Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012
Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.Συνέχεια. Κυρά Ασημίνα,άνοιξε.Πού είσαι δεν με ακούς που σε φωνάζω τόση ώρα;Γιατί δεν μου απαντάς; Δεν με θυμάσαι; Με ξέχασες κι όλας; Είμαι ο Δημήτρης.Έλα άνοιξε,σου λέω.Ήρθα να πάρω το βιβλίο που υποσχέθηκες πως θα μου δώσεις.Περίμενε,παιδάκι μου,να σηκωθώ γιατί γέρασα και τα πόδια μου δεν με βαστάνε.-Ο Δημήτρης,λέει,ποιός Δημήτρης και ποιό βιβλίο,μου λες δεν ξέρω.-Σηκώσου σιγά-σιγά και σαν με δεις θα με γνωρίσεις.-Καλά,παιδί μου,περίμενε.Σηκώνεται η γριούλα και αργά-αργά πηγαίνει προς την πόρτα.Ανοίγει λιγάκι προβάλλει το κεφάλι της,κοιτάζει μα δεν τον γνωρίζει,έχουν περάσει πολλά χρόνια.-Δεν σε γνωρίζω,παιδάκι μου,εγώ γέρασα τώρα μα και εσύ είσαι σωστό παληκάρι.Δεν με θυμάσαι,γιαγιούλα,που ήμουνα μικρός και σου έφερνα νερό για να πιείς και ξύλα για να ζεσταθείς;Είμαι ο Δημήτρης του Κωνσταντή του Κόνιαλη ο γιός. -Δημήτρη μου,καλό μου παιδάκι,που έγινες σωστός άνδρας και τι όμορφος,φτου...φτου...να μην αβασκαθείς! Εχω να σε δω πολλά χρόνια. -Ναι,κυρά Ασημίνα μου,έλειπα όλα αυτά τα χρόνια από το χωριό.-Και πώς περνούσες,παιδάκι μου, τόσα χρόνια στην ξενιτειά; Το ίδιο και συ,σαν και τον γιό μου,Μα εκείνος είναι ακόμη μακρύτερα.Ήρθε μια φορά και το παιδάκι μου να με δει μαζί με την γυναίκα του,την νύφη μου, μια Γερμανίδα κοπέλλα μέχρι εκεί επάνω!και με την αγγόνα μου,αχ!τι κορίτσι,ίδιος ο γιός μου είναι μα έχει πάρει και από την μάνα της και έχει δυο μέτρα μπόϊ!.Ε! και να τους έβλεπες! Με τι καμάρι τους κοιτούσες φαντάζομαι,κυρ Ασημίνα.-Ναι-ναι,παιδί μου.Να μη μου βασκαθούνε.Μου είπε ο γιός μου πως θα ξαναρθεί και μάλιστα μου λέει: Μάνα είναι η τελευταία φορά,που είμαι μακρυά σου,θάρθω,οπωσδήποτε στην Ελλάδα για να εγκατασταθώ μόνιμα.Και η Χέλγκα,η γυναίκα μου,είναι σύμφωνη και η Σημέτα,η κόρη μου.Ξετρελλάθηκαν με την πατρίδα μας.-Μην στενοχωριέσαι κυρά Ασημίνα,θάρθει ο γιός σου μόνο να είσαι καλά να τον περιμένεις.Να φεύγω τώρα γιατί με περιμένουν και μένα στο σπίτι.Η μάνα μου,η κακομοίρα,το πρωϊ που ήλθα κόντεψε να λιποθυμήσει,το ίδιο και ο πατέρας.Οι αδελφές μου να δεις χαρά που έκαναν.Ξεσήκωσαν όλη την γειτονιά.Ο Δημήτρης μας,ο Δημήτρης μας,ήρθε,φώναζαν γεμάτες περηφάνεια.Να πηγαίνω τώρα γιατί με περιμένουν.Πριν φύγω,κυρά Ασημίνα,θέλω να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο.Θυμάσαι; Μου είχες υποσχεθεί πως θα μου το έδινες αν γινόμουν δικηγόρος.Το Αστικό Δίκαιο,λέω.Ε!λοιπόν,ναι,τώρα βρίσκομαι στην αρχή των σπουδών μου.Έγινα φοιτητής της Νομικής.Σε λίγα χρόνια θα είμαι κι εγώ δικηγόρος και τότε μη σε νοιάζει σου λέω,εγώ θα σου φέρω τον γιο σου από την Γερμανία.Θα δεις μόνο να είσαι καλά να τον περιμένεις.Θα σου τον φέρω σου λέω μόνο μην κλαις.Σχεδιάζω να πάω κι εγώ εκεί να μάθω περισσότερα,που λες κυρά Ασημίνα μου. Θέλω κι εγώ να μάθω πιο πολλά.Θα γυρίσουμε μαζί με τον γιό σου.Κι εδώ στην πατρίδα μας,αν θέλει κι αυτός θα δουλέψουμε.Για το καλό του τόπου που μας γέννησε και που μας έθρεψε.Γιατί σε τούτον τον τόπο ανήκουμε και εδώ θα γυρίσουμε για να μεγαλουργήσουμε,για να κάνουμε μια Ελλάδα νέα,ξαναγεννημένη μέσα από τις στάχτες του πολέμου,που ρίμαξε την πατρίδα και μας έκανε να γυρίσουμε,χρόνια πίσω.
Το απόγευμα οι νοικοκυραίοι επέστρεφαν ομάδες-ομάδες από τα χωράφια τους,από τις αγροτικές τους εργασίες.Κι έβλεπες να ανεβαίνουν στα καλντερίμια άνθρωποι και ζώα να προχωρούν μαζί.Μπροστά πήγαινε το ζώο,το γαϊδουράκι,που πάνω του στο σαμάρι καθότανε ο αφέντης ή η κυρά,ανάλογα,με το ποιός ήταν ο πιότερο κουρασμένος εκείνης της ημέρας.Ανάλογα με το ποιός είχε δουλέψει περισσότερες ώρες στο χωράφι του.Πίσω,στα καπούλια του ζώου,δεξιά και αριστερά,ήτανε δεμένα άλλοτε δεμάτια με ξύλα για την φωτιά και άλλοτε σακκιά γεμάτα χόρτα για την τροφή των ζώων στον αχυρώνα Πιο πίσω έβλεπες τα αρνάκια το ένα πίσω από το άλλο με το σγουρό-σγουρό ολόλευκο μαλλί τους,με το κεφαλάκι τους γυρτό προς την γη,ανέβαιναν το καλντερίμι αργοπατώντας.Ξοπίσω οι κατσικούλες,άλλο τόσο συμπαθητικές,ήρεμες,με το κουδουνάκι στον λαιμό να δίνει ρυθμό στα βηματα τους,σεινάμενες και κουνάμενες ανηφόριζαν κι αυτές το καλντερίμι.Άλλη ήτανε κάτασπρη,σαν το χιόνι.Άλλη μαύρη,κατάμαυρη και άλλη καστανή.Η ασπρούλα,η μαυρούλα και η κανελιά,τι όμορφη!ειρηνική συνύπαρξη.Παρά πίσω η αγελάδα με όλο της το μεγαλείο και την περηφάνεια σταματούσε,σε κοίταζε από το ύψος της με την αγριωπή μούρη της και τα πελώρια μάτια της,με τα κέρατα στο κεφάλι της, σαν παρένθεση σε κενό,να μουγκρίζει και ήταν σαν να έλεγε... ώρα καλή! και συ να απαντήσεις...καλώσορίσατε.Τούτο το ζώο φέρνει τις γυροβολιές του στο αλώνι για να ξερκαπιστεί το σιτάρι που αργότερα στο μύλο θα γινότανε αλεύρι για το ψωμάκι της οικογένειας.Ανάμεσα σε όλους τους χωρικούς που γύριζαν στο σπίτι από τους αγρού,αυτό το απόβραδο,ξεχώριζες και την φιγούρα του Δημήτρη.Φοιτητής της Νομικής τώρα ήρθε για λίγες ημέρες ,να δει τους δικούς του μα δεν παρέλειψε να βοηθήσει την μητέρα του στις αγροτικές δουλειές.Συνόδευε καθημερινά την μητέρα του στους αγρούς,όπου έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και προθυμία για αγροτική εργασία,που την παρομοίαζε με γυμναστική του σώματος και του πνεύματος,έλεγε ο Δημήτρης.Έβλεπες να γυρίζουν από τους αγρούς με την μητέρα του πάνω στο γαϊδουράκι υπερήφανη και ο Δημήτρης καμαρωτός-καμαρωτός να ακολουθεί κουβεντιάζοντας διάφορα θέματα με τους συγχωριανούς του,που ερχόταν και αυτοί ξοπίσω του από τα χωράφια τους και ρωτούσαν τον Δημήτρη,με ενδιαφέρον για τις σπουδές του.Οι αδελφούλες του παρέμεναν στο σπίτι για να επιβλέπουν τον ανήμπορο πατέρα τους τον κυρ Κωνσταντή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου