Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Το  Κυριακάτικο  Μυθιστόρημα

Ο  Στέφανος  περίμενε  με  μεγάλη  ανυπομονησία να  ξημερώσει..Ήθελε  να  τρέξει  κοντά  στη  Μαρία,  τη  γυναίκα  του  και  να  δει  το  μωρό  του. Δεν  πέρασε  τη  νύχτα   κοντά  τους. Τα  μουσικά  όργανα  στο  υπόγειο  του  σπιτιού  του  δεν  επιδέχονταν  αναβολή    στην  επισκευή  τους.
Το  πρωϊ  όμως  βρέθηκε  κοντά  στην  γυναίκα  του  να  ρωτά  με  αρκετή  ανησυχία  για  την  υγεία  του  μωρού  τους.
-Καλά  είναι,αγάπη  μου, μην  ανησυχείς.Το  μωράκι  μας  δεν  έχει  τίποτε  το  ανησυχητικό  μη  φοβάσαι,αγάπη  μου.Βρίσκεται  ακόμα  στο  παιδιατρικό  τμήμα .Οι  αδελφές  νοσοκόμες  μου  είπαν  για  κανένα  άλλο  λόγο.Απλά  για  να  με  ξεκουράσουν,αυτό  μου  είπαν  κι  εγώ  τις  πιστεύω  απόλυτα,  εσύ  Στέφανε  μου, γιατί  αμφιβάλλεις.
Δεν  ξέρω,αγάπη  μου,φοβάμαι,δεν  ξέρω  τι  μπορεί  να  συμβαίνει.
-Τίποτε,αγάπη  μου,το  ανησυχητικό  δε  συμβαίνει  στο  μωρό  μας.Μη  φοβάσαι.Οι  αδελφές  νοσοκόμες  είναι  πολύ  καλά  κορίτσια,το  ξέρω  πολύ  καλά.  Με  τη  συμπεριφορά  τους  αυτό  έδειξαν.Εξάλλου  δεν  βρίσκονται  τυχαία  σε  αυτή  την  ευαίσθητη   θέση.
Διαπίστωσα  πως γνωρίζουν  πολύ  καλά  τη  δουλειά  τους  γι  αυτό  τις  εμπιστεύθηκα,αλλιώς  λες  θα  άφηνα  το  μωρό  μας  στα  χέρια  τους;
-Βγήτε  έξω,σας  παρακαλώ, φώναξε  ο  γιατρός,που  μπήκε  στο  δωμάτιο  της  Μαρίας  με  δύο  αδελφές  νοσικόμες  για  την  καθημερινή  επίσκεψη  του  στην  λεχώνα
Ο  Στέφανος  ξαφνιάστηκε  με  τον  τρόπο,  που  μίλησε  ο  γιατρός  για  να  του  πει  να  περάσει  έξω.Ήταν  η  δεύτερη  ημέρα  από  την  γέννα  και  ο  Στέφανος  ανησύχησε  με  τον  απότομο  αυτό  τρόπο  του  γιατρού.
-Έλα  μέσα!
Είπε  σε  λίγο  ο  γιατρός  στο  Στέφανο.
- Γυναίκα  σου  είναι  η  κοπέλα;
-Nαι,είπε  ο  Στέφανος.
-Έχει  λίγο  πυρετό.Να  στείλω τον  παθολόγο.
-Γιατρέ  μου,  λίγο  πριν  μιλούσαμε  ήταν  μια  χαρά. 
-Μαρία,αγάπη  μου, πώς  νοιώθεις; πώς  είσαι; o  γιατρός  είπε  ότι  έχεις  λίγο  πυρετό.
-Στέφανε  μου, σε  παρακαλώ, θέλω  να  φύγουμε. Κάνε  κάτι,σε  παρακαλώ, σκάζω  από  τη  ζέστη. Θέλω  να  φύγουμε,θέλω  να  πάμε  στο  σπίτι  μας.Aρχίζω  να  φοβάμαι.
-Πώς  θα  φύγουμε,αγάπη  μου, κρυφά;
-Δεν  ξέρω,αγάπη  μου, έχεις  μαζί  σου  χρήματα;
-Έχω,αγάπη  μου, τι  θέλεις;
-Θέλω,αγάπη  μου, να  χρηματίσουμε  μια  νοσοκόμα  να  μας  υπογράψει  το  εξιτήριο  και  να  φύγουμε  από  δω  μέσα.Η κατάσταση  είναι  απελπιστική. Δεν  μπορώ  άλλο. Θέλω  να  πάμε  στο  σπίτι μας.
-Πες  στη  νοσοκόμα να ευρεί  από  ένα  άλλο  τμήμα  του  νοσοκομείου  μια  ετοιμοθάνατη  γυναίκα  να  τη  φέρει  εδώ  στο  δικό  μου  θάλαμο,εδώ  στο  δικό  μου  κρεβάτι.
-Πώς  μπορεί  να  γίνει  αυτό  που  λες,αγάπη  μου;
Το  νοσοκομείο  είναι  μεγάλο. Καλά  λες.Οι  γιατροί  όμως, οι αδελφές;
-Oι  γιατροί,αγάπη  μου, το  απόγευμα  δεν  είναι  εδώ,συνήθως.
Κάνε,λοιπόν, αυτό  που  σου  λέω.
Να  μεταφερθεί  εδώ  μια  ετοιμοθάνατη.
Εγώ  θα  φορέσω  το  φόρεμα  μου  και  θα  αφήσω  το  νυχτικό  μου.
Αυτό  έγινε  πράγματι.Πήραν  το  μωρό  η  Μαρία  και  ο  Στέφανος  και  έφυγαν  για  το  σπίτι  τους.
Το  επόμενο  πρωϊ υπήρχε  ζωηρή  κίνηση  στο  δωμάτιο  της  Μαρίας..Η ετοιμοθάνατη   γυναίκα,που  είχε  αντικαταστήσει  την λεχώνα, άφηνε  την τελευταία της πνοή. Οι  άρρωστοι  από  τα  άλλα  τμήματα  του  νοσοκομείου  μόλις  έμαθαν  τα  κακά  μαντάτα, συγκεντρώθηκαν  έξω  από  τον  θάλαμο,κλαψουρίζοντας.
-Πέθανε  η  Μαρία,πέθανε  η  Πολωνίδα
-Τι  έπαθε; ρωτούσαν  με  περιέργεια.
-Είχε  πυρετό  χθες  το  απόγευμα  που  ο  γιατρός  έκανε  επίσκεψη.Ο  άντρας  της  ήταν  αλαφιασμένος.
-Τι  αλαφιασμένος, τι  θέλεις  να  πεις;
-Τρομαγμένος,παιδί  μου,πώς  θες  να  στο  πω.Τρελλαμένος.
-Έπαθε  επιλόχειο  πυρετό,είπε  μια  νοσοκόμα,που  ήρθε  για  να  διαλύσει  το  πλήθος των  συγκεντρωμένων  αρρώστων.
-Πηγαίνετε  στα  κρεβάτια  σας,γιατί  αυτή  η  ασθένεια  είναι  μεταδοτική.
-Μα,ο άντρας  της  είναι  ευκατάστατος.
-Ε! και;
-H κοπέλα  δούλευε  σε  μια  μπυραρία.
-Σερβιτόρα  ήταν;
-Όχι!  πιανίστας!
-Και  τραγουδίστρια!είπε  μια  άλλη  αδελφή
Το απόγευμα  ήλθε  ο  γιατρός, πήγε  κατευθείαν  στο  δωμάτιο  της.
-Πέθανε  το  πρωϊ  του  είπαν.
-Ναι! είπε  ο  γιατρός.Είχε  λίγο  πυρετό  χθες  το  απόγευμα,αλλά  δεν  ήταν  και  τόσο  άσχημη  η  κατάσταση  της,είπε  και  φόρεσε  τα  γυαλιά  του,  καθώς  έφευγε  σκυφτός.
 Ουφ! επιτέλους  στο  σπίτι  μας! είπε  η  Μαρία, μόλις  ο  Στέφανος  ξεκλείδωσε  την  αυλόπορτα  και  μπήκαν  μέσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου