Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα. Συνέχεια

Οδηγούσε ο αστυφύλακας και συγχρόνως μιλούσε στο bluetooth.  Η φωνή του  συνομιλητή  ακουγόταν  δυνατά   δεν καταλάβαινα  πολλά από τα λόγια που έλεγε αλλά ξεχώριζα καθαρά τη λέξη λαθρεπιβάτης. Κι εγώ κλαψούριζα και έλεγα συνεχώς .Όχι! δεν είμαι λαθρεπιβάτης. Γύρισε το όργανο της αστυνομίας με κοίταξε  και χαμογελαστό  μου είπε , καλά  δεν είσαι ,δεν είσαι κι έπειτα μίλησε στο bluetooth  και είπε: Είναι ένα πολύ όμορφο κορίτσι από την Ελλάδα . Τα λόγια του αυτά με γέμισαν χαρά και ψυχική γαλήνη κι έτσι αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα! όταν φτάσαμε  στον προορισμό μας. Ο αστυφύλακας μου είπε κουνήσου και με σκούντησε στον ώμο να ξυπνήσω. Βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πανύψηλο  κτίριο. Ήταν το κτίριο της αστυνομίας. Ήταν ένας ουρανοξύστης. Μπήκαμε στο ανσασέρ και ανεβαίναμε,ανεβαίναμε,ανεβαίναμε,ανεβαίναμε, συνέχεια ανεβαίναμε,ανεβαίναμε,ανεβαίναμε,ώσπου φτάσαμε στον εικοστό όροφο .Η πόρτα άνοιξε αυτομάτως και βγήκαμε κατευθείαν σε ένα διάδρομο.Εκεί καθόντουσαν λογιών λογιών άνθρωποι .Περίμενε εδώ μου είπε ο αστυνόμος  που μπήκε μέσα σε ένα γραφείο. Κάθισα να περιμένω ώσπου να γυρίσει.  Παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου κι έτσι όπως τους έβλεπα ντυμένους  με παρδαλά ρούχα σκέφτηκα μήπως αυτοί εδώ έχουν τώρα απόκριες μέσα στο κατακαλόκαιρο. Τα μακριά μαλλιά τους στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλλες και  λουλούδια ,τα πολύχρωμα πανταλόνια και οι πουκαμίσες,οι κολιέδες που φορούσαν στο λαιμό τους ,έμοιαζαν με τα χαϊμαλιά που κρεμούσαν στα ζώα τους, οι χωρικοί στην Ελλάδα, για να μην τα πιάσει το μάτι,να μη ματιαστούν και αρρωστήσουν.Οι περισσότεροι φορούσαν μεγάλα σκούρα γυαλιά και τα μουστάκια τους ήταν πελώρια.Κάπνιζαν αδιάκοπα  τόσο που ο καπνός ήταν σύννεφο και είχε μια παράξενη μυρωδιά.Άρχισα να φτερνίζομαι απανωτά .Τι έπαθες κοριτσάκι;με ρώτησαν τρομαγμένοι και έφυγαν από κοντά μου.Πιο κει μια άλλη ομάδα ανθρώπων με πέτσινα κοστούμια γεμάτοι αλυσίδες στη μέση,στο λαιμό,στα δάκτυλα και πάνω από ένα μαυρο μαντήλι ,σαν το κρητικό σαρίκι, που σε κάθε κίνηση του κορμού τους ,των χεριών ή της κεφαλής τους έκαναν όλες μαζί ντράγκα-ντρούγκα,ντράγκα-ντρούγκα,που και να ήθελες να κοιμηθείς δεν μπορούσες. Η ομάδα των ανθρώπων που ήταν δίπλα μου ντυμένοι με σουέτ παντελόνι και γιλέκο με καρώ πουκάμισο και στο ίδιο χρώμα  καπέλλο.Γύρισα προς τον διπλανό μου με τα φουντωμένα μαλλιά και τα πυκνά  γένια ,που σκέπαζαν τα μάτια και το στόμα του  και τον ρώτησα.Απόκριες έχετε εσείς εδώ; Όχι εδώ...
Ήρθε  ο αστυνόμος,που μου είχε πει πως  τον έλεγαν Μάϊκλ,έδιωξε αυτούς και μου είπε
.Πάμε Κατινίτσα.
Τι είναι όλοι αυτοί ρώτησα.
Κομπάρσοι μου λέει.
Τι θα πει κομπάρσοι,ρώτησα.Δεν μου απάντησε.Είχαμε κατεβεί τους είκοσι ορόφους εν τω μεταξύ και μπήκαμε στο...ταξί,όχι συγγνώμη μπήκαμε στο αυτοκίνητο το αστυνομικό.
Πού πάμε τώρα; ρώτησα.
 Πάμε να βρούμε τη νονά σου .
Ταξιδεύαμε πολλές ώρες.Περνούσαμε ανάμεσα από πλατιούς δρόμους με δένδρα γεμάτους κατα μήκος και φτάναμε σε μέρη  με βουνά και απέραντα χωράφια με χώμα, προχωρούσαμε και ξανά  φτάναμε σε δασωμένα μέρη  και ύστερα σε άγονα ,ώσπου από μακριά αντικρίσαμε μια πανέμορφη πολιτεία με όμορφα,πολύ όμορφα σπίτια,μεγάλα και πολυτελή, με όμορφα μεγάλα πάρκα γεμάτα δένδρα και λουλούδια.Μια χρωματιστή ταμπέλλα έγραφε Hollywood.
Tι θα πει Hollywood  ρώτησα τον Μάϊκλ ,τον αστυνόμο που τώρα είχαμε γίνει φιλαράκια και με προστάτευε με πολλή αγάπη περισσότερη από την αγάπη που μου έδειχναν οι νονοί μου,αφού αυτοί με άφισαν και χαθήκαμε.
Τι θα πει Hollywood του λέω.Και γιατί πάμε εδώ;
Να βρούμε τους νονούς, μου είπε.
 Θα τους βρούμε;Θα τους βρούμε,μου είπε.
Κατινίτσα,εδώ είναι η πόλη με τα μεγαλύτερα πανηγύρια.
 Εδώ είναι η πόλη που κάθε μέρα είναι γιορτή.
Κάθε μέρα είναι απόκριες.
Χοροί,γιορτές,περιπέτειες,τραγούδια,άνθρωποι χαμογελαστοί,ζώα που μιλούν, νεράϊδες,μάγοι,κήποι,γεφύρια,πύργοι,κάστρα,ό,τι θέλεις και όσα έχεις διαβάσει στα παραμύθια εδώ θα τα βρεις.
Έχεις διαβάσει παραμύθια;
Ουκ ολίγα!
Ποιά παραμύθια έχεις διαβάσει;
Την κοκκινοσκουφίτσα.Το Σαμπού το αραπάκι. Τον Όλιβερ Τουίστ..
Τα τρία γουρουνάκια.Τη χιονάτη και τους επτά νάνους.Τη Σταχτοπούτα
Θέλεις να τους δεις όλους;
Θα τρελλαθώ από τη χαρά μου.Ναι,Μάϊκλ,θάθελα.
Όλα ειναι εδώ,Κατινίτσα,Όλα όσα θέλεις εδώ θα τα βρεις,στη χώρα αυτή.
Ναι,Μάϊκλ,πρώτα πρώτα θέλω να βρούμε τους νονούς.
Ναι,θα τους βρούμε,ησύχασε κορίτσι μου.
Νονέ,νονά,νονέ,νονά,νονέ,νονά,νονέ,νονά,νονέ,νονά,νονέ,νονά,νονέ,νονά. Πού είστε;
-Ξύπνα,Κάθυ.Τι έπαθες?
-Ερρίκο,τι έπαθα?
-Φώναζες,Κάθυ,νονέ,νονά,νονέ,νονά,νονέ,νονά.
-Ω! Ερρίκο,είδα ένα πολύ μεγάλο όνειρο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου