Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

  Η θέση της διανόησης στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση  των Νεότερων Χρόνων.Ο ιατρός  Φρανσουά Κεναί (1694-1774),που ίδρυσε τη σχολή των φυσιοκρατών και οι οπαδοί του φυσιοκράτες είναι οι πρώτοι που διετύπωσαν το αξίωμα ''αφήσετε  τους ανθρώπους να κάνουν ό τι θέλουν,γιατί  ο κόσμος έτσι θα λειτουργήσει αφ'εαυτού" (laissez faire et laissez passer le monde va de lui-meme ).H θεωρία αυτή  εστρέφετο κατά του περιορισμού της ατομικής ελευθερίας και περισσότερο εστρέφετο κατά του μερκαντιλιστικού περιορισμού στο εμπόριο, όσον αφορά τα χρήματα και τις τιμές των προϊόντων. Σε γενικές γραμμές καταδίκαζε κάθε κρατική παρέμβαση στις οικονομικές δραστηριότητες. Οι φυσιοκράτες θεωρούσαν επίσης ότι δεν ήταν ενδεδειγμένες οι επιχορηγήσεις και οι εύνοιες παντός φύσεως προς τους εμπόρους και τους βιομήχανους και ότι δεν ήταν ανάγκη να επιβάλλονται φόροι ή δασμοί δηλαδή φόροι,που καταβάλονται στα τελωνεία  για τα εισαγώμενα και τα εξαγώμενα προϊοντα. Θεωρούσαν οι φυσιοκράτες,ότι όλα τα κρατικά έσοδα έπρεπε να προέρχονται από τη γη  καθόσον  ήταν η  μόνη πηγή πλούτου. Τη φυσιοκρατική θεωρία σαφέστατα τη δέχτηκαν με ευχαρίστηση τα συμφέροντα που συνδέονταν με τη γη ενώ δεν ανέχονταν την εύνοια που έδειχνε φυσιοκρατική θεωρία προς το εμπόριο. Τα βάρη που επέβαλε στον γαιοκτήμονα ήταν ανάλογα με τη θέση του γαιοκτήμονα.Μία από τις σπουδαιότερες καινοτομίες των φυσιοκρατών ήταν ο οικονομικός πίνακας.Ο πίνακας αυτός περιέγραφε την κυκλοφορία του εισοδήματος μέσω της οικονομίας και απετέλεσε τον πρόδρομο της λογιστικής του εθνικού εισοδήματος,η οποία έχει ένα σπουδαίο ρόλο  στη σύγχρονη  οικονομική  σκέψη. Στο πίνακα αυτό την κεντρική θέση κατέχει ο γαιοκτήμονας,ο οποίος προς την μίαν κατεύθυνση προπληρώνει τους καλλιεργητές της γης ,''τις παραγωγικές τάξεις" και προς την άλλη κατεύθυνση χρηματοδοτεί τους βιοτέχνες. Στη διάρκεια του έτους οι αγρότες δαπανούν τα χρήματα που λαμβάνουν αγοράζοντας αγαθά μεταποιήσεως και οι βιοτέχνες με τα χρήματα που λαμβάνουν αγοράζουν παραγωγικά προϊόντα.Με αυτό τον τρόπο συντηρούνται οι εργαζόμενοι στις πόλεις και στην ύπαιθρο και τελικά το πλεόνασμα που προκύπτει από την παραγωγή της γης περιέρχεται στον ιδιοκτήτη,ο οποίος διαθέτει το πλεόνασμα για την παραγωγή του επόμενου έτους.

Στους κλασσικούς οικονομολόγους τοποθετείται ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790),ο οποίος ήταν Άγγλος Καθηγητής της Ηθικής Φιλοσοφίας. Ο Άνταμ Σμιθ με την ευκαιρία των  ταξιδίων  που πραγματοποιούσε  συζητούσε  τις ιδέες του με τους αυτοκράτορες και απεφάσισε να  συγγράψει  πραγματεία με  τις δικές του αντιλήψεις περί των οικονομικών θεμάτων.Έτσι προέκυψε το βιβλίο του "Πλούτος των εθνών"Τhe Wealth of Nations 1776. Ένα έργο,το οποίο παρουσίαζε  τις αρχές του δόγματος laisser faire με την αντίθεση προς τα περιοριστικά μέτρα των μερκαντιλιστών. Υπογράμμιζε την καλή λειτουργία των φυσικών νόμων και την δυνατότητα της προόδου του ανθρώπου. Ο Άνταμ Σμιθ αντλούσε την αισιοδοξία του αυτή από τη διδασκαλία του Φιλόσοφου Ντέϊβιντ Χιουμ (1711-1776 ) και από τον διδάσκαλο του Φράνσις  Χάτσεσκον (1694-1746 ),ο οποίος ορίζει,ότι ηθικό κριτήριο  των ανθρώπινων θεσμών αποτελεί η "εξαφάλιση της  μέγιστης  όφέλειας εις τον μέγιστον αριθμόν ανθρώπων ". Ο Άνταμ Σμιθ υπεστήριξε ότι ο πλούτος ενός έθνους μπορεί να αυξηθεί από την αύξηση των αγαθών που παράγουν οι κάτοικοι μιας χώρας και ότι το μέγεθος του υλικού πλούτου ενός έθνους καθορίζεται από την  οργανωτική μέθοδο στην  εργασία για την παραγωγή εμπορευμάτων καθώς και από το ποσοστό του παραγωγικού πληθυσμού που απασχολείται. Η οικονομική ευημερία ενός έθνους εξαρτάται από τη σχέση του μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού και το πλήθος της παραγωγής. Οι θεμελιώδεις αυτές προτάσεις  κατά καιρούς αγνοήθηκαν στη πράξη  όμως   παραμένουν  πάντοτε έγκυρες. Κατά τον Σμιθ δύο είναι τα τολμηρά μέσα για την αύξηση της παραγωγής: O καταμερισμός της εργασίας και η χρησιμοποίηση μηχανών. Ο καταμερισμός εργασίας προηγείται και διευκολύνει τη χρησιμοποίηση των μηχανών. Οι παρατηρήσεις αυτές εκφράζουν την εμπειρία ενός έθνους,το οποίο περνούσε τις πρώτες φάσεις της βιομηχανικής του επανάστασης και έκαναν τον Σμιθ γνήσιο εκπρόσωπο της νέας βιομηχανικής πράξης πραγμάτων,όπως ακριβώς οι φυσιοκράτες είχαν  αποτελέσει τους εκφραστές των γεωργικών συμφερόντων. Ο Σμιθ πολύ σωστά διέγνωσε την επερχόμενη  αύξηση της παραγωγής  με τη χρησιμοποίηση των μηχανών,η οποία απαιτούσε διεύρυνση των αγορών,η οποία εξηρτάτο από τη βελτίωση στις μεταφορές.Λίγα ήταν τα εργοστάσια,τα οποία μπορούσαν να διαθέσουν  το σύνολο της παραγωγής τους στον τόπο τους.Έλεγε ο Σμιθ ότι οι ανταλλαγές των αγαθών στις μεγάλες αγορές ενεθάρρυνε την εξειδίκευση στη παραγωγή.Έλεγε ο Σμιθ,ότι η ειδίκευση δεν προήλθε,όπως έλεγε  ο Πλάτων,από το διαφορετικό  στις ικανότητες του ανθρώπου,αλλά από  ένα  έμφυτο ζήλο προς το εμπόριο,που οδηγούσε κάθε άνθρωπο να παράγει  αυτό που απαιτούσε με την ελάχιστη δυνατή εργασία, ανταλλάσοντας τα παραγόμενα είδη του με παρόμοια είδη παραγόμενα από άλλους ανθρώπους. Κατά συνέπεια,την αξία  καθενός πράγματος  την καθορίζει η απαιτούμενη  ποσότητα εργασίας προς παραγωγήν του πράγματος αυτού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου