Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Το  Κυριακάτικο  Μυθιστόρημα

Πλησίαζαν  Χριστούγεννα,η  γιορτή  της  γέννησης  του  Θεανθρώπου,όταν  ετέλεσαν  τους  γάμους  των  ο  Στέφανος  με  την  Μαρία. Ήταν  πόλεμος. Οι  κατακτητές  είχαν  καταλάβει  και  την  πρωτεύουσα   από  τον  Απρίλιο  μία  Κυριακή   του 1941.
Οι  Έλληνες  αξιωματούχοι  δήλωσαν  πως  η  Αθήνα  ήταν  μια  ανοχύρωτη  πόλη  και  πως  δεν  είχαν  σκοπό  να  προβάλουν  αντίσταση..
Οι  γιορτές  είχαν  παραμεριστεί. Τα  άλλοτε  ολόφωτα  σπίτια,η  χαρούμενη  ατμόσφαιρα,οι  μυρουδιές  από  τα  γλυκίσματα  ανήκαν  πια  στο  παρελθόν.
Η καμπάνα  για  τον  εσπερινό  σε  λιγοστές  εκκλησίες  εσήμαινε.
Τα  παλληκάρια  είχαν  φύγει  για  τον  πόλεμο.
Οι  γέροντες  ιερείς  με  λιγοστές  ηλικιωμένες  γυναίκες,γιαγιάδες  οι  πιο  πολλές,συγκεντρώνονταν  στην  εκκλησία  για  να  προσευχηθούν.
Επικρατούσε  ανέχεια  από  την  έλλειψη  των  μέσων  βιοπορισμού  στους  εναπομείναντας.
Τα  τρόφιμα  λιγόστευαν  και  η  ασιτία  είχε  ενσκύψει  στους  κατοίκους.
Ο  Στέφανος  με  την  προνοητικότητα  που  τον  διέκρινε  στον  χαρακτήρα  του,με τα  πρώτα  μηνύματα  της  επερχόμενης  πολεμικής  σύρραξης,έσπευσε  στις  βιοτεχνίες να  προμηθευθεί  τα  απαραίτητα, κυρίως  μακαρόνια,πελτέδες,λάδι  και  τυρί,τουλάχιστον  για  τα  πρώτα  χρόνια,έλεγε.
Το  γαμήλιο  τραπέζι  καθώς  και  η  γιορτή  για  το  χρήσμα  της  γυναίκας  του   από  Ελίζα  σε  Μαρία,στους  λιγοστούς  καλεσμένους, έγινε  με  μακαρονάδα  σαλτσερή  και  τριμμένο  τυρί.
Τα  παράθυρα  και  οι  πόρτες  ήταν  καλά  σφαλισμένες  και  τα  κεριά  που  άναψαν   προσέδιδαν  ομορφιά  στην  όλη  ατμόσφαιρα.Τα  τραγούδια  σιωπηλά  μόλις  ακουγόταν  μέχρι  την  αυλή  του  σπιτιού.Οι  καλεσμένοι  ευχαριστήθηκαν  φαγητό  αυτό  το  βράδυ
Το  μικρό  γλέντι  στο  σπίτι  του  Στέφανου  θύμιζε  λίγο  τις  παλιές  καλές  ημέρες.
Ανάμεσα  στις  ευχές  που  έδιναν  στους  νιόπαντρους  ακούγονταν  και  οι  κατάρες  των  αγανακτισμένων  προς  τον  εχθρό.
Έφυγαν  και  οι  τελευταίοι  καλεσμένοι.
Έμειναν  μόνοι  ο  Στέφανος  και  η  Μαρία.
- Να  μαζέψω  τα  πιάτα,είπε  η  Μαρία.
-Όχι,αγάπη  μου,είπε  ο  Στέφανος και  αύριο  μέρα  είναι.
Τα...ποντίκια, του  είπε  γελώντας.
-Μη  στενοχωριέσαι,Μαρία  μου,δεν  έχει  το  σπίτι  μου  ποντίκια.Είναι  καθαρό.
Ο Στέφανος  πήρε  αγκαλιά  την  γυναίκα  του  και  καθώς  ανέβαιναν  την  ξύλινη  σκάλα , με  χαμηλή  φωνή, έλεγε,πως  δεν  πρόλαβε  να  τακτοποιήσει   όλο  το  σπίτι,γιατί  τον  πρόλαβε  ο  πόλεμος,όμως  τα  δωμάτια,που  είναι  κλειστά, είναι  άδεια. Έχω  πετάξει  ό,τι  άχρηστο  αντικείμενο  υπήρχε. Κράτησα  τα  παλιά  πράγματα  των  γονέων  μου. όσα  είχαν  χρησιμότητα,όσα  ήταν  γερά.
Τα  δωμάτια  αυτά  είναι  άδεια  από  πράγματα,αλλά  δεν  πρόλαβα  να  τα  βάψω  με  πρόλαβαν  τα  κανόνια  και  τα  πολυβόλα  του  εχθρού.
Στέφανε! μην  έχεις  άγχος,σε  πιστεύω,του  είπε  και  τον  φίλησε.
Έφτασαν  στο  υπνοδωμάτιο  του  Στέφανου.Εκεί  θα  ήταν  η  κεβατοκάμαρη  τους.
-Εδώ  θα  είναι  η  κρεβατοκάμαρα  μας,είπε  ο  Στέφανος,που  είχε  τακτοποίσει  το  δωμάτιο  από  την  προηγούμενη  ημέρα.
-Το  δωμάτιο  είναι  μεγαλύτερο.
-Στέφανε! είναι  μεγαλύτερο  αλλά  θα  έχει  περισσότερο  κρύο. Το  δικό  μου  δωμάτιο  είναι  πιο  μικρό  και  πιο  ζεστό,είπε  στο  Στέφανο  η  Μαρία..
-Μη  στενοχωριέσαι,αγάπη  μου,δεν  θα  κρυώνουμε, η  αγάπη  μας  θα  μας  ζεσταίνει.Κοντά  ο  ένας  στον  άλλο, αγκαλιά,θα  δεις  πως  θα  ιδρώνουμε.
Η  Μαρία  με  αργές  κινήσεις  άρχισε  να  ξεκουμπώνει  το  νυφικό  της.Άνοιξε  την  ντουλάπα  πήρε  από  την  κρεμάστρα  το  νυχτικό  της, το  φόρεσε   και  στη  θέση  του  κρέμασε  το  νυφικό  της.Ήταν  ένα  μπεζ  φόρεμα  με  βαμβακερή  δαντέλλα  στο  μπούστο,στο  γιακά,στις  μανσέτες  και  στις  άκρες  των  μανικιών.
Μία  σειρά  καφετιά   λαμπυρίζοντα  φωτάκια  προσέδιδαν  στο  φόρεμα μία  ιδιαίτερη  λάμψη.
Ήταν  από  τα  καλύτερα  και  σοβαρότερα  ενδύματα  της.
-Στην  εκκλησία  ήσουν   πανέμορφη  με  το  όμορφο  αυτό  φόρεμα, Μαρία.
-Με  το  νυχτικό,πώς  είμαι? ρώτησε  γελώντας
-Με  το  νυχτικό  είσαι  ακόμα  πιο  όμορφη.
- Ο  Στέφανος  είχε   βγάλει  το  κοστούμι  του και  είχε  μείνει  με  τα  εσώρουχα,ένα  μποξεράκι  και  μία  αθλητική  φανέλλα.Την  αγκάλιασε. Θα  κρυώσεις,του  είπε,φόρεσε  κάτι. Πού  είναι η  πιζάμα  σου;
-Δεν  κρυώνω,Μαρία  μου,θα  με  ζεστάνεις  στην  αγκαλιά  σου.
Ξάπλωσαν. Το  σκοτάδι ήταν  πηχτό  μέσα  στο  δωμάτιο,  στο  δρόμο  είχε   συσκότιση  και  από  τις  γρίλιες του  παράθυρου  δεν  έμπαινε  καμία  αναλαμπή  φωτός.Μόνο  το  ρολόϊ,που  φωσφόριζαν οι  αριθμοί  και  οι  δείχτες  του, που  έδειχναν  την  ώρα,φώτιζαν  αμυδρά  το  δωμάτιο.
Μπήκαν  κάτω  από  τις  κουβέρτες.
 Αγκαλιασμένους  και  πλέρια  ευτυχισμένους  τους  βρήκε  η  επόμενη  ημέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου