Το Ποίημα του Σαββατόβραδου
Μια πεταλουδίτσα της νύχτας ,
τρελλή λιβελούλα ,
στο φως τριγυρνούσε ,
κρύωνε,
πεινούσε,
να ζεσταθεί ζητούσε ,
το τζάμι χτυπούσε
να ανοίξει
η κυρά για να μπεί.
Η κυρά το παραθύρι
της κουζίνας ανοίγει
η μυρωδιά του φαγητού
να βγει ,
καθάριος αέρας να μπει.
Ζαλισμένη η πεταλουδίτσα
από το φως το πολύ
κι απ το κρύο του Χειμώνα
παρηγοριά ζητεί στη ζεστή
της κουζίνας τη συσκευή.
Βόλτες έκανε τριγύρω,
γύρω γύρω
υψιπετούσε,
χαμήλωνε,
ακροβατούσε,
έπαιρνε ύψος και πετούσε
αντραλιζόταν με χαρά!
και ξαφνικά;
ακουμπά, στο μάτι
της κουζίνας το ζεστό.
Ω! τι συμφορά! κάηκε
στο λεπτό!
Μια πεταλουδίτσα της νύχτας ,
τρελλή λιβελούλα ,
στο φως τριγυρνούσε ,
κρύωνε,
πεινούσε,
να ζεσταθεί ζητούσε ,
το τζάμι χτυπούσε
να ανοίξει
η κυρά για να μπεί.
Η κυρά το παραθύρι
της κουζίνας ανοίγει
η μυρωδιά του φαγητού
να βγει ,
καθάριος αέρας να μπει.
Ζαλισμένη η πεταλουδίτσα
από το φως το πολύ
κι απ το κρύο του Χειμώνα
παρηγοριά ζητεί στη ζεστή
της κουζίνας τη συσκευή.
Βόλτες έκανε τριγύρω,
γύρω γύρω
υψιπετούσε,
χαμήλωνε,
ακροβατούσε,
έπαιρνε ύψος και πετούσε
αντραλιζόταν με χαρά!
και ξαφνικά;
ακουμπά, στο μάτι
της κουζίνας το ζεστό.
Ω! τι συμφορά! κάηκε
στο λεπτό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου