Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα

-Εγώ ,η Κατινίτσα Κανίτσα .  Βγαίνει από τα κανιά ,τις αρίδες ,τα πόδια και όχι από το κανείς .
-Μήπως κοριτσάκι μου βγαίνει από το καντούνι καντουνίτσα ,το μικρό δρομάκι ;
-Δεν ξέρω  ίσως να βγαίνει και από το κανατίτσα,το σταμνάκι,το αγγείο.
-Εμένα που με βλέπετε. Τι λέω με βλέπετε ,αφού δε με βλέπετε μόνο με διαβάζετε.
 Εγώ να σας αυτοπεριγραφηθώ ,να αυτοπαρουσιαστώ ,να συστηθώ θέλω να πω.
Και να με συγχωρήσετε που δεν πολυκαταλαβαίνω  την  Ελληνικήν, γιατί όταν ήμουν μικρή κάτι κουμπάροι μας με  πήραν στην Αμερική.
 Εκεί έζησα όλα τα χρόνια μου  τα παιδικά  με τους μαφιόζους ,τους χίππις μα και τα φρικιά .
Το τι τράβηξα ,Θεέ μου , είναι αδύνατον να το πιστέψετε.
 Ότι και να σας πω είναι αδύνατον να με καταλάβετε.
Αυτό  μόνο θα σας πω,ότι γύρισα ,όπως με βλέπετε, γύρισα πίσω και δεν ξανακουνάω από'δω ,από την  ελλαδίτσα μου , δεν το ξανακουνάω
Θε μου,ακόμη και όλα τα dolars της Αμερικής να μου χαρίσουν.
 Το τι λαχτάρες τράβηξα εκεί από την στιγμή,που πάτησα το πόδι μου στην Αμερική δεν λέγεται.
Και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ταξιδέψαμε με βαπόρι από τον Πειραιά ,γιατί τα πράγματα μας ,οι βαλίτσες ,τα μπαούλα  ήτανε πολλά.
Η μάνα μου με φόρτωσε με ένα σωρό μπαγάζια ,πράγματα από το χωριό.
Όλα μου τα υπάρχοντα ,τα υφαντά,τα κεντητά,τα βιβλία μου από το δημοτικό, ακόμη  μια κότα κι ένα κόκορα ,2 πάπιες,3 χήνες και 4 φραγκόκοτες.
Και μου είπε "κόρη μου να τιμήσεις την Ελλάδα εκεί που θα πας και να με σκέφτεσαι και μένα λιγάκι".
Είκοσι  μερόνυχτα περάσαμε  στο βαπόρι, διασχίσαμε θάλασσες και παραθάλασσες.
Μεγάλες και μικρές.Την μαύρη θάλασσα ,την άσπρη,την κόκκινη και την κίτρινη και όλο τον Ατλαντικό . Κουράστηκα να βλέπω θάλασσα και ουρανό και όλο αυτό το πλήθος των ανθρώπων που οι περισσότεροι ήταν μετανάστες ,που πρώτη φορά πήγαιναν,όπως και γω στην Αμερική. Μετά από 20  ημέρες στο βαπόρι, φτάσαμε στο λιμάνι της Ν.Υόρκης .
Από μακριά είδα το άγαλμα της Ελευθερίας να λάμπει στον ήλιο του μεσημεριού και σκίρτησε η καρδούλα μου. Ήτανε το όνειρο μου.Από το σχολειό ονειρευόμουν τον εαυτό μου να είμαι κάτοικος αυτής της χώρας,που τη γνώρισα στο μάθημα της Γεωγραφίας. Ήθελα τόσο πολύ μα τόσο πολύ να πάω εκεί. Έλεγα πως αν δε ξέρω άλλη δουλειά να κάνω θα ξεσκονίζω το άγαλμα της Ελευθερίας που νόμιζα πως ήταν χαμηλό και πως στις φωτογραφίες φαίνεται τόσο μεγάλο.
Όταν το πρωταντίκρισα πάγωσα. Τι κολοσσός ήταν αυτός πιο μεγάλος και από τον κολοσσό, στη Ρόδο.Και τι γλυκιά μορφή που είχε η Ελευθερία με υψωμένο το χέρι  που κρατά τη δάδα να φωτίζει το λιμάνι,σαν φάρος που φεγγοβολά στα πέρατα της οικουμένης και όχι μόνο εκεί κοντά.  Να διδάσκει όλους τους λαούς ,όλο τον κόσμο,πως η λευθερία για τον καθένα ξεχωριστά είναι η ανώτερη μορφή  πολιτιστικής αξίας.Η πιο μεγάλη όψη της ανθρώπινης αξίας. Και ήταν η Αμερική η πρώτη χώρα στα νεώτερα χρόνια .Ήταν ο νέος κόσμος ,όπου φυσούσε ο άνεμος της ελευθερίας στις σκέψεις και στις πράξεις των ανθρώπων μα και των ζώων.Και υπήρχαν πολλά ζώα ήρεμα και άγρια στην Αμερική ,που έβλεπαν τους ανθρώπους  και τους μιμούνταν. Η χώρα αυτή ήταν η προσωποποίηση της ελεύθερης ψυχής , της ψυχής που σαν αετός με ανοιγμένα φτερά πετά στα αιθέρια ελεύθερος ,υπερήφανος , ο πετρίτης.  Ο American eagle.
Αυτή ήταν η ψυχή του Αμερικάνου.Του νεώτερου Αμερικάνου. Ελεύθερη να αγαπά, να ερωτεύεται όποιον και όποτε ήθελε ,να πεθαίνει , να εγκληματεί,να δουλεύει όσο θέλει σε όποια δουλειά θέλει.
Να χορεύει, να τραγουδά,να μιλά , να τρώει χόντ ντόγκ και χάμπουρκερς,να χοντραίνει, να αρρωσταίνει, να πέφτει στα ναρκωτικά ακόμη και να πεθαίνει. Να πεθαίνει χορτάτος από όλα.

Φτάσαμε στη Ν.Υόρκη Τι κόσμος ,Θεέ μου, περίμενε στην προκυμαία.Όλοι αυτοί με τα παράξενα πολύχρωμα ρούχα και τις γραβάτες   ήταν Έλληνες μετανάστες που περίμεναν να υποδεχτούν τους συγγενείς που ερχόντουσαν από την Ελλάδα. Πόσο χάρηκα,Θέ μου. Κατέβηκα με γρηγοράδα τη σκάλα  τρελλή από τη χαρά μου ,γελούσα με την καρδιά μου ,ξεκαρδιζόμουνα. Κατέβαινα χαρούμενη , γεμάτη ευτυχία. Δεν είχα πατήσει καλά καλά το πόδι μου στην προκυμαία και να σου ένα χέρι με αρπάζει από τον ώμο και με σηκώνει ψηλά 90 πόντους από το έδαφος. Ήταν ένας αστυφύλακας. Ένας αστυφύλακας  πανύψηλος  2 μέτρα ,χοντρός ,ξανθός  με κάτι μουστάκια  τόσο μεγάλα. Θεέ μου,ζαλίστηκα. Come hear μου είπε.Εγώ; του είπα.Ναι,εσύ,μου λέει,είσαι λαθρεπιβάτης.Εγώ λαθρεπιβάτης; Όχι! δεν είμαι λαθρεπιβάτης .Οι κομπάροι μας,πού είναι οι κομπάροι μας.Τι θα πει κομπάροι μας,μου είπε και με ακούμπησε  μαλακά κάτω.Η καρδούλα μου ήρθε στη θέση της για λίγο ύστερα έβαλε πάλι τις φωνές.Είσαι λαθρεπιβάτης φώναζε. Όχι!δεν είμαι φώναζα κι εγώ. Οι κομπάροι μας πού είναι να το βεβαιώσουν.Ποιοί είναι οι κομπάροι σας. Οι Godfather μας. Πού είναι; Νονέ,νονά,νονέ,νονά, άφαντοι οι νονοί. Ποιοί είναι οι νονοί σου; Η Ριρίκα και ο ο Νίκος,είπα. Το επίθετο τους; Αυγουλωμάτη , είπα. Έτρεξε στο αυτοκίνητο έφερε ένα μεγάλο χωνί και άρχισε να φωνάζει Ησυχία! Δεν ακουγόταν κιχ. Όλοι ησύχασαν για να ακούσουν  τι θα πει.
Ο κύριος και η κυρία Αυγουλωμάτη ,παρακαλώ. Καλούμε τον κύριο και την κυρία Αυγουλωμάτη,παρακαλώ.Εδώ περιμένει το κοριτσάκι τους ,η βαφτισιμιά τους η Κατινίτσα,που τους έχει χάσει.Φώναζε πολύ ώρα μα δεν ήρθε κανείς. Έκλαιγα και φώναζα  νονά Ριρίκα , νονέ Νίκο, πού είστε;Τι θα κάνω εγώ εδώ μόνη μου.Πού θα πάω,Θεέ μου. Μανούλα μου, γιατί με άφησες να φύγω από κοντά σου, γιατί; Mε παίρνει,που λέτε,το όργανο της τάξης. Θα έρθεις μαζί μου στο αστυνομικό τμήμα,μου λέει. Όχι! του είπα , εγώ θέλω το νονό μου και τη νονά μου. Από εκεί θα τους βρούμε μου είπε και με βάζει σε ένα μακρύ και φαρδύ αυτοκίνητο  της αστυνομίας που είχε στην οροφή του ένα κόκκινο φως ,που αναβε και έσβηνε και μια σειρήνα που φώναζε καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε στους φαρδιούς δρόμους της απέραντης μεγαλούπολης.Με έβαλε στο αυτοκίνητο γρήγορα , με έσπρωξε στο πίσω κάθισμα και μου είπε αν ήθελα να ξαπλώσω να πάρω κανένα υπνάκο.Του είπα,ευχαριστώ δε θέλω και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου