Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012
Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα. Συνέχεια.Το αυτοκίνητο έφτασε στον προορισμό του,στο τέρμα του,όταν είχε πια νυχτώσει.Ένας ένας οι επιβάτες άρχιζαν να κατεβαίνουν με τάξη. Πήρε και ο Δημητρός το βαλιτσάκι του,μπήκε στην σειρά ανάμεσα στους άλλους επιβάτες και να τος! τώρα μέσα στο πλήθος που περιμένει στον σταθμό να στέκεται μοναχός του,με τα μάτια του περίεργα ανοιχτά,γεμάτα απορία και έκπληξη να κοιτάζει πέρα δώθε το ανθρώπινο πλήθος.Αγκαλιές,φιλιά,καλωσορίσματα,γέλια,κλάματα,φωνές,από τους συγγενείς που περίμεναν ή που έφευγαν.Το Δημητράκη δεν το περίμενε κανένας.Στεκόταν ακίνητος εκεί ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που ήταν ξένοι γιαυτόν.Ενοιωθε πολύ μοναξιά.Τα μάτια του για μια στιγμή βούρκωσαν.Μανούλα μου,ψιθύρισε,πού είσαι; Mα την άλλη στιγμή ίσιωσε τους ώμους του,συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και ψιθύρισε.Είμαι τώρα Άντρας! Κάπου εδώ έχω την διεύθυνση.Ακούμπησε το βαλιτσάκι του κάτω,´αρχισε να ψάχνει τις τσέπες του με σπασμωδικές κινήσεις,βιαστικές και τρομαγμένες μήπως η διεύθυνση είχε παραπέσει κάπου.Ξεδίπλωσε το χαρτί που βρήκε σε μια από τις τσέπες του,το άνοιξε,διάβασε την διεύθυνση,πήρε πάλι το βαλιτσάκι του και προχώρησε.Το σπίτι δεν είναι πολύ μακρυά από τον σταθμό,έτσι του είπαν από το χωριό.Δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει κανένα άλλο μεταφορικό μέσο,τα ταξί εκείνη την εποχή `ήταν λιγοστά στην πρωτεύουσα,το τραμ ή το λεωφορείο δεν τον εξυπηρετούσαν. Έτσι ξεκίνησε περπατώντας για να βρει το σπίτι. Δεν κουράστηκε πολύ,όπως του είχαν πει θα συναντούσε εκεί κοντά στον σταθμό ένα περίπτερο,όπου και θα ρωτούσε.Βρήκε το περίπτερο εύκολα.- Καλησπέρα σας,είπε,και έδειξε το χαρτί με την διεύθυνση.Μπορείτε να μου πείτε,αν γνωρίζετε,πού είναι αυτός ο δρόμος;Έρχομαι πρώτη φορά στο μέρος αυτό.-Ευχαρίστως,παιδί μου,Η οδός,που θέλεις,είναι ο απέναντι δρόμος.Μόλις περάσεις απέναντι με προσοχή,θα προχωρήσεις ευθεία.Το πρώτο,δεύτερο,τρίτο,τέταρτο,πέμπτο σπίτι δεξιά,είναι το σπίτι,που θέλεις.Πηγαίνεις στην οικία του κυρίου Χαρή.Α! μάλιστα!είσαι το αγόρι που περιμένουν από την επαρχία.Χαίρω πολύ,μικρέ μου,που σε γνώρισα.Μην ανησυχείς,είναι πολύ καλοί άνθρωποι.Τα καλά λόγια που άκουσε καθησύχασαν τον Δημητρό.Τώρα προχωρούσε πιο ανάλαφρα.Το σφίξιμο που ένοιωθε στο στομάχι του,από το άγχος του για το άγνωστο μέρος που πήγαινε,πέρασε.
Το σπίτι ήταν πανύψηλο.Έτσι φάνηκε στο παιδάκι.Σήκωσε τα μάτια του και θάρρεψε πως η κορφή του άγγιζε στον ουρανό.Θυμήθηκε τα χαμηλά σπιτάκια του χωριού του,τις στέγες με τα κεραμύδια.Έτσι μια να έδινες,ένα πήδημα να έκανες,να πατούσες στην υδροροή, έφτανες στην κορυφή της στέγης. Τούτο το σπίτι ήταν αλλοιώτικο.Μεγάλες πόρτες.Μεγάλα παράθυρα,περίτεχνα σχέδια να περιζώνουν το κτήριο.Μπαλκόνια μικρά με κάγκελα σχεδιαστά,με πουλιά με ανοιγμένα φτερά και γεμάτα γλάστρες,γλάστρες με γεράνια κόκκινα, μαβιά, λιλά και ροζ. Βασιλικούς που μύριζαν ολογύρω.Στάθηκε στην είσοδο και ψήλωσε λιγάκι για να χτυπήσει το ρόπτρο,που ήτανε αντικρύ του,ένα χεράκι ντελικάτο με ένα δαχτυλίδι στο παράμεσο.Ακούμπησε το ζεστό του χεράκι,δειλά στο κρύο σίδερο και χτύπησε μία δύο φορές.Η πανύψηλη πόρτα που είχε στα μισά της σίδερα σαν της φυλακής κι από μέσα δύο κρυστάλλινα τζάμια,άνοιξε.Μια μεσόκοπη γυναίκα με κώτσο στα μαλλιά,ντυμένη με ένα καφέ φόρεμα και μια άσπρη ποδιά δεμένη στην μέση της,με χάρη.-Είμαι ο Δημήτρης,είπε,χαίρεται.-Έλα,παιδί μου,πέρασε μέσα,σε περιμένουμε.Σκούπισε τα ποδαράκια σου εκεί,και του έδειξε δεξιά της πόρτας,στο πλατύσκαλο,ένα σιδερένιο ποδόμακτρο σε σχήμα Πι.Έκανε,όπως είπε η κυρία και πέρασε μέσα στο σπίτι.Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της εισόδου.Δεξιά του σε κάθε σκαλοπατι μια γλάστρα με όμορφα φροντισμένα λουλούδια.Μπήκε στο χωλ.Η κυρία του είπε να καθίσει και κείνος μαγεμένος κάθισε σε ένα βελούδινο καναπέ,που βρισκόταν εκεί.Μαγεμένος;ναι! γιατί η μουσική που ακουγόταν και πλημμύριζε το σαλόνι ήταν θεσπέσια.Ανασηκώθηκε λίγο και πλησίασε στην ανοιχτή πόρτα που βρισκόταν δεξιά του και στάθηκε να κοιτάζει με θαυμασμό μέσα.Στο πιάνο καθόταν ένα ολόξανθο κοριτσάκι με μακριά πλούσια,μεταξένια μαλλιά. Φορούσε ένα γκοφρέ ρόζ φορεματάκι με άσπρες μαργαρίτες.Τα ποδαράκια του καλά καλά δεν έφταναν στο πάτωμα,μα τα χεράκια του ,ντελικάτα,χάϊδευαν απαλά τα πλήκτρα του πιάνου.Τα δάκτυλα του,μαγικές παγιέτες.Το νεόφερτο αγόρι είχε τεντώσει όλες τις αισθήσεις του περισσότερο την όραση και την ακοή του και άκουγε εκστασιασμένο,σιωπηλό.Το κοριτσάκι γύρισε το πρόσωπο του και τον αντίκρυσε μα δεν έδωσε σημασία,ήταν συνεπαρμένο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου