Υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μέσα στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής.
Εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι
λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβαίνει αργά
βούρλα ξεριζωμένα
μες το βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε
με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής
ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος
ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως
σαν πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."Ναταν ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύαμε τόσο προσεχτικά
σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλα μας την αφή του πάνω στις πέτρες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου