Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

To Κυριακάτικο Μυθιστόρημα
Η Frau Hilda,η μαμά της Ηelga ξύπνησε,μάζεψε τα σκεπάσματα της και έτρεξε στην μικρή αποθήκη, που βρισκόταν δίπλα στο υπνοδωμάτιο της Πήρε ένα μικρό σκαλιστήρι,που χρησιμοποιούσε στις γλάστρες της,άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Η Helga ετοίμαζε το πρωϊνό,όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει και έτρεξε στην είσοδο.
-Μαμά,μαμά,πού πας πρωί πρωί τόσο βιαστική και με το σκαλιστήρι στο χέρι.
Έλα,μαμά, το πρωϊνό σου γεύμα είναι έτοιμο.Πήρες,μαμά,το  χάπι σου για την πίεση? Να το πάρεις αμέσως.
-Ξύπνησες,αγάπη μου,μη θυμώνεις πρωί πρωί.Το πήρα,αγάπη μου, το χάπι.
-Μαμά,γιατί λες ψέματα,αφού δεν σου το έδωσα.
-Αλήθεια λέω,κορίτσι μου,πήρα το χθεσινό χάπι.
- Το χθεσινό; Α,ώστε,μαμά δεν με κοροϊδεύεις;
-Αγάπη μου,χθες όλη την ημέρα,όπως είδες έκανα νηστεία,δεν γευμάτισα όλη μέρα,γιατί την προηγούμενη ημέρα έφαγα πολύ. Γι αυτό δεν το πήρα.
-Μαμά,θα σε μαλώσω.Ο γιατρός είπε να παίρνεις το χάπι σου,κάθε μέρα.Έλα να πάρεις το πρωϊνό σου γεύμα.Μην αφήνεις άδειο το στομάχι σου,θα τρυπήσει.Το χάπι θέλει και φαγητό. Μαμά,κλείσε την πόρτα και έλα να πάρεις το πρωίνό,που σου ετοίμασα.
-Helga,άφησε με κορίτσι μου, Είναι
πολύ καλή ημέρα σήμερα.Ο ήλιος λάμπει.Μπάφιασα εδώ μέσα τόσες ημέρες.
-Μπάφιασες; και πού θες να πας με το σκαλιστήρι στο χέρι;
-Στον γιο μου θέλω να πάω.Θέλω ο Όττο να με πάει στον αγρό,που όργωσε με το σκαπτικό του πριν πάθει το ατύχημα.
-Μαμά,ο 'Όττο,μόλις προχθές έβγαλε τον γύψο.
-Πάω να ρωτήσω τον 'Οττο,αν μπορεί να οδηγήσει,αν μπορεί να με πάει στον αγρό.
-Μαμά.τι θες να κάνεις εκεί;
-Helga,θέλω να φυτέψω τσάϊ του βουνού.Δε θέλω ο γαμπρούλης μου να πίνει τσάί από τη γλάστρα σου,που καταβρέχει η κυρία Hildegard από το πάνω διαμέρισμα.
-Μαμά,με κοροϊδεύεις;
-Δεν σε κοροϊδεύω,κορίτσι  μου.Το βάζω, στο δωμάτιο μου,
διατήρησε μερικά κλαδιά από την ανθοδέσμη με το τσαϊ του βουνού,που  έφερες από τη γλάστρα σου.Αυτά πάω να φυτέψω. Ο γαμπρούλης μου,θέλω  να έχει αρκετό  να πίνει.
-Μαμά,θα κουραστείς.
-Κορίτσι μου,μην ανησυχείς.Το μεσημέρι θα έχω επιστρέψει.
-Αχ! μαμά,η εμμονή σου με τον Ερρίκο.Μη τυχόν και του λείψει το τσάϊ του βουνού.
Γκρέταααα,έρχεται η μαμά.Πες στον Όττο να μην της κάνει το χατήρι.Θέλει να την οδηγήσει στον αγρό.
-Καλημέρα,Μαμά,πολύ χαρούμενη σε βλέπω.Τι θες εδώ,πρωί,πρωί;
-Όττο μου,θέλω να με πας στον αγρό να φυτέψω αυτό  το μπουκέτο,το τσάϊ του βουνού.
-Μαμά,τσάϊ του βουνού; Ναι,είναι αλήθεια.Το χιόνι πέρυσι χάλασε όλα τα φυτά,όμως μαμά,δεν μπορώ να οδηγήσω.
-Θα περπατήσω τότε.
Η πεισματάρα,frau Hilda με το σκαλίστήρι  στον ώμο και την ανθοδέσμη στο χέρι, ξεκίνησε πεζή.
Σκάλισε το έδαφος με όλη τη διάθεση που είχε. Φύτεψε τα φυτά .Κουράστηκε όμως και κάθισε στο υγρό χώμα,έγειρε στο πλάϊ και αποκοιμήθηκε.
Η ώρα περνούσε.Πέρασε το μεσημέρι.Ήρθε το απόγευμα και η Ηelga πολύ ανήσυχη έτρεξε στη Γκρέτα,Ανήσυχη και η Γκρέτα στέλνει τον γιο της,τον Max στον αγρό να βρει τη γιαγιά του.Ο  Max, βρήκε τη γιαγιά του να κοιμάται ξαπλωμένη στο χώμα.Την ανασήκωσε και όπως ήταν κοιμισμένη,την έβαλε να καθίσει.Έτρεξε στο σπίτι τηλεφώνησε στο νοσοκομειακό,που ήλθε αμέσως.Πήραν την frau Hilda να τη μεταφέρουν  στο νοσοκομείο.Εκεί την παρέλαβε η γνωστή της Κaterin αδελφή νoσοκόμα.
-Μη νοιάζεστε,εγώ είμαι εδώ.
 Την περιποιήθηκε,της καθάρισε τα χώματα και την έκανε ένα ζεστό μπάνιο.Εκεί έμεινε μερικές ημέρες να συνέλθει από την κόπωση. H κόρη της,η Ηelga,πάντοτε  στο πλευρό της και να της λέει συνεχώς.Αχ! μαμά.Αχ! μαμά.
-Ησύχασε,κόρη μου,δεν έχω  τίποτα,έλεγε η frau Hilda ολοκόκκινη από τον ήλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου