Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012
Το Διήγημα της Πέμπτης.Οι μέρες περνούσαν πολύ ωραία στον πλανήτη ΦΛΟΥ τον γνώριμο πλανήτη του Ινώθ.Η γιαγιά Νουϊζά με τις παμπάλαιες ιστορίες, τους είχε συναρπάσει.Αυτό το σπίτι,έλεγε,είναι το πρώτο σπίτι στον πλανήτη αυτόν.Οι πρόγονοι μας κατέβηκαν εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια,κατέβηκαν από ψηλά,από άλλους πλανήτες γεμάτους ερήμους,πάγους και στέπες,όπου δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για να επιζήσουν.Διάλλεξαν τον δρόμο της φυγής.Διέσχισαν υψηλά βουνά,κατέβηκαν κοιλάδες.Πώς γιαγιά,ρώτησε ο Θιγ,περπατώντας? Όχι μικρό μου,με ζώα.Με άλογα,με ελέφαντες,με καμήλες και με ό,τι άλλο μεταφορικό μέσον της εποχής εκείνης,υπήρχε.-Και με έλκυθρα,είπε ο Ινώθ,πώς αλλιώς θα μπορούσαν να διασχίσουν τους πάγους.Με παγοπέδιλα,είπε η Γαιή. Τι είναι τα έλκυθρα, είπε ο Θιγ.Το έλκυθρο,μικρό μου,είναι όχημα καταλληλο να κινείται στους πάγους.Μη με διακόπτης όμως αν θέλεις να ακούσεις αυτές τις ωραίες ιστορίες από την ζωή των προγόνων μας.Με αυτά,λοιπόν, τα μεταφορικά μέσα της εποχής έφτασαν σε διάφορους πλανήτες και εγκαταστάθηκαν κοντά στην θάλασσα,όπου η ζωή είναι πιο ωραία.Όταν έφτασαν στον δικό μας πλανήτη βρήκαν μόνο ένα καλύβι κοντά στην θάλασσα.Εδώ σε αυτό το μέρος που υψώνεται το σπίτι μου ήταν εκείνη την παλιά εποχή θάλασσα.Η ακτή έφτανε μέχρι εδώ.Κοντά στην θάλασσα υπήρχε το καλύβι του μοναδικού κάτοικου,που ήταν ο πρόγονος κάποιου μεγάλου και πολύ παράξενου δασκάλου,που ζούσε στο βουνό.Ήταν άνθρωπος και ζώο μαζί.Το κεφάλι του,η ομιλία του,ήταν ανθρώπινα.Από την μέση του όμως και προς τα πόδια ήταν ζώο με τέσσερα πόδια κι αυτά αλογίσια.Μάζευε τα παιδιά και τα μάθαινε γράμματα,αριθμητική,μουσική και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα.Άρχισε όμως μια πολεμική σύρραξη σε ένα διπλανό πλανήτη και τα παιδιά αναγκάστηκαν να ναυλώσουν ένα υδροπλάνο για να τους μεταφέρει στον πλανήτη αυτόν,όπου υπήρχε αρκετό χρυσάφι,που το φρουρούσε ένα τέρας της εποχής εκείνης.Στην εκστρατεία αυτή την τόσο επικίνδυνη και δύσκολη, χάθηκαν, πολλοί χάθηκαν και έτσι ο τόπος ερήμωσε από ανθρώπους και τα περισσότερα παιδιά που δίδασκε δεν επέστρεψαν. Γιατί,γιαγιά,δεν επέστρεψαν. Τα έφαγε,μικρέ μου, η θάλασσα,οι επιδημίες,ο ίδιος ο πόλεμος.Η θλίψη του παράξενου αυτού ανθρώπου ήταν μεγάλη,ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε στον πλανήτη αυτόν μια γυναίκα εξερευνητής,που έγινε η σύντροφος του.Από την σύζευξη τους γεννήθηκε ένα αγόρι,που ήταν καθόλα άνθρωπος.Μόνον που το ένα του πόδι ήταν αλογίσιο.Αυτό το άτομο ζούσε στο καλύβι αυτό,γέροντας πια,όταν οι πρόγονοι μου έφτασαν εδώ.Το καλύβι του ήταν λιθόκτιστο και δεν είχε μέσα εκεί τίποτε άλλο μόνο πλάκες από πηλό σκαλισμένες με καλάμι.Ονόματα,περιστατικά,χρονολογίες,πρόσωπα,πράγματα.Η ιστορία όλου του κόσμου σκαλισμένη πάνω στις λίθινες αυτές πλάκες.Δεξιά-Αριστερά μέχρι την κορυφή,πλήθινες πλάκες η μία πάνω στην άλλη, ανάμεσα τους ένας μικρός διάδρομος και στο βάθος μια μεγάλη πέτρινη πλάκα,που χρησίμευε για κρεβάτι.Μαγειρικά σκεύη δεν είχε. Δεν τα χρειαζόταν.Ψάρευε με ένα καλάμι,στο οποίο ήταν δεμένη μια μεγάλη λωρίδα από ένα άλλο καλάμι,που στην άκρη του έδενε μικρά οστρακοειδή που έβρισκε στην ακτή.Πεινασμένο το ψάρι έβλεπε την νοστιμιά και έπεφτε στην παγίδα.Με ένα άλλο καλάμι που η άκρη του ήταν αιχμηρή και πηλοπερασμένη για να μην καίγεται, τρυπούσε το ψάρι,το έψηνε στην φωτιά που άναβε πρόχειρα στην ακροθαλασσιά και χόρταινε την πείνα του.Έτρωγε τα μικρότερα ψάρια ωμά.Οι πρόγονοι μου,όταν ήρθαν βρήκαν αυτόν τον άνθρωπο σε μια τέτοια πολιτισμική κατάσταση.Η χαρά του ήταν απερίγραπτη,που αντίκρυσε ανθρώπους μετά από τόσα πολλά χρόνια.Δέχτηκε με ευχαρίστηση τα νέα αυτά πρόσωπα,που ταξίδεψαν μέχρι εκεί.Τα βοήθησε να κτίσουν ένα πλήνθινο καλύβι δίπλα στο λίθινο δικό του.Εξερευνητές ήταν γιαγιά οι πρόγονοι σου ή πειρατές? είπε ο Θιγ.Η γιαγιά κοίταξε αγριωπά τον μικρό λέγοντας του.-Εξερευνητές ήταν και όχι πειρατές.Δεν ήταν ληστές οι πρόγονοι μου.Εξερευνητές ήταν,επανέλαβε θυμωμένη.Τα στοιχεία της φύσεως,πολλά χρόνια αργότερα,άνεμοι,μαγνητικές έλξεις,πλημμυρίδες και αμπώτιδες...Ω πα η γιαγιά,είπε ο Ινώθ.Τι είπες εγγονέ μου? -Τίποτε,γιαγιά μου,συνέχισε την προιϊστορική ιστορία σου.-Τα νερά,που τραβήχτηκαν, φανέρωσαν μεγάλο μέρος της ξηράς.Έτσι το σπίτι δεν είναι πια παραθαλάσσιο.Βλέπετε πόση απόσταση έχει από την ακτή.Η μεγάλη δύναμη του Θεού έδωσε αυτή την χάρη στους προγόνους μου και σε μένα. Ινώθ,πάρε παληκάρι μου την γυναίκα σου και τον γιο σου και πηγαίνετε στον κήπο να κάνετε μια βόλτα.Θα δείτε τα θαυμαστά,που υπάρχουν εκεί.Ο μικρός Θιγ δεν ήθελε να κάνει αυτήν την βόλτα.Προτιμούσε να μείνει στο σπίτι με αυτήν την γιαγιά.Άρχισε να την συμπαθεί.Ο τρόπος που συμπεριφερόταν του άρεσε.Παιχνίδιζε μαζί της.Το ύφος της,ο τόνος της φωνής της,στοιχεία,που προσέδιδε η ηλικία της,άρεσαν στον Θαλερό-Θιγενό.Ήθελε να μείνει μαζί της.Ήθελε να ακούσει και άλλες ιστορίες.Θιγ θα έλθεις μαζί μας,είπε η Γεή. Η γιαγιά είναι κουρασμένη.Μία άλλη ημέρα θα μας διηγηθεί και άλλες ιστορίες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου