Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Το  Κυριακάτικο  Μυθιστόρημα

Δεν  είχε  ξημερώσει  ακόμη  καλά  καλά,όταν  η γιαγιά  Ασημίνα  έφτασε  στην  πρωτεύουσα  με  τους  συνταξιδιώτες  της.Στην  διάρκεια  του  ταξιδιού  από  το  χωριό  της  στην  πρωτεύουσα  έκανε  αρκετούς  φίλους  και   έτσι  πέρασαν  οι  ώρες    καλά  με  τις  συζητήσεις  περί  των  παραδοσιακών  συνταγών που  πρόθυμα  έλεγε  σε  όσους  ενδιαφέρονταν  και  ζητούσαν  λεπτομέρειες  για  την  ετοιμασία  τους   και  κυρίως  τις  πίτες, που  στους   περισσότερους  ήταν  πρωτάκουστες.  Οι  συνταξιδιώτες  της    την  ευχαρίστησαν  και  τα   παιδιά, οι  φίλαθλοι, βοήθησαν την Κυρά  Ασημίνα  να  βρει   το  Αγοραίον,  που  θα  την  πήγαινε  στον  αερολιμένα.Δεν  είχε  ξημερώσει  ακόμη  και  τα  φώτα   της  πρωτεύουσας  έκαναν   τρομερή  εντύπωση  στη   γιαγιά  Ασημίνα. -
-Μυστήρια  πράγματα  έλεγε,τόσα  πολλά   φώτα,έγινε  η  νύχτα  μέρα.
-Πρώτη  φορά  έρχεσε, γιαγιά,στην  Αθήνα;
 ρώτησε  ο   οδηγός  που  την  είδε  τόσο  έκπληχτη  με  τα  μάτια   της   πελώρια   ανοιχτά  να  θαυμάζει  τη   νυχτερινή  πρωτεύουσα.
-Πρώτη  φορά  έρχομαι  παλικάρι  μου. Στο  καφενείο  του  Γιωργή  την  είδα  πρώτη   φορά,  στο  έργο  που  έφερε  ο  Αποστόλης  της  Κατίγκως,που  έρχεται  συχνά  στη  πρωτεύουσα  και  μας  φέρνει  ταινίες   να  βλέπουμε  για να  δούμε,λέει, πώς  ζει  ο  πολιτισμένος  κόσμος. Εκεί  την  είδα  πρώτη  φορά  μα  την  έδειχνε  μέρα. Νύχτα,πρώτη  φορά  τη  βλέπω,παλικάρι  μου.
- Και  πώς  σου  φαίνεται,γιαγιά;-
- Πολύ  όμορφη  παλικάρι  μου  και  χαρά  σας  που  ζείτε  εδώ. Με  τόσα  φώτα  μπορείτε  να  δουλεύετε   μέρα  νύχτα  και  να  ζείτε  ζωή  χαρισάμενη. Εμείς  στο  χωριό  που  δεν  έχομε  τόσα  φώτα  κοιμάμαστε  με  τις  κότες  και  τα  μεροκάματα  στα  χωράφια  δε  φτουρούν.
Εσείς,γιαγιά, στο  χωριό  έχετε  άλλες  ευκολίες  και  άλλες  ομορφιές.Ζείτε  μέσα  στη  φύση  και  στον καθαρό  αέρα. Τα  πνευμόνια  σας  είναι  γερά, δεν υποφέρουν  από  τα  καυσαέρια  των  αυτοκινήτων  και  από  τον  καπνό   των  τσιγάρων  που  καπνίζουμε   εμείς  για  να   αντέξουμε  να  βγει  το  μεροκάματο.
-Ναι! δε  λέω, παλικάρι μου,εμείς  στο  χωριό  έχομε  την  υγειά  μας,αλλά  όμως  έχομε  και  πολλά  σπίτια,που  δεν  έχουν  ηλεκτρικό  ρεύμα   και  αυτό  δυσκολεύει  λίγο  τα  πράγματα  και  αυτούς,  που  κατοικούν  εκεί  γιατί  μόλις  πέσει  η  νύχτα  σταματούνε  κάθε  δουλειά  που θέλει  φως  για  να  την  τελέψεις.
-Και  λίγο  το  λες  αυτό  γιαγια; οι νοικοκυραίοι  να  μη  μπορούν  να  κάνουν  τη  δουλειά  τους,να  μαγειρέψουν,να  ράψουν, να  διαβάσουν  τα  παιδιά  τα  μαθήματα  τους,να  ταϊσουν  τα  ζωντανά  τους;
-Ναι! παιδί μου,  είναι  πολύ  σοβαρό  να  μη  μπoρούν  να  διαβάσουν  τα  παιδιά.
-Πώς  διαβάζουν,γιαγιά,με το  λυχνάρι;
-Όχι,παλικάρι  μου, με  το  φως  της  ημέρας  διαβάζουν  και  βιάζουνται  να  τελειώσουν  τα  μαθήματα  τους  πριν  νυχτώσε  να  μη   χαλάσουν  τα  μάτια   τους  με  το  φως  της  λάμπας  και  τη  φλόγα  από  το  λυχνάρι.
-Είναι  άδικο,γιαγιά,τα  κακόμοιρα  τα  παιδιά. Γιατί  δε  φροντίζετε,γιαγιά;
-Τι  να  κάνουμε  παλικάρι  μου; Nα  το  πείτε,γιαγιά  στο κομματάρχη  σας,να  ενδιαφερθεί.
-Τι  να  κάνει  κι αυτός,παλικάρι  μου,έρχεται  στη  πρωτεύουσα  κάθε  τρεις  και  λίγο,ζητά και  ξαναζητά,παρακαλεί ξανά  παρακαλεί.
Ε! και  τι  του  λένε,γιαγιά. Καθε  φορά  του  λένε,παλικάρι  μου, πως  δεν  ήρθε  ακόμη  η  σειρά  μας.Γι αυτό,παλικάρι  μου, τα  παιδιά  του  χωριού  μας  μόλις  τελειώσουν  το  δημοτικό  φεύγουν. -Φεύγουν,γιαγιά; και  που  πάνε;
- Εδώ  στη  πρωτεύουσα  έρχουνται παλικάρι  μου,οικότροφα  σε  γνωστά  και  συγγενικά  μας  σπίτια Όμως  προοδεύουνε  τα  παλικαράκια  μας,  γίνουνται  καλοί  επιστήμονες  που   κάνουν  καλούς  γάμους.
-Καλοπαντρεύονται, γιαγιά.
 -Ναι! παλικάρι μου, καλές  και  πλούσιες  νύφες. Και  ο  δικός  μου  ο  γιος  είναι  δικηγόρος  στη   Γερμανία  και περνά  πολύ  καλά,ζει  καλή  ζωή  με  τη
κοπέλα  από  τη  Γερμανία,που αγάπησε.
- Δε  σε  πειράζει,γιαγιά,που  δεν  τον  έχεις  κοντά  σου;
-Με  πειράζει,παλικάρι  μου, με  πειράζει,αλλά  τι  να  κάνω. Ας  είναι  καλά  το  παιδί  μου  και  ας  το  στερούμαι  εγώ. Μου  λέει,πως θέλει  να  γυρίσει  στη  πατρίδα  μα  σκέφτεται πώς θα  αφήσει  τη  δουλειά  του,που  έχει  πάρει  μια  καλή  σειρά.Έχει  μεγάλη  θέση,παλικάρι  μου, που  δε  μπορεί  να  την  αφήσει.
- Να  πας  εσύ  κοντά  του,γιαγιά.
- Αχ! παλικάρι  μου, έχω  κι  εγώ  ανθρώπους,που  δε  μπορώ  να  τους  αφήσω,ζουν  από  μένα.  Έχω  και  τα  ζωντανά  μου, τι  να  κάνουν  τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου