Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα 
-Θέλεις  βυσινάδα?Είναι από τη βυσινιά του κήπου μου..Εγώ τη φτιάχνω.
-Θέλω,είπε η Ελίζ.Προχώρησε ο Στέφανος προς την κουζίνα η Ελίζα τον ακολούθησε.Ο Στέφανος πήρε από το ντουλάπι το μπουκάλι και ένα ποτήρι.Έβαλε δύο δάκτυλα βυσσινάδα και συμπλήρωσε με νερό.Πήρε  ένα κουταλάκι.
 -Θέλεις να είναι γλυκιά?
 -Δε θέλω να είναι πολύ γλυκιά. Έβαλε λίγη ζάχαρη στο κουταλάκι και το βύθισε στο ποτήρι, άρχισε να το ανακατεύει.
-Φαντάζομαι να σου αρέσει,είπε.Πήρε η Ελίζα το ποτήρι και την ήπιε μονορούφι.
-Πολύ νόστιμο ποτό,είπε η Ελίζα,ήταν ό,τι μου χρειαζόταν.,τόσο περπάτημα,το στόμα μου και ο λαιμός μου στέγνωσαν...Ωραίο! απίτι.
Κατέβηκαν στο υπόγειο.Η Ελίζα έμεινε έκθαμβη.Ένα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο μουσικά όργανα.
-Στέφανε! Όλα αυτά τα μουσικά όργανα είναι δικά σου;
-Δεν είναι δικά μου,Ελίζ.Όλα αυτά τα όργανα βρίσκονται εδώ για επισκευή.Οι κάτοχοι τους δεν ήρθαν να τα πάρουν.Ίσως έφυγαν για τον πόλεμο.
-Είναι όλα επισκευασμένα?
 -Σχεδόν όλα.
.-Αυτό το πιάνο είναι εντάξει?
 -Ναι,καλό είναι.
-Να καθίσω?είπε η Ελίζ.
-Κάθισε. είπε ο Στέφανος.Η Ελίζ άκούμπησε τα όμορφα δάκτυλα της πάνω,χάϊδεψε απαλά  τα πλήκτρα και άρχιζε να παίζει.
-Ωραία!Στέφανε,αν δε βρεις τις χορδές... μου διαθέτεις το πιάνο?
 -Πώς θα το μεταφέρουμε;
 -Άστο σε μένα .Θα ειδοποιήσω τον Κλάους κι αυτός θα νοιαστεί για τη μεταφορά.
-Εντάξει.Έλα όμως να ψάξουμε εδώ στα ντουλάπια και  μετά βλέπουμε.Πέρασε αρκετή ώρα.Τακτοποίησαν σχεδόν όλα τα ντουλάπια,όμως δε βρήκαν τίποτα.
Ξαφνικά ένας πολύ δυνατός θόρυβος που  ακούστηκε από μακριά,τους ξεκούφανε..Τρόμαξε η Ελίζα.
-Άκουσες,Στέφανε?
 -Ναι,κάπου βομβάρδίζουν,είπε ο Στέφανος.Μη φοβάσαι,είναι μακριά.είπε και άνοιξε ένα συρτάρι.
-Νάτες,είπε ο Στέφανος γεμάτος χαρά, Ελίζ,βρήκα τις χορδές.
-Ω!Στέφανε, σ'ευχαριστώ και σ'αγαπώ, είπε η Ελίζ, αγκαλιάζοντας τον.
- Έλα,Στέφανε,πάμε γρήγορα.
-Είναι αργά.,έλα να δεις.Πήρε από το χέρι ο Στέφανος την Ελίζ και πλησίασαν στο παράθυρο.
-Έχει νυχτώσει,είπε.Αύριο θα επισκευάσουμε  το πιάνο σου.
-Να πηγαίνω τότε...
-Ελίζ,Δεν σε αφίνω να φύγεις, Είναι επικίνδυνο.Απόψε,Ελίζ,θα μείνεις στο σπίτι μου.Θα σε φιλοξενήσω.Θα κοιμηθείς σε αυτό εδώ το κρεβάτι,όπου φιλοξενώ και τους φίλους μου.
-Έχεις πολλούς φίλους?
-Ναι,από το ορφανοτροφείο.Μεγαλώσαμε μαζί...οι περισσότεροι είναι  στρατιώτες.
-Έχεις νέα τους?
-Ναι, μου στέλνουν γράμματα κι εγώ τους εμψυχώνω με τα δικά μου.Ελπίζω να γυρίσουν όλοι γεροί.
-Ο πόλεμος είναι επικίνδυνο παιχνίδι.Είναι ένα πολύ κακό παιχνίδι.Έργο του διαβόλου.Εσύ δεν πήγες?
-Υπηρέτησα λίγο καιρό σε ένα γραφείο ασυρματιστών στον Πειραιά.Με απάλλαξαν  όμως... λόγω της αναπηρίας  που έχω στο πόδι
.-Πώς το έπαθες?
-Έτσι γεννήθηκα.
.-Καλέ μου,Στέφανε,τον αγκάλιασε πάλι η Ελίζα.Kαλά,όπως θέλεις.Απόψε θα σου κρατήσω συντροφιά και αύριο πρωϊ πρωϊ  πηγαίνουμε  να επισκευάσουμε το πιάνο.Έτσι; -Βεβαιότατα...χασμουριέσαι;
-Nαι,νυστάζω πολύ...τόση κούραση...νύσταξα.
-Θέλεις να τσιμπίσεις κάτι;'
-Ευχαριστώ! θέλω να κοιμηθώ.
-Ωραία!το κρεβάτι σου είναι αυτό εδώ.Εγώ πηγαίνω μέσα στο δικό μου.Αν θέλεις κάτι να με φωνάξεις. Καληνύχτα Ελίζα!
 -Καληνύχτα Στέφανε...........
-Στέφανε,ξύπνα,χτύπησε τη πόρτα του δωματίου του η Ελίζ.
-Ξύπνα Στέφανε,ξημέρωσε,φώναξε πιο δυνατά και άνοιξε την πόρτα.Πετάχτηκε από το κρεβάτι του ο Στέφανος και με γρήγορες κινήσεις έπιασε να ντυθεί.Πήγε στο μπάνιο έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του. Η Ελίζ ήταν έτοιμη και τον περίμενε να ετοιμαστεί
-Πάμε...Είμαι έτοιμος της είπε...Να πάρουμε και τις χορδές.
Έφθασαν στο bar.Tίποτε δε θύμιζε τη χθεσινή μέρα.
-Ω! δυστυχία μου,είπε η Ελίζα.Εδώ έγινε ο βομβαρδiσμός.
-Ο Κλάους εδώ έμενε;ρώτησε ο Στέφανος.
-Nαι,Στέφανε,σε ένα δωματιάκι στο βάθος.
Την ίδια στιγμή από το ερειπωμένο bar έβγαιναν δύο τραυματιοφορείς που κρατούσαν το φορείο πάνω στο οποίο κοίτονταν νεκρός ο Κλάους.Η Ελίζ πήγε κοντά του.
.-Ω!Κλάους,αγαπημένε Κλάους,έλεγε,κλαίγοντας και χάϊδευε το πρόσωπο του καθαρίζοντας τη σκόνη και τους σοβάδες,που είχαν καλύψει τα ρούχα του,το πρόσωπο του.
-Ω!τι δυστυχία,έλεγε,τι δυστυχία.
-Έλα Ελίζα μην κάνεις έτσι.Έλα πάμε,πάμε Ελίζα.
-Πού μάμε?
-Έλα Ελίζα πάμε στo σπίτι σου να πάρουμε τα πράγματα σου και...να εγκατασταθείς στο δικό μου σπίτι
.Έλα,αγάπη μου  πάμε.
 -Ω!Στέφανε,πόσο καλός είσαι.Σ'ευχαριστώ,σ'αγαπώ...το σπίτι μου είναι εδώ κοντά.Περπάτησαν λίγη ώρα.Σε μικρή απόσταση από το bar ήταν το σπίτι της Ελίζας.Ένα μικρό συμπαθητικό σπιτάκι με ένα δωμάτιο,μία μικρή κουζίνα και το μέρος.
-Ελίζ,πάρε όσα πράγματα θέλεις,είπε ο Στέφανος και πάμε.
Στέφανε,το σπίτι δεν είναι δικό μου και τίποτε από όλα αυτά τα πράγματα δεν είναι δικά μου.Νοίκιασα το σπίτι με τα έπιπλα.Τα δικά μου πράγματα είναι τα φορέματα μου,τα εσώρουχα μου,τα παπούτσια μου,τα καπέλλα μου και τα καλυντικά μου.
-Ωραία!τοποθέτησε τα στις βαλίτσες και φεύγουμε.
-Πήρε τα πράγματα της και τα έβαλε γρήγορα στις βαλίτσες.
 -Πρόσεχε,,Στέφανε, μη μου τα τσαλακώσεις.
-Ελίζ, μη φοβάσαι,τα σιδερώνουμε στο σπίτι.
- Ελίζ, έχεις τηλέφωνο?
- Τηλέφωνο δεν έχω,Στέφανε,δίπλα μένει ο κυρ Κώστας με το τρίκυκλο του.
-Ελίζ,όσο εγώ θα  τακτοποιώ τα πράγματα σου,πήγαινε να τον ειδοποιήσεις.
Φόρτωσαν τα λιγοστά πράγματα της Ελίζ στο τρίκυκλο του κυρ Κώστα,κάθισαν και οι δύο δίπλα του,στην καρότσα και ξεκίνησαν.Έφτασαν στο σπίτι του Στέφανου.Κατέβηκαν,πήραν και τα πράγματα,πλήρωσαν τον κυρ Κώστα
-Ωραίο το σπίτι του αρραβωνιαστικού σου της είπε.
-Σ'ευχαριστώ,κυρ Κώστα μου.
-Σε λίγο θα γίνει γυναίκα μου,είπε ο Στέφανος.
-Ω!Στέφανε,πόσο ευτυχισμένη με κάνεις,είπε η Ελίζα,γέρνοντας στον ώμο του.
-Καλή τύχη,κορίτσι μου,της είπε ο κυρ Κώστας.
-Σ' έυχαριστώ,κυρ Κώστα μου.
-Πέρασε,Ελίζ,είπε ο Στέφανος.
-Στέφανε μου,θέλω ένα δωμάτιο με μεγάλη ντουλάπα για να χωρέσουν όλα τα πράγματα μου.
-Ό,τι θέλει το κορίτσι μου.Ανέβηκαν τη ξύλινη σκάλα και...έλα να δεις της λέει.Είναι το ωραιότερο δωμάτιο στο σπίτι αυτό.Άνοιξε τη πόρτα και είπε στην Ελίζ να περάσει.Η Ελίζ πέρασε στο δωμάτιο. Το παρατηρούσε με θαυμασμό.Δεξιά βρισκόταν ένα κρεβάτι σιδερένιο με ένα στρώμα παχύ και αναπαυτικό,στρωμένο με μεταξωτά,δαντελένια,σκεπάσματα.Δύο μαξιλάρια  μεγάλα όλο φρουφρού και δαντέλες,ήταν έτοιμα να δεχτούν το όμορφο κεφάλι της Ελίζ.Μπροστά στο παράθυρο, που έβλεπε σε ένα μικρό ήσυχο δρόμο,υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι με ένα ολόλευκο,δαντελένιο,τραπεζομάνδηλο  και πάνω του ένα μικρότερο δαντελένιο σε ροζ χρώμα.Το τραπέζι αυτό το στόλιζε και μία πιατέλα γεμάτη φρούτα,χειμωνιάτικα.Γεμάτη εσπεριδοειδή,μήλα,πορτοκάλια,μανταρίνια,από τον όμορφο κήπο του Στέφανου.
-Ω! Στέφανε, με τρελλαίνεις.Τι ομορφιά είναι αυτή. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου