Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012
Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.Πώς περνούσαν οι ώρες,Παναγιά μου,και τι στιγμές μαρτυρικές.Κι ήταν εκείνες οι στιγμές του μαρτυρίου μοναδικές.Μοναδικοί κι εμείς που αντέχαμε σε τούτες τις ώρες του μακελειού. Εμείς οι νέοι άνθρωποι,οι Έλληνες στρατιώτες, που πολεμούσαμε για ένα ιδανικό. Εμείς κι από το αντίκρυ οι άλλοι,οι εχθροί,οι εχθροί της πατρίδας μας.Εκείνοι για μας κι εμείς για κείνους. Και ήταν και τούτοι νέοι και όμορφοι με οικογένεια και σπίτια στον τόπο τους,που είχαν αφήσει,όπως και μεις, για έναν σκοπό.Για έναν αγώνα άδικο και δίκαιο μαζί.Τι θες να πεις κυρ Κωνσταντή.Πως μπορεί να είναι δίκαιος ένας αγώνας,όπως τον εννοείς. Ένας πόλεμος θα έλεγα εγώ.Δεν λέγω πως ένας αγώνας,είναι δίκαιος αυτός καθ αυτός.Άδικος είναι ο πόλεμος,η ενέργεια όμως,η πράξη είναι δίκαια.Η προσπάθεια για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Νέοι είμαστε όλοι.Κι εμείς κι εκείνοι.Κι έλεγα πολλές φορές.Βρε παιδιά έτσι να! θάθελα να απλώναμε τις χούφτες και να τους πιάναμε,να κλείσουμε τα χέρια μας στα χέρια τους κι έτσι σφιχτά αγκαλιασμένοι ,μέσα στο βουβό κλάμα να πνίξουμε τον πόνο μας.Η ίδια λαχτάρα και ο ίδιος πόνος μας έσμιγαν ,όμως μας χώριζε το μίσος των άλλων.Των αρχηγών,των μεγάλων.Tι εννοείς κυρ Κωνσταντή,τι θέλεις να μας πεις. Θέλω να πω,παιδιά μου,πως δεν φταίει για τον πόλεμο ο απλός λαός, ούτε εμείς οι στρατευμένοι που πολεμούσαμε για να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας.Φταίνε τα αφεντικά κυρ Κωνσταντή; Όχι τα αφεντικά μα οι παρανοϊκοί σύμβουλοι τους, που δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο εξόν από την πολιτική.Ένας αρχαίος πρόγονος μας,δεν θυμάμαι το όνομα του,ήτανε σπουδαίος ρήτορας και συγγραφέας,είπε πως αν επιθυμείς να διακυβερνάς καλά,να εξουσιάζεις σωστά είναι ανάγκη να έχεις υγιείς συμβούλους για να μην σε περιπλέξουν σε πόλεμο με άλλα κράτη. Να τους αλλάξουν τους συμβούλους κυρ Κωνσταντή.Αυτό ακριβώς λέει και ο άξιος αυτός πρόγονος μας.
Μα να ο πόλεμος/δεν είναι πια μακρυά μας/και η κακόμοιρη γενιά μας/να τον αντιπεράσει δεν μπορεί.Αμάθητα τα χέρια μας στα όπλα/αμάθητες και οι πλάτες μας στα βάρη/και της καρδιάς τα φύλλα δεν αντέχουν/η δυστυχία πίσω μας να σιγοτραγουδάει.
Σε ένα κιτρινισμένο από τον χρόνο χαρτί ήταν αυτά τα λόγια γραμμένα.Ο Κωνσταντής με ευλάβεια περισσή το έβγαλε μέσα από ένα ευαγγέλιο παλιό,που έδωσε η μακαρίτισσα η μανούλα του για φυλακτό,φεύγοντας για τον πόλεμο.Ήτανε λόγια γραμμένα από ένα νέο συμπολεμιστή του,που βρέθηκαν στα είδη τα προσωπικά του,σαν τα ανέλαβε αυτός να τα στείλει στους δικούς του.Μα τούτο το χαρτάκι με το ποίημα το κράτησε για τον εαυτόν του.Του έκανε βαθειά αίσθηση,η απελπισία,η κραυγή ενός νέου ανθρώπου,που ήταν και κραυγή όλων μας.Όλα ήταν κλεισμένα σε λίγα λόγια, στο περιεκτικό αυτό ποίημα.Το παληκάρι ήταν Αθηναίος.Δεν γνωρίζαμε τίποτε άλλο παρά μόνο πως ήταν σπουδαγμένος,πως ήταν καθηγητής.Ήταν ο ποιητής της παρέας.Καθώς κρατάει το χαρτάκι και τα χέρια του από την συγκίνηση τρεμουλιάζουν,ο νους του γυρνά και πάλι στο παρελθόν κι εμπρός του παρουσιάζεται η ντελικάτη μορφή του νέου,ενός νέου,ανέμελου και εμψυχωτή όλων.Έδειχνε να μην τον τρομάζει τίποτε.Η αισιοδοξία του ήταν αξιοθαύμαστη σε σχέση με τα γεγονότα που ζούσαμε αυτήν την δύσκολη εποχή. Αυτοσχεδίαζε συχνά και τραγουδούσε στίχους που εκείνη την στιγμή του ερχότανε στον νου και που το περιεχόμενο τους ήταν σατυρικό.Λυνόμασταν στα γέλια.Τις ώρες της ξεκούρασης, τις ώρες που το μυαλό μας πήγαινε να ησυχάσει,από τον θόρυβο. Τον θόρυβο των κανονιών.Από τον θόρυβο των όπλων.Τούτος ο άνθρωπος μας,τούτος ο συμπολεμιστής,μας έκανε μεγάλο καλό Αυτό το ποίημα του ποτέ δεν μας το είχε απαγγείλλει.Κι ήρθε ο θάνατος του να μας δείξει τα συναισθήματα του τα πραγματικά.Μέσα σε λίγα λόγια ήτανε κρυμμένη η ευαισθησία της ψυχής του για όλα όσα συνέβαιναν γύρω μας. Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόταν ο κυρ Κωνσταντής,ο Κόνιαλης όλη τούτη την ημέρα που γιαυτόν ήταν μαρτυρική.Δεν ήταν και μικρό πράγμα,δεν ήταν παραμικρή υπόθεση.Αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να στείλει το γιό του,παιδάκι ακόμη,να δουλέψει και να σπουδάσει συγχρόνως.Άξιο παιδί ο Δημητράκης,αποχαιρέτησε την μάνα του,που είχε έρθει μέχρι την πλατεία του χωριού για να τον κατευοδώσει.Ήταν ο μοναδικός επιβάτης που μπήκε στο αυτοκίνητο,το υπεραστικό,από τον τελευταίο σταθμό που ήταν το χωριό του. Ήταν μία ώρα περίπου που το αυτοκίνητο είχε αφήσει πίσω του τα τελευταία σπίτια του χωριού του και προχωρούσε σε ένα δρόμο κακοτράχαλο,ανάμεσα από χωράφια γεμάτα δέντρα και σπαρτά.Το αυτοκίνητο αγκομαχωντας ανέβαινε την ανηφόρα. Μέσα στο αυτοκίνητο Επικρατούσε ησυχία.Οι επιβάτες λαγοκοιμόντουσαν συμπληρώνοντας,όσοι μπορούσαν,τον γλυκό πρωϊνό ύπνο,που είχαν χάσει ξυπνώντας από τα χαράματα.Γιατί το λεωφορείο εκτελούσε μεγάλη διαδρομή.Εξυπηρετούσε όλα τα γύρω χωριά της περιοχής.Στους επιβάτες είχε προστεθεί τώρα και ο Δημητρός.Στα μάτια του διέκρινες μια λάμψη μα και μια θλίψη συγχρόνως.Με συναισθήματα ανάμειχτα,χαράς και φόβου.Χαιρότανε πολύ που πήγαινε στην πολιτεία,άρχισε κιόλας να κάνει όνειρα. Μα συγχρόνως λυπόταν που αποχωριζότανε τους γονείς του,τις αδελφές του και το χωριό του. Είχε βρει μια άδεια θέση δίπλα σε μια ξανθιά,παχουλή κυρία με ένα πελώριο κώτσο στα μαλλιά της.Του έκανε εντύπωση το πάχος της,την παρατηρούσε από πάνω μέχρι κάτω,από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.Τα παχουλά της μπράτσα του θύμιζαν νεογέννητο,ροδαλό,γουρουνάκι.Θυμήθηκε τις γυναίκες του χωριού του και την μανούλα του,ξερακιανές από τις τόσες ασχολίες στους αγρούς και στο σπίτι και χαμογέλασε.Πρώτη φορά έβλεπε τόσο παχιά γυναίκα γιαυτό του έκανε τόση εντύπωση.Δεν θα έχει δουλέψει ποτέ σκέφτηκε.Θα είναι κάποια πλούσια κυρία,που επιστρέφει από τις διακοπές της,σκέφτηκε.Ξαφνικά,την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε μέσα στο αυτοκίνητο διέκοψε η αγωνιώδης φωνή της παχουλής κυρίας που καθόταν δίπλα στο Δημητράκη.Σηκώθηκε αλαφιασμένη,φωνάζοντας ότι έχασε τον γιο της,ότι ξέχασε τον γιο της.Η σκηνή ήταν κωμικοτραγική,να βλέπεις μια μάνα να φωνάζει πως ξέχασε κάπου το παιδί της.Άλλοι από τους επιβάτες γελούσαν με την ψυχή τους,άλλοι πήραν το περιστατικό πιο σοβαρά.Η ηρεμία,που επικρατούσε μέσα στο αυτοκίνητο,διακόπηκε.Οι ψίθυροι και τα σούσουρα άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν.Δεν ήταν και παραμικρό πράγμα.Μια μάνα να ξεχάσει το παιδί της,λες και ήταν αντικείμενο.Το αυτοκίνητο,όπως ήταν φυσικό,επέστρεψε στο χωριό,όπυ βρήκαν το αγοράκι να περιφέρεται κλαίγοντας στην αυλή του καφφενείου της πλατείας του χωριού και τους χωρικούς να προσπαθούν να το καθησυχάσουν.Κρύφτηκε στην αγκαλιά της μαμάς του κλαίγοντας.Μανούλα-μανούλα,γιατί με άφησες.Θέλοντας να δικαιολογήσει την αφηρημάδα της,αυτή η παχουλή κυρία,είπε ότι είχε κατέβει από το αυτοκίνητο για να πιεί ένα ποτήρι νερό και να ξεμουδιάσει.Το παιδάκι της έπαιζε με ένα γατάκι που βρήκε στην αυλή του καφφενείου της πλατείας του χωριού.Όταν η νέα γυναίκα ανέβηκε στο αυτοκίνητο,είπε,ότι είδε τον Δημητρό δίπλα της στο κάθισμα, τον πέρασε για το δικό της παιδί γι αυτό και δεν το αναζήτησε αμέσως. Έτσι έγινε αυτή η αναστάτωση πρωϊ πρωϊ στο πρώτο ξεκίνημα του Δημητρού για την πρωτεύουσα. Αργότερα,συζητούσε με τον εαυτόν του γι αυτό το περιστατικό που είχε συμβεί στοπ λέωφορείο,όταν για πρώτη φορά έφευγε από το χωριό του.Αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν μια μάνα να ξεχάσει το παιδί της κάπου.Λες και ήταν κανένα αντικείμενο έλεγε και ξαναέλεγε και δεν μπορούσε να το πιστέψει,να το χωνέψει. Το λεωφορείο διέσχιζε τον δρόμο,ανάμεσα από σπαρμένα χωράφια που είχαν κιόλας τα στάχυα τους υψωθεί και κόντεβαν να φτάσουν στον ουρανό. Σταχυα από σιτάρι,κριθάρι,βρώμη και σίκαλη για τα ζωντανά τους.Οι χωρικοί είχαν σπείρει τοιν καρπό το Φθινόπωρο και οι βροχές του Χειμώνα έθρεψαν τα στάχυα,που είχαν πάρει τώρα τέτοιο μπόϊ.Σε λίγες ημέρες θα ήταν έτοιμα για τον θερισμό τους.Αγνάντευε για τελευταία φορά από το παράθυρο του αυτοκινήτου καθώς αυτό διέτρεχε στις εξοχές του χωριού του,τον κάμπο με τα πάμπολλα δέντρα.Ποιός ξέρει πότε θα ξαναγυρίσω στο χωριό,συλλογιζότανε.Καμάρωνε τον όμορφο κάμπο του χωριού του,τα καλλιεργημένα χωράφια,τα αμπέλια,τις ελιές,τα σκιάχτρα,που είχαν τοποθετήσει οι χωρικοί για να φοβίσουν τις αλεπούδες,που ερχόταν για να φάνε τον ώριμο καρπό.Τρόμαζαν και τους περαστικούς ανθρώπους.Τους ανθρώπους,που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα,αυτούς που είχαν μάθει να ζουν από το ξένο βιός! Έβλεπε τα σκιάχτρα,πόσο αστεία του φαινότανε από μακρυά,του ερχότανε να γελάσει δυνατά.Έβαζε το χεράκι του στο στόμα για να μην ξεφωνίσει και ανησυχήσει τους συνεπιβάτες του.Τα χάζευε και γελούσε με την ψυχή του,γελούσε με μάτια δακρυσμένα.Στο ένα χωράφι ο γεωργός είχε φτιάξει ένα σταυρό με δύο κλαδιά,στο οριζόντιο κλαδί είχε περάσει τα μανίκια από ένα παλιό αντρικό σακκάκι ,πουείχε κουμπώσει και έτσι όπως το έβλεπες νόμιζες πως ήταν άνθρωπος με ανοιχτά χέρια.Πιο κάτω ένα άλλο σκιάχτρο φορούσε πανταλόνι, καπέλο στο κεφάλι και κοίταζε προς τα δεξιά.Έτσι όπως το έβλεπες νομιζες πως ήταν ένας άνθρωπος,που παρατηρούσε την γύρω περιοχή,ένας παρατηρητής,ένας φύλακας,ίσως.Σε ένα άλλο χωράφι είχαν στήσει ένα ξύλο όρθιο. στην κορυφή του είχαν δέσει ένα πολύχρωμο μαντήλι, που το ανέμιζε ο αέρας. Όλα αυτά τα αστεία πράγματα που έβλεπε είχαν γεμίσει την ψυχούλα του από χαρά και η μελαγχολία του άρχισε να φεύγει και ένας γλυκός ύπνος σφάλισε τα βλέφαρα του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου