Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012
To Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.Συνέχεια. Μετά το τέλος του β'Παγκοσμίου πολέμου η τύχη όρισε,ο Δημήτρης και η Άννα να διανύουν την μετεφηβική ηλικία τους και να ταξιδεύουν για σπουδές στην Γερμανία,η οποία είχε γίνει μία ισχυρή δημοκρατία στην κεντρική ευρώπη και η οργάνωση της ήταν δημοκρατική.Ήταν η δημοκρατία της Γερμανίας. Ήταν από την μία μεριά ομοσπονδιακή δημοκρατία,η οποία είχε αποκεντρωθεί από την κοινοβουλευτική επιτροπή της δυτικής Γερμανίας που είχε εγκριθεί από τις δυτικές δυνάμεις.Και από την άλλη Λαϊκή δημοκρατία στη ρωσική ζώνη,την οποία ήλεγχε η Σοβιετική ένωση.Αυτά τα χρόνια τα μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο,ο σκοπός που εξυπηρετούσε ήταν η επιβίωση της σαν έθνος,χωρίς εθνική κυριαρχία.Ο σκοπός της ήταν να γίνει ενδιάμεσο κράτος μεταξύ των δύο παγκοσμίων δυνάμεων Αμερικής και Ασίας.Να γίνει μια μορφή ενοποίησης έτσι ώστε να αποτελέσει την γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Πρωϊνές ώρες έφτασε το τραίνο στο Μόναχο.Οι ίδιες ανθρώπινες συγκινητικές στιγμές και σ'αυτόν τον σταθμό,στην καρδιά της ευρώπης. Ο Δημήτρης και η Άννα αποχαιρέτησαν το ηλικιωμένο ζευγάρι,καθώς και τα παιδιά που γνώρισαν στην διάρκεια του ταξιδιού.Πήραν τις βαλίτσες τους και κατέβηκαν στον σταθμό.Ήταν πολύ πρωϊ και δεν είχε πολύ κίνηση,όταν έφτασαν στο Μόναχο.Ήταν Φθινόπωρο,όμως ο καιρός έμοιαζε χειμωνιάτικος.Η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα στην περιοχή και δεν έβλεπες ούτε και σε κοντινή απόσταση.Ο Δημήτρης άφησε για λίγο την Άννα,πήγε στον τηλεφωνικό θάλαμο για να τηλεφωνήσει στο σπίτι του κυρίου Ερρίκου Αριστείδους,που ήταν ο γιος της κυρά Ασημίνας.Στον τηλεφωνικό θάλαμο ο Δημήτρης βιαστικός ζήτησε, από τον μοναδικό άνθρωπο που περίμενε,αν μπορεί να περιμένει,γιατί θέλει να τηλεφωνήσει.Ο άνθρωπος είδε που κρατούσε την βαλίτσα του και του παραχώρησε την θέση του.- Δημήτρη πού είσαι;Τον έπιασε από το μπράτσο και αυτός τραβήχτηκε.Κοιτάζει προσεχτικά και βλέπει,πως ο άνθρωπος που κρατούσε αγκαζέ φορούσε ρεπούμπλικο δεν ήταν ο Δημήτρης.-Με συγχωρείτε κύριε,Verzeiben sie mir,του είπε η Άννα,τρομαγμένη,που κατά λάθος τον έπιασε από το μπράτσο.Ιch bin ihnen sehr verbunden Σας είμαι υποχρεωμένος,της είπε ο άγνωστος άνδρας.Ζεστάθηκε η καρδούλα της,τέτοια ζεστασιά δεν την περίμενε από τους αυστηρούς,όπως νόμιζε Γερμανούς.Τον έπιασε από το χέρι ένα κορίτσι που ήταν άγνωστο ,κι αυτός χάρηκε,αισθάνθηκε και υποχρεωμένος,που τον πέρασε για άλλον.Σας ευχαριστώ του είπε.Στάθηκε λίγο την παρατήρησε και την ρώτησε:-Woher commen sie? Από πού είστε;-Ιch komme von Griechenland.Έρχομαι από την Ελλάδα του απάντησε.-Geben sie mir δώστε μου, της είπε, και άπλωσε το χέρι του για να πάρει την βαλίτσα της.Τι ευγενικός λαός.Τι ευγενικοί άνθρωποι,είπε Ελληνικά η Άννα.
Eκείνη την στιγμή επέστρεψε ο Δημήτρης από τον τηλεφωνικό θάλαμο.-Άννα,πού είσαι την ρωτάει. -Εδώ είμαι,έκανα λάθος και σε πέρασα για τον κύριο από δω.-Wer sind sie? Ποιός είστε; είπε ο Δημήτρης.-Wie heissen sie? Πώς λέγεστε;-Ich bin herr Friedrich.Είμαι ο Φρίντριχ.Έδωσαν φιλικά τα χέρια,ενώ συγχρόνως ο Γερμανός κύριος έβγαζε το καπέλλο του σε ένδειξη ευγένειας προς τον νεαρό κύριο Έλληνα.-Ποιό είναι το όνομα σας? Είμαι ο Δημήτρης και απο εδώ είναι η Άννα.Είμαστε σπουδαστές. Τι ομίχλη,Θεέ μου,είπε η Άννα.-Wasfur eine schone landschaft.Τι ωραίο τοπίο,-Alles ist wunderbar.Όλα είναι θαυμάσια,είπε ο Δημήτρης και κοιτάζοντας γύρω του,είπε,ich sattige mich nicht die Schonheit un msm ich zu seben.Δεν χορταίνω να βλέπω την ομορφιά γύρω μου.Η Άννα γύρισε κοίταξε χαμογελαστή τον κύριο.Καλημέρα κύριε και σας ευχαριστώ.-Καλημέρα,χάρηκα πολύ είπε ο Φρίντριχ και έφυγε.Πήραν τις αποσκευές τους τα παιδιά,τα νεαρά Ελληνόπουλα,η Άννα και ο Δημήτρης και προχώρησαν.-Δημήτρη,πού πάμε τώρα,καλέ μου;-Mην ανησυχείς,αγάπη μου,ας προχωρήσουμε προς την στάση του λεωφορείου,κι έπειτα θα ρωτήσουμε για να βρούμε το σπίτι του κυρίου Ερρίκου Αριστείδους- Μα τι έπαθες,στάσου λίγο,γιατί χλώμιασες; Κρυώνεις?-Όχι! αλλά να σκέφθηκα ότι εσύ θα μείνεις τώρα στο σπίτι τους κι εγώ θα τρέχω για να βρω δωμάτιο σε ξενοδοχείο εκεί κοντά.-Όχι,κουτό,μη φοβάσαι.Θα σε αφήσω εγώ μόνη σου στο ξενοδοχείο?Όλα θα τακτοποιηθούν με την δύναμη του Θεού.Ας προχωρήσουμε τώρα μην καθυστερούμε,γιατί μας περιμένουν.Έφθασαν στο σπίτι του Ερρίκου,αφού κουράστικαν πολύ για να το βρουν.Ρώτησαν στον σταθμό πώς θα μπορούσαν να πάνε στην οδό που θέλουν.Τους υπέδειξαν,ότι σε μικρή απόσταση από εκεί ήταν η στάση του λεωφορείου.Περπάτησαν με τα πόδια,κρατώντας και τις βαλίτσες τους,είχαν γίνει λιώμα από την κούραση.Περίμεναν-περίμεναν μα κανένα λεωφορείο δεν ερχόταν.-Δημήτρη μου,πάγωσα δεν αντέχω άλλο.Τι θα γίνει? Πόση ώρα θα περιμένουμε ακόμη?-Έλα κορίτσι μου, κάνε λίγη υπομονή ακόμη,σε παρακαλώ.θα φανεί το λεωφορείο κάποια στιγμή,δεν μπορεί να μην έρθει.Κάτι θα γίνει δεν μπορεί να μείνουμε εδώ.Ich mochte ein taxi.Θέλω ένα ταξί-Θέλω ένα ταξί,άρχισε να μουρμουρίζει με παράπονο η Άννα.Και ως εκ θαύματος,μετά από ένα δεκάλεπτο,να! ένα ταξί, που φάνηκε να έρχεται.-Ταxι-taxi,φώναξε ο Δημήτρης και ύψωσε το χέρι του για να τον προσέξει ο οδηγός.-Sprechen sie deutsch? Μιλάτε Γερμανικά; ρώτησε ο ταξιτζής.-Guten Morgen,mein herr.Καλημέρα κύριε,είπε ο Δημήτρης.-Nehmen sie mein Gepack.Πάρτε τις αποσκευές μου.Πήρε ο οδηγός τα πράγματα τους και τα έβαλε στο πορτ μπαγκάζ,ανοίγοντας το αυτοκίνητο από το μροστινό μέρος,εκεί όπου στα συνηθισμένα αυτοκίνητα είναι η μηχανή τους.Η Άννα έμεινε έκπληκτη.-Δημήτρη,είδες,τις αποσκευές τις τοποθέτησε μπροστά.-Ναι!κορίτσι μου,αυτά τα αυτοκίνητα έχουν την μηχανή τους πίσω.Ενθουσιάστηκε η Άννα για τα όσα καινούργια έβλεπε και μάθαινε.Μπήκε στο ταξί και βυθίστηκε στην ζεστασιά του πίσω καθίσματος.Ο Δημήτρης κάθισε δίπλα στον οδηγό. -Wohercommen sie?Από πού έρχεστε; ρώτησε ο οδηγός.Είμαστε από την Ελλάδα,απάντησαν και τα δύο νεαρά παιδιά, με μια φωνή.Ο Δημήτρης γύρισε κοίταξε την Άννα και χαμογέλασαν πολύ ευτυχισμένοι.-Kennen sie Herr Aristidus.Γνωρίζετε τον κύριο Αριστείδους,ρώτησε ο Δημήτρης.-Welche ist die adresse th res freundes? Ποιά είναι η διεύθυνση του φίλου σας; ρώτησε ο οδηγός. Ο Δημήτρης έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακκακιού του ένα φάκελλο και από εκεί μέσα μία κάρτα που την έδωσε στον ταξιτζή.Αυτός έρριξε μια ματιά και την ξαναέδωσε στον Δημήτρη.Σε μία ώρα σχεδόν έφθασαν κοντά στο κέντρο της πόλεως.Το ταξί σταμάτησε έξω από το νούμερο που έγραφε η κάρτα.Ήταν ένα επιβλητικό κτήριο,που η πρόσοψη του είχε όλο παράθυρα,δεν είχε κανένα μπαλκόνι και δεν ξεχώριζες αν ήταν γραφεία ή σπίτια.Κατέβασαν τα πράγματα τους από το ταξί,τα πήραν στα χέρια και προχώρησαν προς την είσοδο,όπου και συναντήθηκαν με τον θυρωρό του κτηρίου.-Verzeihung.Συγγνώμη,είπε ο Δημήτρης.-Wohut Herr Aristidus hier? Εδώ κατοικεί ο κύριος Αριστείδους;-ja,mein Herr,klopfen sie an die teer.Nαι,κύριε χτυπήστε την πόρτα.-Er ist herein.Eίναι μέσα,είπε ο θυρωρός.Ο Δημήτρης χτύπησε την πόρτα .Άνοιξε ένας μαύρος κύριος με ένα ολοστρόγγυλο πρόσωπο και με ένα τόσοοοο μεγάλο χαμόγελο στο στόμα του,που το στόλιζαν τα κάτασπρα δόντια του.Η Άννα ξαφνιάστηκε και κρύφτηκε πίσω από τον Δημήτρη.Ο Δημήτρης αν και δεν ήταν προετοιμασμένος γι αυτή την συνάντηση δεν έχασε την ψυχραιμία του.-Er ist herein,είπε ο Δημήτρης χαμογελώντας.- Kommen sie herein bitte .Ελάτε μέσα,παρακαλώ,είπε ο μαύρος κύριος και τους οδήγησε ανεβαίνοντας μερικά σκαλοπάτια στον δεύτερο όροφο του κτηρίου.Προχωρούσαν μέσα από διαδρόμους κι έφτασαν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί βρισκόταν η σαλοτραπεζαρία και το καθιστικό.Ο μαύρος υπηρέτης άνοιξε την πόρτα για να περάσουν. Εκεί μέσα στην σαλοτραπεζαρία,γύρω από ένα καλοστρωμένο τραπέζι με ένα ολόλευκο τραπεζομάνδηλο και απλά όμορφα σερβίτσια,έπαιρναν το πρωϊνό τους ο κύριος Ερρίκος,η γυναίκα του Helga,η κόρη του Σημέτα και ένας νεαρός κύριος.-Mein Heer Erricos,Anna und Dimitris,είπε ο άραψ υπηρέτης.Ο Ερρίκος σηκώθηκε όρθιος.Καλώς τους-καλώς τους,καλώς ήλθατε. Καθήστε-καθήστε,σας περιμέναμε με ανυπομονησία Ελάτε να πάρουμε μαζί πρωϊνό.Τα παιδιά,πήραν την θέση τους γύρω από το τραπέζι.Τι νέα από την πατρίδα?ρώτησε ο Ερρίκος.Μία μαύρη παχουλή,οικιακή βοηθός έπαιρνε τα άδεια σερβίτσια και έφερνε άλλα καθαρά.-Mireinen guten fruhstruck begint der tag gut.Με ένα καλό πρόγευμα η ημέρα αρχίζει καλά,είπε ο κύριος Ερρίκος.So,ich arbeite mit appetit his zuum mittag.Έτσι εργάζομαι με όρεξη μέχρι το μεσημέρι,είπε κοιτάζοντας την γυναίκα του και την κόρη του,που χαμογέλασαν στον Ερρίκο ,λέγοντας του ja-ja. -Νιna,bitte,ist das Fruhstuck fertig? Nίνα,παρακαλώ,είναι έτοιμο το πρόγευμα;Είπε στην χοντρουλή μαύρη οικιακή βοηθό,που στεκόταν δίπλα του και περίμενε την προσταγή του.-Bestimmt.Βεβαίως,είπε η Νίνα. -Ist der tee fertig? Έγινε το τσάϊ; ρώτησε ο Ερρίκος.-Βλέπω δεν ξεφύγατε από τις παλιές σας συνήθειες και αυτό είναι πολύ ευχάριστο,είπε ο Δημήτρης.Ω!βέβαια.είπε ο Ερρίκος.προτιμώ πάντα το τσάϊ μόνο που δεν πίνω του βουνού,συνήθως πίνω το ευρωπαϊκό.Μη νομίζεις,η μάνα μου,όποτε βρει ευκαιρία μου στέλνει από το χωριό.Μόλις πληροφορηθεί πως κάποιος συγγενής ή κάποιος χωριανός ετοιμάζεται να έλθει προς τα εδώ,πάντοτε του δίνει ένα μεγάλο πακέτο με τσάϊ του βουνού να μου το φέρει.Απορώ,πώς δεν το έκανε και με σένα τώρα.-Τώρα έγινε κι αυτό δυσεύρετο.Γίνεται μεγάλη κατανάλωση στην πρωτεύουσα και ίσως να μην βρήκε αυτήν την φορά.Ίσως δεν είναι και η εποχή του.Σε ένα ή δύο μήνες θα βγεί το καινούργιο,κατά τον Χειμώνα.
Α! Έτσι,ναι,είπε ο Ερρίκος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου