Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Το  Κυριακάτικο  Μυθιστόρημα. Συνέχεια.

Η   Άννα  ανυπόμονη  και  η  Νίνα  με  την  αγωνία  ζωγραφισμένη  στο  πρόσωπο  της, με  την  αγωνία που   είχε  μεταδόσει  η  Άννα  με  τις  βόλτες  που  έκανε  πηγαίνοντας  πάνω  κάτω  στο  σαλόνι.  Πηγαινοερχόταν  στα  δωμάτια  γιατί  δε  μπορούσε  να  ηρεμήσει.Ήθελε  να  συγκεντρωθεί  στο  δωμάτιο  της  για  να  μπορέσει  να  μελετήσει  όμως  δεν  τα  κατάφερνε. Ώσπου  ο  Δημήτρης  μπήκε  τρέχοντας  στο  σπίτι.
- Δημήτρη,γιατί  άργησες,πού  ήσουν  τόσες  ώρες?
-Ναι,κύριε  Δημήτρη,ανησυχήσαμε  πολύ. Δε  μας  πήρατε   ούτε  ένα  τηλέφωνο.
- Γιατί  ανησυχήσατε  τόσο.  Ήμουν  με  συμφοιτητές  μου  δε χρειαζόταν  τόση  ανησυχία.Φαντάζομαι,αναστατώσατε  το  σπίτι.
-Όχι,αγάπη  μου, η Helga  που  κοιμάται  δεν  ξύπνησε.Δεν  κάναμε  τόση  φασαρία.Αγωνιούσαμε  μόνο.
-Μα  γιατί,κορίτσια,γιατί  τόση  αγωνία.
-Έλα  ντε,μας  έχεις  καλοσυνηθίσει,αγάπη  μου. Μα  τι  κάνεις  εκεί  τι  ζητάς  πίσω  από  την  τηλεόραση.
Ο  Δημήτρης  έκανε  νόημα  στην  Άννα  να  μη  φωνάζει  και  να  έρθει  κοντά  του  για  να  τον  βοηθήσει .Μα  τι συμβαίνει,Δημήτρη  μου, ρώτησε  η  Άννα, φοβισμένη. Έλα  έλα  που  σου  λέω.Κράτα  αυτό.  Της  έδωσε  να  κρατά  το  καλώδιο  της  τηλεόρασης,  που  έβγαλε  από την πρίζα. Μα  τι  συμβαίνει,Δημήτρη  μου.
-Πού  να  στα  λέω,Αννούλα  μου, έλα  γρήγορα  πριν  έρθει  ο  Ερρίκος.
-Μα  τι  συμβαίνει,αγάπη  μου,πες  μου.
-Θα  σου  πω  μετά,έλα  τώρα  κράτησε  το καλώδιο  τεντωμένο όσο  μπορείς.
-Μα  γιατί,Δημήτρη,θες  να  με  τρελλάνεις? Τι  είδους  χειρισμοί  είναι  αυτοί που  πας  να  κάνεις.
 Ο  Δημήτρης  ετοιμαζόταν  να  κόψει  το  καλώδιο , ήθελε να  το  καταστρέψει    όχι  να  το  βγάλλει  μόνο  από  την  πρίζα,όταν   μπήκε   στο  σπίτι  ο  Ερρίκος. -Τι  ατυχία,είπε  ο  Δημήτρης.Και  τώρα,τι  κάνουμε.
-Δημήτρη, εδώ  είσαι?
- Ναι  Ερρίκο  κι  εγώ  μόλις  τώρα . Ήμουν  με  συμφοιτητές  μου,πίναμε  καφέ  και  συζητούσαμε . Εν  μέρει  διαφωνούσαμε,εν  μέρει  συμφωνούσαμε.
-Για  ποιό  πράγμα  οι  διαφωνίες  και  οι  συμφωνίες,Δημήτρη?
- Γιατί  άλλο,Ερρίκο, για  τα  αιτήματα   και  τις   δικαιοδοσίες  των  εργαζομένων. Στο  πανεπιστήμιο  βρισκόμουν, Ερρίκο.
-Εκεί  πίνατε  καφέ? με   δουλεύεις,Δημήτρη?
-Όχι,καθόλου,Ερρίκο, στο  κυλικείο  της  σχολής  πίναμε  καφέ.
Ω! ναι,Δημήτρη,με  συγχωρείς,ξέχασα. Εγώ  δεν  έχω  κάνει  ποτέ  χρήση  του  κυλικείου,δεν  έχω  πιεί  ποτέ  καφέ  εκεί,γι  αυτό.
-Ερρίκο,το  κυλικείο  είναι  ένα  ζεστό  μέρος  όπου  συγκεντρώνονται  οι  σπουδαστές  και  συζητούν  με  τις  ώρες. Καταλαβαίνω, εσύ  έτρεχες  στη  ζεστή  αγκαλιά  της  Helga,στη  ζεστή  φωλίτσα  σας.
-Ακριβώς,Δημήτρη,ήμουν  νιόπαντρος,δεν  ήθελα  να  κάνω  περιττά  έξοδα  και  να  σου  πω  έπινα  καφέ  μόνο  το  πρωϊ,όπως  είδες.
Ναι,Ερρίκο,σε  είδα πως  πίνεις  τον  καφέ  σα  νερό.
- Ναι,Δημήτρη,είναι  αλήθεια  πως  δεν  μου  είναι  αρκετός  μόνο  ένας  καφές. Πίνω  ένα δύο καφέδες μόνο  το  πρωϊ, λίγο  αργότερα  άλλον  ένα  και αν η εργασία  της  ημέρας  είναι  κουραστική,άλλον  ένα.
-Τέσσερεις  καφέδες  πίνετε  κύριε  Ερρίκο  την  ημέρα?
-Ναι,κορίτσι  μου,πολλές  φορές  και  πέντε,αν χρειάζεται  να  είμαι  νηφάλιος.
-Και  το  τσάϊ  του  βουνού,που  τόσο  αγαπάτε,  πότε  το  καταναλώνετε.
-Συνήθως  πίνω  τσάϊ  του  βουνού  το  βράδυ,κορίτσι  μου, αλλά  το  προτιμώ  και  στο  πρωϊνό. Μου  κάνει  καλό  στομάχι,  αν  έχω  καταναλώσει  τις  προηγούμενες  ημέρες  πολλά  φαγητά  και  πολλούς  καφέδες  σε  γεύματα  εργασίας  και  σε  δεξιώσεις,  όπου  είμαι  καλεσμένος. 
Μα  τι  κάνετε  εσείς  εκεί.
-Ερρίκο,ψάχνουμε  τα  κλειδιά  μου.Τα  έβαλα  εδώ  πάνω  στην  τηλεόραση  και  έπεσαν  πίσω.
-Κύριε  Ερρίκο,το  τηλέφωνο  χτυπά,είπε  η  Νίνα.
Ήταν  ο  Όττο. Ζητούσε  επειγόντως  την  Helga . H frou Hilda ήταν  και  πάλι  άρρωστη.  Ζητούσε  επειγόντως  την  κόρη  της,την  ήθελε  κοντά  της. Ξύπνησαν  την  Ηelga  από το μεσημεριανό  της  ύπνο. Ένιωθε  τόσο  κουρασμένη, που  δεν  ήθελε  να  αφήσει  το  κρεβάτι  της. Όταν  όμως  έμαθε  ότι  την  θέλει  η  μαμά  της,που  αρρώστησε  πάλι,πετάχτηκε  επάνω  eτοιμάστηκε  γρήγορα  και  να  τους  τώρα,ο  Ερρίκος  και  η  Helga  πηγαίνουν  προς  τον  σταθμό  του   τρένου.
Ο  Δημήτρης  ξαλάφρωσε που  δεν  ήξερε  τι  να  κάνει  με  τον  ξαφνικό  ερχομό  του  Ερρίκου. Ευτυχώς,είπε. Μα  τι  συμβαίνει,Δημήτρη  μου,ρώτησε  η  Άννα. Πάμε  στο  δωμάτιο  μου  να  μην  ακούσει  η  Νίνα. Πάμε  να  σου  πω. 
-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου