Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Το  Κυριακάτικο  Μυθιστόρημα. Συνέχεια.

Ο Στέφανος δε μπορούσε να μιλήσει από το ξύλο.προσπάθησε όμως  γιατί φοβήθηκε πως θα ήταν χειρότερα εκεί που τον πήγαιναν τώρα.
-Η γυναίκα μου είναι Πολωνίδα,είπε,αλλά δεν είναι εβραία,είναι καθολική  στο θρήσκευμα και τώρα έγινε και χριστιανή.Πριν παντρευτούμε εχρίστηκε χριστιανή και ο γάμος μας έγινε με το επίσημο χριστιανικό τελετουργικό,με παπά και με κουμπάρο,ακόμη και με καλεσμένους.
-Με καλεσμένους;
-Nαι!
-Και τους τραπεζόσατε κι όλας;
-Nαι!
-Κοίτα ρε που μας κοροϊδεύει.Μες την κατοχή;
-Nαι!
-Πού βρήκατε τα φαγητά.
-Δεν είχαμε φαγητά.
-Τι είχατε;κατρουλιά; είπε ο ένας ασφαλίτης που καθόταν στα δεξιά του.
-Όχι! σκατά,είπε ο άλλος ασφαλίτης χαχανίζοντας ανόητα.
-Μακαρόνια είχαμε με σάλτσα
-Χα χα χα, γέλασαν οι ασφαλίτες, πού βρήκατε τα μακαρόνια,ρώτησε ο ένας.
-Πού βρήκατε τη σάλτσα,ρώτησε ο άλλος.
-Τα είχαμε στην αποθήκη πριν από τον πόλεμο,απάντησε σοβαρός ο .Στέφανος.
Κι έπειτα απλώθηκε στο αυτοκίνητο σιωπή.Ο Στέφανος κουρασμένος από τη δουλειά όλη την ημέρα,από το ξύλο, από τις γελοίες ερωτήσεις και τα χαχανιτά των ασφαλιτών,μισόκλεισε τα μάτια σε ένα απαλό ύπνο Από τη σκέψη του πέρασαν όλες εκείνες οι όμορφες στιγμές της προετοιμασίας και του γάμου του με την αγαπημένη του Μαρία.Ώσπου το αυτοκίνητο έφτασε στα κρατητήρια. Άνοιξε ο συνοδηγός με βία την πόρτα,τράβηξε από το χέρι τον ένα ασφαλίτη που καθόταν δίπλα στο Στέφανο,που θύμωσε και άρχισε να βρίζει τον συνάδελφο του.
-Σιγά ρε,πώς τραβάς έτσι;Είσαι στα καλά σου; μήπως σου ξεβίδωσε καμια βίδα και με πέρασες  γι αυτόνα; Εγώ είμαι ρε ο Αργύρης ο Δόνακας του Χρύσανθου και της Χρυσούλας από το Μεσοχώρι Σερρών.Είσαι στα καλά σου,ρε; Θες να μου βγάλεις το χέρι;πώς με τραβάς έτσι.
-Εγώ είμαι μια χαρά, απάντησε ο συνοδηγός.Αργείς,έπρεπε να είχες κατεβεί πρώτος.Με το που σταμάτησε το αυτοκίνητο να πεταχτείς έξω και να βγάλεις κι αυτόνα,αλλά εσύ με τα πάσο σου,λες και ήρθαμε να κάνουμε περίπατο.Στην ασφάλεια πάμε,ρε και ο διοικητής μας κοιτά με τα κυάλια από το γραφείο του.
-Ε!καλά,τι φωνάζεις τώρα,αν δε μας πήρε μυρωδιά,να μας ακούσει τώρα κι αντίς να φυλακίσει αυτόνα,να φυλακίσει εμάς; Έλεγξε τα νεύρα σου και σώπασε.Αυτός κοιμήθηκε στη διαδρομή και με πήρε και μένα ο ύπνος.Αυτό είναι όλο μόνο σιωπή,γιατί εμείς  θα την πληρώσουμε.
-Άντε,άντε,τράβα τον τώρα και κατέβασε τον
Τον έπιασε από τον αγκώνα,τον τράβηξε,τον έβγαλε έξω από το αυτοκίνητο και έτσι νευριασμένος που ήταν του δίνει  μια κλωτσιά στην πλάτη.Παραπάτησε ο Στέφανος και καθώς δεν ήταν έτοιμος για τρέξιμο,τα πόδια του σκαλοπερπάτησαν ,περπατούσε σαν να ανέβαινε  σκαλοπάτια.
-Ω! Θεέ μου,μονολόγησε,βοήθα με.
Πέρασαν την κεντρική είσοδο Ένας αξιωματικός που καθόταν πίσω από ένα πρόχειρα φτειαγμένο με νοβοπάν γραφείο,του είπε να πλησιάσει.Αυτός πλησίασε,οι δύο άλλοι ασφαλίτες   κρατούσαν από τους αγκώνες τον Στέφανο.Μίλησε  λίγο μαζί του κι έπειτα πήγε κοντά τους και  τους είπε,από εδώ πάμε. Προχώρησαν αριστερά σε ένα διάδρομο.Έξω από την  πόρτα με το Νο 45171325 ακουγόταν βογγητά,βρισιές,θόρυβος από αντικείμενα  που έσπαζαν,χτυπήματα. Το θέαμα που αντίκρυσε ο Στέφανος,καθώς μπήκε μέσα ,τον έκανε να υψώσει τα μάτια του προς τον ουρανό και να ψελλίσει "βοήθα με Θεέ μου". Ένας νέος άνδρας με ξεσχισμένα τη φανέλλα και το παντελόνι του,κρεμόταν από ένα κρίκο μεγάλο,που βρισκόταν καρφωμένος στην οροφή,όπου είχαν δέσει το χοντρό σχοινί,που ήταν σφιχτά δεμένο από τους καρπούς του.Ο "Δήμιος",ένας άνδρας πενηντάρης τον έβριζε και τον χτυπούσε, με πρόσωπο ιδρωμένο και με τα μάτια του να γυαλίζουν από την ένταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου