Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Ήρθε ο φθινοπωρινός μήνας,ο Σεπτέμβρης.
Ο Σεπτέμβρης είναι ο πρώτος μήνας της εποχής που ονομάζεται Φθινόπωρο.
Φθίνουν οι οπώρες.
Λιγοστεύουν τα φρούτα.
Τα μπάνια και οι χαρές στη θάλασσα συνεχίζονται από τους παραθεριστές που παίρνουν τις άδειες τους αυτόν  τον μήνα,τον Σεπτέμβρη.
Κάλεσε ο πατέρας Χρόνος τον γιο του τον Σεπτέμβρη να κατέβει στη Γη,να αλλάξει τον καιρό,να μην υποφέρουν οι άνθρωποι,τα ζώα μα και τα φυτά από την ζέστη και τον καύσωνα.Τα ψάρια δεν τα συμπεριλάβαμε στα όντα του πλανήτη που υποφέρουν από την ζέστη γιατί αυτά πήραν από τον Θεό το χάρισμα να βρίσκονται ολημερίς και ολονυχτίς,όλες τις εποχές, μέσα στα δροσερά νερά της θάλασσας.
Άστους να ζεσταίνονται! Είπε ο Σεπτέμβρης και αρνήθηκε να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι στη γη.  Επέμενε ο Χρόνος.Θα πας,του είπε θυμωμένος,και θα πεις και ένα τραγούδι.Έρριξε μια ματιά στα κατάλευκα συννεφάκια.Ανάμεσα τους διέκρινε ένα γκρίζο συννεφάκι μικρό και φουσκωτό έτοιμο να σκάσει από τους πολλούς υδρατμούς που το γέμιζαν.Του έκανε νόημα.Το συννεφάκι  έτρεξε κοντά του και νάτο δίπλα του.Καβάλησε το,είπε ο Χρόνος στον Σεπτέμβρη.Όχι! Είπε ο Σεπτέμβρης,είναι μικρό και δεν με χωράει,θα πέσω σαν την Έλλη.Δεν θέλω,είπε ο Σεπτέμβρης. Είσαι μόνος σου,μη φοβάσαι.Πήρε στο κινητό τον Αίολο.Τον διέταξε  να φυσήξει,το σύννεφο να ξεκινήσει,  να φέρει την δροσιά στο ημισφαίριο αυτό της γης.Γιατί στο άλλο ημισφαίριο τώρα τελείωσε ο Χειμώνας και μπαίνουν στην Άνοιξη.
Ο Αίολος πήρε στο κατόπιν το γκρίζο σύννεφο με αναβάτη τον Σεπτέμβρη.
Φυσούσε με όλη την δύναμη του.Έβγαζε τον αέρα από τα πνευμόνια του.Τα μάγουλα του φούσκωναν και ξαναφούσκωναν,ώσπου ο Σεπτέμβρης έφτασε στο ημισφαίριο αυτό της γης που τώρα αρχίζει το Φθινόπωρο.
Κάλεσε στο τηλέφωνο ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του  Χρόνο.Είδες που στάλεγα,του είπε,Με ένα μόνο γκρίζο σύννεφο δουλειά δεν κάνουμε,άφησε που στη διαδρομή ξεφούσκωσε από τα νερά κι εγώ κινδύνεψα να μη φτάσω στον προορισμό μου.Μπήκα από κάτω του και ρούφαγα τα νερά για να μη φύγω κι εγώ μαζί του,με βοήθησε πατέρα και ο Αίολος.
Ε! Τι περιμένεις τώρα.Άστα να πέσουν.Να τους δροσίσεις,θα σκάσεις.
Μη φοβάσαι πατέρα με βοήθησε ο Αίολος.Ήπιε πολύ νερό,εξαερώθηκε και άνεμος τώρα παίρνει τα πάντα στο πέρασμα του.
Ε! και συ τι κάνεις τώρα.Εγώ,πατέρα, κατακάθησα στο χώρο  και σιγά σιγά,μέρα με τη μέρα,εδραιώνομαι.Δροσίζω τους ανθρώπους και φθίνω τις οπώρες.Οι μέρες που θα παραμείνω είναι τριάντα κι εγώ βρίσκομαι στην αρχή ακόμη,στις πρώτες ημέρες του μήνα.
Καλή διαμονή παιδί μου,είπε στον Σεπτέμβρη ο Χρόνος και έκλεισε το κινητό.
                   
                                        Ο Σεπτέμβρης

                              Ήρθε ήρθε ο Σεπτέμβρης
                               καβαλάρης πάνω σ'ένα γκρίζο
                               συννεφάκι
                               ανεμίζει τα μαλιά του ο βοριάς
                               κρυώνει,
                               το κορμί του το διπλώνει
                               μην του πάρει την ποδιά
                               με τα λιγοστά τα φρούτα,
                               αγκαλιά
                               Ο Αίολος φουσκώνει και το
                               σύννεφο σπρώχνει
                               να κατέβουν στη γη να δροσίσουν
                               την αυγή
                               ν'ανασάνουν και
                               από τον καύσωνα να
                               γειάνουν.
                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου