To Kυριακάτικο Μυθιστόρημα
-Που λες θεία,πώς θες να είναι η κατάσταση εκεί. Εδώ εσείς έχετε σχετική ηρεμία. Εμείς υποφέρομε πολύ και περισσότερο υποφέρομε από τους καταδότες.Η μαμά και η γιαγιά δε μπορούν να πιστέψουν,ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί κακοί άνθρωποι στον ίδιο τόπο,στο ίδιο χωριό,ώστε να γίνονται η αιτία να χάνουν τη ζωή τους οι συνάνθρωπι τους.Οι Ιταλοί είναι καλοί άνθρωποι και δείχνουν αγάπη στα παιδιά.Μας έδιναν ακόμα και κουραμάνα,μια μέρα,που παίζαμε κοντά στα γραφεία τους.
-Παίζατε κοντά στα γραφεία τους; φώναξε δυνατά,τρομαγμένη η θεία,δε φοβηθήκατε;
-Δε φοβηθήκαμε,γιατί όλο και κάποιο πεσκέσι μας έδιναν. Μας χάζευαν από τα παράθυρα.
-Πω! πω! η μητέρα σου το ήξερε;
Eκείνη τη στιγμή άνοιγε ο κύριος Γιαννής με τα κλειδιά του την πόρτα.Είδε αναστατωμένη τη γυναίκα του.
-Τι έπαθες,Άννα, και χλώμιασες;
-Ακουσες,Γιαννή μου,τι λέει ο Θεοφάνης;
-Τι είπες,παοδί μου,στη θεία σου και τρόμαξε;
-Είπα,θείε,ότι οι Ιταλοί είναι καλοί άνθρωποι και πως αγαπάνε πολύ τα παιδιά.
Και από πού το συμπέρανες αυτό,Θεοφάνη;
-Παίζαμε κοντά στα γραφεία τους και μας έδιναν κουραμάνα.
-Οι Ιταλοί,Θεοφάνη,δε λένε το ψωμί κουραμάνα,το λένε pane. Πώς σας το έδιναν;
-Μας το πετούσαν από το παράθυρο.
-Δε σας φώναζαν,pane,pane.
-Όχι,θείε,πρώτη φορά μαθαίνω,ότι οι Ιταλοί λένε το ψωμί "πάνε".
Άκουσες,άκουσες,Γιαννή μου,έπαιζαν κοντά στα γραφεία τους και δε φοβήθηκαν και η μαμά του δεν το ήξερε.
-Ε! καλά,καλά.Γιατί ανησύχησες,αφού το παιδί είναι καλά και είναι κοντά μας τώρα. Αυτό το γεγονός συνέβη στο παρελθόν και είναι περασμένο,ξεχασμένο. Έλα! πάρε τον κιμά και πήγαινε να μας ετοιμάσεις τα ωραία κεφτεδάκια που φτιάχνεις. Κράτησε και λίγο κιμά να μαγειρέψεις με σάλτσα για μακαρόνια.Σου αρέσουν,Θεοφάνη,τα μακαρόνια με τον κιμά;
-Δεν έχω ξαναφάει αυτό το φαγητό,θείε,πρώτη φορά θα το δοκιμάσω.
-Ο μπαμπά σου μόνο ψητά σας τάϊζε;
-Nαι! θείε,ο μπαμπάς έχει μεράκι με τα ψητά.Οι φίλοι του τον λένε μερακλή στα ψητά. Πού να είναι τώρα.Ποιός ξέρει,αν θα ξαναφάμε τα νόστιμα μεζεδάκια του.
-Δεν έχομε νέα τους ακόμη,εύχομαι να είναι καλά.Θεοφάνη,θέλω να σου πω,ότι ο κρεοπώλης μου ανέλαβε να σε τοποθετήσει σε κάποια δουλειά.Η μητέρα σου,μου είπε,να φροντίσω να σου βρω δουλειά.Ο Κυριάκος,ο κρεοπώλης μου,σε στέλνει στα σφαγεία.
-Στα σφαγεία;φώναξε η θεία από την κουζίνα,τρομαγμένη.
-Ναι! στα σφαγεία,απάντησε ο Θείος.Μου είπε ο Κυριάκος,ότι εκεί θα είναι πιο ασφαλής,γιατί είναι ανήλικος και φοβάται μην έχει μπλεξήματα με την αστυνομία.
-Μη φοβάσαι,θεία,τη γνωρίζω αυτή τη δουλειά.Έχω δει πολλές φορές τον πατέρα μου να σφάζει τα ζώα.Είναι λυπηρό να βλέπεις αυτό το θέαμα,αλλά τι να κάνουμε.Οι άνθρωποι,τα μικρά παιδιά χρειάζονται καλή τροφή.
-Το βράδυ μετά τη δουλειά,Θεοφάνη,αναλαμβάνω τη διδασκαλία σου.Σε ποιά τάξη πηγαίνεις;
-Θείε,στη πέμπτη τάξη θα πήγαινα,αλλά το σχολείο έκλεισε.Εδώ μπορώ να παρακολουθώ σε νυχτερινό;
-Όχι!,παιδί μου,είναι πολύ επικίνδυνο.
-Παιδί μου,ο θείος σου θα σε αναλάβει.
Δε θα βρεις καλύτερο δάσκαλο!
-Που λες θεία,πώς θες να είναι η κατάσταση εκεί. Εδώ εσείς έχετε σχετική ηρεμία. Εμείς υποφέρομε πολύ και περισσότερο υποφέρομε από τους καταδότες.Η μαμά και η γιαγιά δε μπορούν να πιστέψουν,ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί κακοί άνθρωποι στον ίδιο τόπο,στο ίδιο χωριό,ώστε να γίνονται η αιτία να χάνουν τη ζωή τους οι συνάνθρωπι τους.Οι Ιταλοί είναι καλοί άνθρωποι και δείχνουν αγάπη στα παιδιά.Μας έδιναν ακόμα και κουραμάνα,μια μέρα,που παίζαμε κοντά στα γραφεία τους.
-Παίζατε κοντά στα γραφεία τους; φώναξε δυνατά,τρομαγμένη η θεία,δε φοβηθήκατε;
-Δε φοβηθήκαμε,γιατί όλο και κάποιο πεσκέσι μας έδιναν. Μας χάζευαν από τα παράθυρα.
-Πω! πω! η μητέρα σου το ήξερε;
Eκείνη τη στιγμή άνοιγε ο κύριος Γιαννής με τα κλειδιά του την πόρτα.Είδε αναστατωμένη τη γυναίκα του.
-Τι έπαθες,Άννα, και χλώμιασες;
-Ακουσες,Γιαννή μου,τι λέει ο Θεοφάνης;
-Τι είπες,παοδί μου,στη θεία σου και τρόμαξε;
-Είπα,θείε,ότι οι Ιταλοί είναι καλοί άνθρωποι και πως αγαπάνε πολύ τα παιδιά.
Και από πού το συμπέρανες αυτό,Θεοφάνη;
-Παίζαμε κοντά στα γραφεία τους και μας έδιναν κουραμάνα.
-Οι Ιταλοί,Θεοφάνη,δε λένε το ψωμί κουραμάνα,το λένε pane. Πώς σας το έδιναν;
-Μας το πετούσαν από το παράθυρο.
-Δε σας φώναζαν,pane,pane.
-Όχι,θείε,πρώτη φορά μαθαίνω,ότι οι Ιταλοί λένε το ψωμί "πάνε".
Άκουσες,άκουσες,Γιαννή μου,έπαιζαν κοντά στα γραφεία τους και δε φοβήθηκαν και η μαμά του δεν το ήξερε.
-Ε! καλά,καλά.Γιατί ανησύχησες,αφού το παιδί είναι καλά και είναι κοντά μας τώρα. Αυτό το γεγονός συνέβη στο παρελθόν και είναι περασμένο,ξεχασμένο. Έλα! πάρε τον κιμά και πήγαινε να μας ετοιμάσεις τα ωραία κεφτεδάκια που φτιάχνεις. Κράτησε και λίγο κιμά να μαγειρέψεις με σάλτσα για μακαρόνια.Σου αρέσουν,Θεοφάνη,τα μακαρόνια με τον κιμά;
-Δεν έχω ξαναφάει αυτό το φαγητό,θείε,πρώτη φορά θα το δοκιμάσω.
-Ο μπαμπά σου μόνο ψητά σας τάϊζε;
-Nαι! θείε,ο μπαμπάς έχει μεράκι με τα ψητά.Οι φίλοι του τον λένε μερακλή στα ψητά. Πού να είναι τώρα.Ποιός ξέρει,αν θα ξαναφάμε τα νόστιμα μεζεδάκια του.
-Δεν έχομε νέα τους ακόμη,εύχομαι να είναι καλά.Θεοφάνη,θέλω να σου πω,ότι ο κρεοπώλης μου ανέλαβε να σε τοποθετήσει σε κάποια δουλειά.Η μητέρα σου,μου είπε,να φροντίσω να σου βρω δουλειά.Ο Κυριάκος,ο κρεοπώλης μου,σε στέλνει στα σφαγεία.
-Στα σφαγεία;φώναξε η θεία από την κουζίνα,τρομαγμένη.
-Ναι! στα σφαγεία,απάντησε ο Θείος.Μου είπε ο Κυριάκος,ότι εκεί θα είναι πιο ασφαλής,γιατί είναι ανήλικος και φοβάται μην έχει μπλεξήματα με την αστυνομία.
-Μη φοβάσαι,θεία,τη γνωρίζω αυτή τη δουλειά.Έχω δει πολλές φορές τον πατέρα μου να σφάζει τα ζώα.Είναι λυπηρό να βλέπεις αυτό το θέαμα,αλλά τι να κάνουμε.Οι άνθρωποι,τα μικρά παιδιά χρειάζονται καλή τροφή.
-Το βράδυ μετά τη δουλειά,Θεοφάνη,αναλαμβάνω τη διδασκαλία σου.Σε ποιά τάξη πηγαίνεις;
-Θείε,στη πέμπτη τάξη θα πήγαινα,αλλά το σχολείο έκλεισε.Εδώ μπορώ να παρακολουθώ σε νυχτερινό;
-Όχι!,παιδί μου,είναι πολύ επικίνδυνο.
-Παιδί μου,ο θείος σου θα σε αναλάβει.
Δε θα βρεις καλύτερο δάσκαλο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου