Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012
To Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.Συνέχεια.Όταν τελείωσε το μουσικό κομμάτι που έπαιζε στο πιάνο σηκώθηκε,πλησίασε το αγόρι άπλωσε το χεράκι της και πήρε το δικό του.Έλα πέρασε μέσα,του είπε,είσαι ο Δημητρός.Σε περιμέναμε.Πες μου σου αρέσει η μουσική;O Δημητρός ντροπαλά έσφιξε το χεράκι του κοριτσιού που τον οδηγούσε προς το εσωτερικό του δωματίου.Η καρδούλα του φτερούγισε.Τούτο το άγγιγμα ήτανε σιγουριά,ήταν σαν το άγγιγμα της μάνας,γεμάτο τρυφερότητα και στοργή,ήταν σαν το ζεστό αδελφικό άγγιγμα.Όχι τούτο το άγγιγμα ήτανε το άγγιγμα του αγγέλου,μιας αγγελικής ψυχής.Περιεργάστηκε το δωμάτιο.Από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι ήτανε γεμάτο βιβλία ,τοποθετημένα καλαίσθητα πάνω σε μεγάλα ράφια.Σε μια γωνιά του δωματίου,μπροστά από το παράθυρο,που στόλιζε μια βελούδινη κουρτίνα,ήτανε το γραφείο.Πάνω του βρισκότανε ανοιχτό ένα βιβλίο και παραδίπλα ένα ζευγάρι γυαλιά.Το πιάνο είναι της μαμάς,είπε το κοριτσάκι.Έπαιζε,όταν ήταν μικρή,όπως εγώ τώρα.Το βιβλίο και το γραφείο είναι του θείου,του αδελφού της μαμάς,που σπουδάζει δικηγόρος.Εγώ είμαι η Αννούλα και έχω ένα μικρότερο αδελφό τον Γιωργάκη.Άφησε το χέρι του,έπιασε με τα δυο χεράκια του τις άκρες από το φορεματάκι της ,δίπλωσε πίσω το ποδαράκι της,έσκυψε λίγο το κεφαλάκι στο πλάϊ κι έκανε μια υπόκλιση μπροστά του.Ο Δημήτρης γέλασε,απόμεινε να την κοιτάζει τρυφερά,στο χέρι του κρατούσε ακόμη τη βαλίτσα του
Κυρία Καλλιόπη-κυρία Καλλιόπη.Ελάτε να δείξετε στον Δημήτρη το δωμάτιο του,όπως είπε η μαμά προτού φύγει. -Έλα,παιδί μου,ακολούθησε με.Προχώρησαν σε ένα διάδρομο που βρισκόταν αριστερά από το καθιστικό,απέναντι από την κουζίνα.Ήταν ένα δωμάτιο όχι πολύ μεγάλο,αλλά αρκετά ευρύχωρο και όμορφα τακτοποιημένο.Ένα ντιβάνι,μια ντουλάπα για τα ρούχα και ένα τραπέζι τετράγωνο αρκετά μεγάλο.Ευχαρίστησε την κυρία μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.Ανοιξε την βαλίτσα του και άρχισε να τακτοποιεί τα λιγοστά ρουχαλάκια του στην ντουλάπα.Άφησε πάνω στο τραπέζι το σημείωμα που κρατούσε από το χωριό.Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε στο κρεβάτι.Ήτανε πολύ κουρασμένος και ο ύπνος ήρθε γρήγορα να σφαλίσει τα βλέφαρα του.ο φόβος και η αγωνία είχαν μερικώς περιοριστεί,κοιμόταν ήσυχα.Ο Δημήτρης ξύπνησε από το επίμονο χτύπημα της πόρτας. Ήταν η Αννούλα που χτυπούσε την πόρτα. Με έκανες και τρόμαξα είπε.Κτυπάω πολύ ώρα την πόρτα.Ήρθε η μαμά και θέλει να σε γνωρίσει.Το βραδυνό φαγητό είναι έτοιμο.
Ο καιρός περνούσε. Στο χωριό ο Κωνσταντής συνέχιζε να είναι κατάκοιτος,η κυρά του έτρεχε στις αγροτικές δουλειές για να εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό,οι μικρές κόρες πήγαιναν στο σχολείο και ο Δημητρός στην ξενητειά,όπως έλεγε η μάνα του,που δεν είχε ξεμακρύνει ποτέ από τον τόπο της.Στην ξενητειά στείλαμε το παιδί μας.Το στερούμαστε εμείς τώρα,μα αυτό θα μορφωθεί, θα γυρίσει περίτρανο και θα το καμαρώνουμε όλοι.Έτσι έλεγε και ξαναέλεγε σε όσους την ρωτούσαν τι κάνει ο Δημητρός.
Δημήτρη τελείωσες το διάβασμα σου;Έλα να ακούσεις το κομμάτι που θα παίξω αύριο στην συναυλία.Είναι το Φυρ Ελίζ του Μπετόβεν.Θέλω να είσαι ο πρώτος,που θα το ακούσεις.Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σου.Θέλω να μου πεις πόσο καλά παίζω.Έλα σου λέω.Παράτησε λίγο το διάβασμα σου και έλα λιγάκι,θα ξεκουραστείς κιόλας.Ώρες σε βλέπω που δεν έχεις σηκώσει κεφάλι από το βιβλίο σου,ώρες σε βλέπω να ανοιγοκλείνεις το στόμα σου και δεν ήθελα να ταράξω την ησυχία σου.Σε κοιτούσα που διάβαζες και ήταν σαν να ήθελες να ρουφήξεις σαν σφουγγάρι τις γνώσεις, που σου δίνει το βιβλίο.Ήταν σαν να ήθελες να δοθείς ολόκληρος στην μάθηση,να μάθεις,να μάθεις.Έλα σε παρακαλώ,Δημήτρη θα σε ξεκουράσει η μουσική.Το μουσικό κομμάτι,που θα παίξω θα είναι μόνο για σένα.Έλα σε παρακαλώ να με ακούσεις θα παίξω μόνο για σένα.Ο Δημήτρης που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν αφοσιωμένος στο διάβασμα του,με τα λόγια της Αννούλας άφησε το βιβλίο και γελώντας σηκώθηκε,έκανε μια υπόκλιση στο δήθεν κοινό και είπε:Κυρίες και κύριοι,με χαρα μου σας παρουσιάζω απόψε την ομορφότερη πιανίστα του κόσμου.Χειροκροτήστε την.Η Αννούλα σηκώθηκε από το κάθισμα της έκανε μια υπόκλιση στο δήθεν κοινό και είπε πως απόψε παίζει μόνο για τον Δημήτρη.Γύρισε τον κοίταξε γλυκά και αυθόρμητα έτσι,όπως ξεκίνησαν αυτό το παιχνίδι,αυθόρμητα,έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.Ήταν ένα αγνό,τρυφερό αγκάλιασμα δύο εφήβων που αγαπιόντουσαν από καιρό.Από τότε που άρχισαν να νοιώθουν τον κόσμο.Να μην ξεχνάμε πως το κοριτσάκι ήταν μόλις επτά χρόνων,όταν πρωτοσυναντήθηκαν και ο Δημητρός ήταν δώδεκα.Τώρα η Αννούλα ήταν κιόλας στα δεκατέσσερα και ο νέος στα δεκαενιά του χρόνια.Επόμενο ήταν η παιδική αγάπη να μετατραπεί σε εφηβική,που εξέθρεψε με ευκολία η συγκατοίκηση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου