Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

-Aπό ό,τι μου είπε ο Κτηνίατρος μετά την νεκροψία,που έκαναν στο ζώο και αφού μελέτησαν επισταμένως όχι μόνον τα σπλάχνα του αλλά και το δέρμα του,που  εξέτασαν σπιθαμή προς σπιθαμη με μεγάλη προσοχή.
-Και τι διεπίστωσαν? Ερρίκο,μη μου πείτε
-Ναι,Δημήτρη,έβγαλε το πόρισμα ότι η αγελάδα του παππού έπασχε από ένα νόσημα,που είναι συχνό στα μεγάλα ζώα,στις αγελάδες,στα βόδια και σε άλλα Ιπποειδή.
-Και από τι προέρχεται η αρρώστια αυτή,Ερρίκο.
-Η αρρώστια αυτή,Δημήτρη,προέρχεται από έναν τραυματισμό στην κορυφή του ζώου,ανάμεσα στην ράχη και στον τράχηλο του.-
Και είναι,Ερρίκο,τόσο επικίνδυνος ο τραυματισμός του ζώου σε εκείνο το σημείο?
-Ναι Δημήτρη,είναι πολύ επικίνδυνος γιατί οδηγεί στην νέκρωση των χόνδρων και των συνδέσμων ή και των οστών του ακρωμίου,μπορεί να δημιουργήσει συρίγγιο ακόμη και γάγγραινα,αν η θεραπεία δεν γίνει εγκαίρως,το ζώο μπορεί και να πεθάνει από επιπλοκές.Αυτό ακριβώς συνέβη και με την αγελάδα του παππού.Υπήρχε τραυματισμός,που ο παππούς δεν είχε προσέξει ούτε καν είχε υποψιαστεί.
-Η αγελάδα,Ερρίκο,είχε περιλαίμιο? ρώτησε ο Δημήτρης.
-Ναι,Δημήτρη,είχε περιλαίμιο και μάλιστα δερμάτινο και πολύ σκληρό.Και δεν ήταν μόνο αυτό.Ο παππούς ,υπερήφανος Βαυαρός,ήθελε να αφήνει την παρουσία του από όπου  περνούσε γι αυτό είχε στολίσει γύρω-γύρω το περιλαίμιο με κουδούνια και άλλα στολίδια.Ο Κτηνίατρος,είπε,ότι αυτή η αρρώστια κάνει το ζώο ανίκανο για εργασία.Ο παππούς έβλεπε το ζώο του να γερνά μιλούσε μαζί του,έλεγε,αγελαδίτσα μου,γέρασες κι εσύ μαζί με μένα.Άντε αγελαδίτσα μου σε λίγο θα πιούμε το ζουμάκι σου.Δεν γνώριζε ο παππούς,δεν είχε υποψιαστεί,δεν άφηνε και κανέναν άλλον να την αγγίξει.Ήθελε μόνος του να ασχολείται μαζί της.
-Πώς ονομάζεται,Ερρίκο,αυτή η αρρώστια,είπε ο Δημήτρης.-
Ο Κτηνίατρος ,Δημήτρη,είπε πως τη λένε Ακρωμία,έμαθα Δημήτρη,πως είναι αυτό που λέμε στην Ελλάδα Τσινταβι.
-Είπατε πως πιάνει τα οστά του ακρωμίου και μπορεί να δημιουργήσει συρίγγιο ακόμη και γάγγραινα.
-Ναι,έτσι μας είπε ο Κτηνίατρος,είπε ο Ερρίκος. Η Άννα που μέχρις εκείνη την στιγμή καθόταν αμίλητη και άκουγε την συζήτηση των δυο ανδρών,με τα μάτια της τόσοο ανοιχτά από έκπληξη πετάχτηκε επάνω.
-Τι έπαθες ,Άννα,είπε ο Ερρίκος.
-Πόσα δεν μαθαίνει κανείς.Πόσα είναι αυτά που δεν γνωρίζουμε.Πω!πω! πώς τα θυμάστε.Δημήτρη,κύριε Ερρίκο πριν τηλεφωνήσω στην κυρία Ελένη Βάκου,επιτρέψτε μου.Γεμάτη αυθορμητισμό και ενθουσιασμό αγκάλιασε τον Ερρίκο και τον φίλησε στα δυο του μάγουλα.Αγκαλιάζει και τον Δημήτρη και κολλά τα χείλη της στο στόμα του.Τι χαρούμενη που είμαι μαθαίνω τόσα καινούργια πράγματα κοντά σας,είπε.
-Άννα,είπε γεμάτος ζεστασιά ο Ερρίκος.
-Έστρεψε το βλέμμα της η Αννούλα και τον κοίταξε γλυκά.
-Είσαστε τόσες ημέρες,περίπου ένα μήνα,κοντά μας και δεν γνωρίζω τίποτε για σένα Άννα.Με τον Δημήτρη γνωριζόμαστε από παλιά.Όταν φοιτητής πήγαινα διακοπές στο χωριό,τον θυμάμαι μικρό παιδάκι στην αγκαλιά της μαμάς του,της κυρίας Μαρίας.Η μητέρα μου,όταν είχε εύκαιρο χρόνο και τώρα είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο,που εγώ είχα φύγει στην πρωτεύουσα για σπουδές,ερχόταν στο σπίτι σας για να κρατήσει συντροφιά στην μητέρα σου,Δημήτρη.
-Ναι,ξέρω είπε ο Δημήτρης,η μητέρα σου Ερρίκο,ήταν φιλενάδες με την γιαγιά μου,που εγώ δεν γνώρισα αφού πέθανε μερικά χρόνια πριν γεννηθώ.Η μητέρα μου εξιστόρησε τα γεγονότα.Μου είπε πως καθώς καταλάβαινε η μητέρα της πως πλησίαζε το τέλος της ζωής της,συμβούλεψε την κόρη της,την μητέρα μου,να έχει σαν μητέρα της την κυρία Ασημίνα.Για οτιδήποτε χρειάζεται να ζητάει την συμβουλή της
-Ακριβώς αυτό,Δημήτρη,μου είπε και η δική μου μητέρα.Σε μια επίσκεψη που πήγε στην γιαγιά σου,όταν ήταν άρρωστη,έλεγε στην μητέρα μου: Ασημίνα μου,εγώ θα πεθάνω το αισθάνομαι,το καταλαβαίνω,την κόρη μου,σε παρακαλώ να μου την προσέχεις.Ο Κωνσταντής είναι καλό παλληκάρι και την αγαπά πολύ,δουλευτής είναι,δεν θα της στερησει τίποτε, σε λίγο θα κάνει παιδιά και η οικογένεια θα μεγαλώσει,τότε θα θέλει καμια συμβουλή στην ανατροφή των παιδιών,στις δουλειές του σπιτιού,στην κουζίνα,στο μαγείρεμα.
-Μη στενοχωριέσαι,Μαρία μου,κι εγώ θα την φροντίσω σαν δικό μου παιδί.Μα γιατί,Μαρία μου,απογοητεύεσαι τόσο πολύ.γιατί λες πως θα πεθάνεις.,διώξε από το μυαλό σου τις κακές σκέψεις.
-Να είσαι καλά Ασημίνα μου,να είσαι καλά για τα καλά  σου λόγια,να είσαι καλά κι εσύ και το παιδάκι σου,ο Ερρίκος σου.
Αυτά μου έλεγε η μητέρα μου,Δημήτρη,πως έλεγε η γιαγιά σου στην δική μου μαμά
-Και πέθανε? ρώτησε η Άννα.-
Ναι,Άννα,πέθανε,είπε ο Δημήτρης.
Γιατί πέθανε,ήταν τόσο άρρωστη? ήταν τόσο ηλικιωμένη?
-Αννούλα,δεν ήταν σε μεγάλη ηλικία η γιαγιά μου, Η μαμά ήταν μια 15χρονη κοπελίτσα,παντρεμένη κιόλας με τον πατέρα.Εγώ γεννήθηκα μετά από λίγα χρόνια.
-Τι συγκεκριμένη αρρώστια είχε?Δημήτρη μου.
-Την κατέβαλε  κάτι σαν μαρασμός,μια ανορεξία,χλώμιασε,λένε ότι  τα έντερα της δίπλωσαν,έδεσαν,κάτι τέτοιο.
-Έπαθε ειλεό,είπε η Άννα,αυτή είναι η επιστημονική ονομασία αυτής της αρρώστιας των εντέρων που μπλέκονται και παύουν να λειτουργούν.Είχε υποστεί κάποια εγχείρηση?
-Δεν είχε εγχειριστεί.Ο γιατρός που ήλθε να την εξετάσει είπε ότι έπρεπε να είχε εγχειριστεί,τώρα ήταν αργά.Ξέρεις,Άννα,είπε ο Δημήτρης,λυπημένος,αυτές οι γυναίκες σαν την γιαγιά μου,οι χωριάτισσες γυναίκες,οι αγρότισσες,δουλεύουν τόσο πολύ και είναι τόσο κουρασμένες,που και κάπου να πονάν δεν δίνουν προσοχή,δεν καταλαβαίνουν,λένε από την κούραση είναι και το αφήνουν να περάσει.Τις περισσότερες φορές είναι από κούραση και περνά,δεν είναι όμως πάντοτε,όπως στην περίπτωση της γιαγιάς μου.
-Στα γράμματα της η μητέρα μου,Δημήτρη,μου έγραφε για τον Δημητράκη,τον γιο της Μαρίας,που πρόθυμα ερχόταν και την βοηθούσε ,μου έγραφε η μητέρα μου,πως της έφερνες δροσερό νεράκι το καλοκαίρι και ξύλα τον χειμώνα για να ζεσταθεί..
Ναι,Ερρίκο, είπε ο Δημήτρης,αυτό γινόταν.Η μαμά σου ήταν μια παραδοσιακή μαμά,με τα γλυκόλογα της και τις ευχές που απλόχερα μου έδινε με οδηγούσε συνέχεια κοντά της,να την περιποιούμε και να την φροντίζω.
-Δημήτρη, είναι ακόμη παραδοσιακή μαμά και τώρα είναι και παραδοσιακή γιαγιά.
Έσκυψε ο Δημήτρης το κεφάλι του,με συγκίνηση,θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό.
-Γνωρίζω,είπε ο Ερρίκος,ότι  τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο πήγες στην Αθήνα,όπου εργαζόσουν και συγχρόνως πήγαινες στο Γυμνάσιο.
-Ναι,Ερρίκο,έτσι είναι.Παρακολουθούσα βραδυνό σχολείο.
-Γνωρίζω,Δημήτρη,ότι ζούσες στο σπίτι της Άννας,πώς προέκυψε αυτή η συγκατοίκηση.
-Ο κυρ Νικόλας,ο χασάπης του χωριού,ήταν και είναι ακόμη φίλος του πατέρα,είναι αυτός που βοήθησε να βρεθώ στην πρωτεύουσα ,στο σπίτι του κυρίου Χαρή,του πατέρα της Άννας.
-Ο πατέρας σου,Άννα,τι επαγγέλεται?
-Είναι έμπορος,κύριε Ερρίκο,εισαγωγές-εξαγωγές κρεάτων.
-Α!  έτσι εξηγείται το γεγονός της συγκατοίκησης με την Άννα.Ο κυρ Νικόλας  είχε εμπορικές συναλλαγές με τον μπαμπά σου,Άννα.
-Ίσως,είπε η Άννα έκπληκτη,δεν το είχα σκεφτεί.
-Ο μπαμπάς σου Άννα τι ηλικία έχει?
-Έχει την δική σας ηλικία,κύριε Ερρίκο,είναι γύρω στα 45.Τόσο δεν είστε κι εσείς?Η μαμά είναι λίγο μικρότερη.
-Η μαμά σου,Άννα, με τι ασχολείται.
-Η μαμά μου εργάζεται τις πρωϊνές ώρες μέχρι το μεσημέρι στην Γραμματεία του Πανεπιστημίου και τις απογευματινές ώρες εργάζεται σε ένα γραφείο μεταφράσεων,που διατηρεί με δυο φίλες της στο κέντρο της Αθήνας.Έχει σπουδάσει ξένες γλώσσες και πιάνο.Από την μητέρα μου πήρα την μουσική παιδεία στα πρώτα μου βήματα.
-Πού μένετε στην Αθήνα Άννα?
-Μένουμε στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού.
-Ω! Θεέ μου,μη μου πεις,πετάχτηκε πάνω ο Ερρίκος.
-Τι συμβαίνει,Ερρίκο,είπε ο Δημήτρης.
-Τι πάθατε κύριε Ερρίκο,είπε η Άννα.
-Στην γειτονιά αυτή έμενα κι εγώ σαν φοιτητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου