Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012
To Kυριακάτικο Μυθιστόρημα.Τι να πρωτοθυμηθώ και να μην κλάψω,παιδιά μου.Ο Τόλιος ήταν ένας από τους έμπιστους συντρόφους μου.Ήτανε ένα κοντούλικο αντράκι,ένα αδύνατο παληκάρι, μα η καρδούλα του το έλεγε,είχε γενναία ψυχή.Σαν τον Μανούλη τον κρητικό,το ίδιο κι αυτός,ότι είχε και δεν είχε μαζί μας το μοιραζότανε.Ήτανε πηλιορίτης.Είχε αφήσει στην πατρίδα του ολόκληρη φαμελιά,γυναίκα,παιδί,μάνα και άλλα έξη αδέλφια.Ήξερε καλά την ζωή,την είχε δοκιμάσει με την χούφτα και δεν ζούσε με όνειρα.Πατούσε σταθερά τα πόδια του στην γη.Είχε ορφανέψει από πολύ μικρός,από τα δώδεκα χρόνια του και είχε μπει στην βιοπάλη από τόσο μικρός,για να θρέψει την πολυμελή οικογένεια του,όπως και τόσα άλλα παιδιά της ηλικίας του.Από δώδεκα χρονών ανέλαβε στους αδύν ατους ώμους του την φαμελιά του.Βοήθησε την μητέρα του να τα μεγαλώσει.Ίσως γι αυτό να είχε μείνει μικρόσωμος και αδύνατος.Δεν ξεγιελιότανε όμως με τίποτα και ήξερε πως ο πόλεμος δεν είναι παίξε-γέλασε,δεν είναι παιχνίδι.Πολλές φορές μου είχε μιλήσει για τον πατέρα του,που τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε πολύ.Ήτανε,μου έλεγε,καπετάνιος από την Καλλίπολη της Μικρασίας.Ταξίδευε από την Πόλη,περνούσε από τα Δαρδανέλλια και πήγαινε στην Σμύρνη φορτωμένο το καράβι του με παντός είδους εμπορεύματα,από καπνό μέχρι σαπούνια και από αρώματα μέχρι πολυτελή υφάσματα για τις αρχόντισες.Είχε δυο μέτρα μπόϊ.Σε ένα μπάρκο του,καθώς περνούσε το καράβι του κοντά στον μυχό του Άη Γιαννη,έπιασε θαλασσοταραχή και το καράβι του,ευτυχώς ήταν άδειο από πραμάτιες,τσακίστηκε στα βράχια.Ευτυχώς σώθηκε όλο το πλήρωμα,με ελάχιστους τραυματίες.Βγήκαν στην στεριά και με την βοήθεια των ντόπιων κατάφεραν να επιβιώσουν φιλοξενούμενοι στα σπίτια των εμπόρων που προμήθευαν.Παρέμειναν εκεί χωρίς ενδύματα,χωρίς χρήματα,με τις λιγοστές πραμάτιες τους να επιπλέουν στην ταραγμένη θάλασσα και προ παντός χωρίς καράβι.Η μόνη τους έννοια,η μόνη τους φροντίδα ήταν να πάρουν την αποζημίωση,τα χρήματα από την εταιρεία,που το καράβι είχε ασφαλιστεί,να επισκευαστεί,να εφοδιαστεί με εμπορεύματα και να ξεκινήσει και πάλι τα ταξίδια του στα πελάγη.Εκεί γνώρισε την κοπέλλα που αργότερα έγινε γυναίκα του και μάνα των επτά παιδιών του.Του Τόλιου και των αδελφιών του.Η μάνα του έλεγε ήταν μια δεκατετράχρονη κοπελούδα,κοντούλα,μελαχρινούλα και καλή νοικοκυρούλα.Μια μέρα που περνούσε από το σπίτι της απέξω,την είδε να ασπρίζει, να σκουπίζει την αυλή και να φροντίζει τα λουλούδια.Την αγάπησε,την έκλεισε στην καρδιά του και μια μέρα απεφάσισε να την ζητήσει από τον μπαμπά της,που είχε άλλα τρία κορίτσια μεγαλύτερης ηλικίας.Είναι μικρή ακόμη η Ευαγγελία μου,του είπε,αν θες πάρε μια από τις μεγαλύτερες.Για εμπόρευμα έχετε τις κόρες σας;είπε ο συνάδελφος του,που είχε πάρει μαζί του ο καπετάνιος για συμπαράσταση στην πρώτη του αυτή συνάντηση με τον πατέρα της κοπέλλας.Γνωρίζω την μικρή σας κόρη και αυτήν θέλω για γυναίκα μου,είπε ο καπετάνιος. Την αγαπώ αληθινά και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.Ο πατέρας της,αγύριστο κεφάλι,επέμενε να διαλλέξει ο καπετάνιος μία από τις μεγαλύτερες κόρες του. Ώσπου ανάγκασε, με το ανένδοτο της συμπεριφοράς του,τον καπετάνιο,να παρανομήσει.Του άρεσε πολύ η μικρή και την έκλεψε.Επτά παιδιά της έκανε μα δεν πρόλαβε να τα μεγαλώσει και να τα χαρεί.Σε ένα μπάρκο του,εκεί κοντά στον Κάβο Μαλιά,μια μέρα που η θάλασσα λυσομανούσε, τα κύματα πελώρια σκέπασαν το καράβι,που τσακίστηκε στα βράχια,φορτωμένο εμπορεύματα.Κανείς δεν σώθηκε παρά μόνο ο μικρός του αδελφός,με πολλά τραύματα,από τον οποίον έμαθαν τα συμβαίνοντα.Αυτά μου έλεγε ο φίλος μου ο Τόλιος,έτσι σαν παραμύθι την ώρα της ανάπαυλας.Τα είχε κι αυτός ακούσει από την μάνα του,που διηγούνταν στα παιδιά της,όταν μεγάλα πια,ρωτούσαν για τον πατέρα τους και τους εξιστορούσε τα καθέκαστα.-Για πες μας,κυρ Κωνσταντή,εκείνο το περιστατικό με τον φίλο σου τον Τόλιο,που μας κάνει να γελάμε.-Ε!α ναι! Ο Τόλιος,που λέτε,όταν φτάσαμε στο χειρουργείο και εναπωθέσαμε κάτω τον σύντροφο μας, ο Τόλιος άρχισε να φωνάζει ωχ! από δω ωχ!από κει.Ο γιατρός μας ρώτησε μήπως έχει τραυματιστεί και κάποιος άλλος από τα θραύσματα του όλμου,που η ωστική του δύναμη σκότωσε τον φίλο μας,μήπως τραυμάτισε και κανέναν άλλον σπό μας.Ο Τόλιος,λοιπόν,μη αντέχοντας άλλο και κατεχόμενος από άγχος και νοσταλγία για τους δικούς του,πετάχτηκε μπροστά και είπε,"εγώ,πονάω εδώ"και έδειξε τα πλευρά του.Ο γιατρός του είπε να πλησιάσει και να βγάλει και την φανέλλα του.Ο φίλος μου από την χαρά του,άρχισε να ξεντύνεται με ζωντάνια,νευρικά.Ο γιατρός κοίταξε τον φίλο μου περίεργα,πλησίασε,τον εξέτασε προσεχτικά.Η ανησυχία που έδειξε,ο φόβος που ένιωσε,υποχώρησε και ο γιατρός είπε θυμωμένος στον φίλο μου " έλα,άστα αυτά τα κόλπα,δεν έχεις τίποτε,ντύσου".
"Εν τη αγαθοσύνη του",μεταχειρίστηκε αυτό το ψέμα.Ο Φίλος μου ο Τόλιος ήταν καλός άνθρωπος.Η ανάγκη και οι περιστάσεις τον ανάγκασαν να μεταχειριστεί αυτό το τέχνασμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου