To Kυριακάτικο Μυθιστόρημα
Έτσι .έφτασε στην πρωτεύουσα ο Θεοφάνης κοντά στον θείο του Γιαννή και τη θεία του Άννα.
Τον υποδέχτηκαν και οι δύο με πολλή στοργή και μεγάλη τρυφερότητα.
-Πώς ήταν το ταξίδι,αγόρι μου;
Ρώτησε η θεία του Άννα,που περίμενε τον Θεοφάνη με μεγάλη ανυπομονησία καθώς ήταν ο καιρός χάλια.
Όλο το βράδυ έβρεχε.
Άστραφτε και βροντούσε.
Η θεία Άννα τρομαγμένη κρυβόταν στην αγκαλιά του Γιαννή,του άνδρα της, κι έκλεγε για τον ανηψιό τους,τον Θεοφάνη, που ταξίδευε μες τη φουρτούνα.
-Μα πώς κάνεις έτσι,έλεγε ο άνδρας της.
Έλα στα συγκαλά σου.
Εδώ είναι ο καιρός κακός.
Στη θάλασσα, όταν βραδιάζει πέφτουν οι άνεμοι, η θάλασσα ηρεμεί.
Γάνιασε ο Γιαννής μέχρι να κάνει την Άννα,τη γυναίκα του, να λογικευτεί και να ησυχάσει,να την πάρει ο ύπνος να κοιμηθεί... και άμα ξημερώσει...έχει ο Θεός,μονολογούσε κι έκανε το σταυρό του.
Και να τώρα ο Θεοφάνης, σε άσχημα χάλια από το κακό ταξίδι, απολάμβανε τη θαλπωρή που πρόσφερε το σπίτι του θείου και της θείας του, η ζεστή αγκαλιά τους και τα τρυφερά λόγια τους.
-Είχε πολύ φουρτούνα θεία,φοβήθηκα πολύ,όμως έβλεπα τους ανθρώπους που δουλεύουν στο πλοίο,πώς τους λένε.
-Τους καμαρώτους,απάντησε ο θείος.
-Ναι! τους καμαρώτους,επανέλαβε ο Θεοφάνης.
Εξυπηρετούσαν τον κόσμο σα να βρισκόταν στο σπίτι τους.
Έτσι έπαψα κι εγώ να φοβάμαι.
Έκανα το σταυρό μου και ξάπλωσα στην κουκέτα για να κοιμηθώ.
Το πλοίο λικνιζόταν ρυθμικά και κοιμήθηκα,λίγο ανήσυχα,αλλά κοιμήθηκα.
Έτσι .έφτασε στην πρωτεύουσα ο Θεοφάνης κοντά στον θείο του Γιαννή και τη θεία του Άννα.
Τον υποδέχτηκαν και οι δύο με πολλή στοργή και μεγάλη τρυφερότητα.
-Πώς ήταν το ταξίδι,αγόρι μου;
Ρώτησε η θεία του Άννα,που περίμενε τον Θεοφάνη με μεγάλη ανυπομονησία καθώς ήταν ο καιρός χάλια.
Όλο το βράδυ έβρεχε.
Άστραφτε και βροντούσε.
Η θεία Άννα τρομαγμένη κρυβόταν στην αγκαλιά του Γιαννή,του άνδρα της, κι έκλεγε για τον ανηψιό τους,τον Θεοφάνη, που ταξίδευε μες τη φουρτούνα.
-Μα πώς κάνεις έτσι,έλεγε ο άνδρας της.
Έλα στα συγκαλά σου.
Εδώ είναι ο καιρός κακός.
Στη θάλασσα, όταν βραδιάζει πέφτουν οι άνεμοι, η θάλασσα ηρεμεί.
Γάνιασε ο Γιαννής μέχρι να κάνει την Άννα,τη γυναίκα του, να λογικευτεί και να ησυχάσει,να την πάρει ο ύπνος να κοιμηθεί... και άμα ξημερώσει...έχει ο Θεός,μονολογούσε κι έκανε το σταυρό του.
Και να τώρα ο Θεοφάνης, σε άσχημα χάλια από το κακό ταξίδι, απολάμβανε τη θαλπωρή που πρόσφερε το σπίτι του θείου και της θείας του, η ζεστή αγκαλιά τους και τα τρυφερά λόγια τους.
-Είχε πολύ φουρτούνα θεία,φοβήθηκα πολύ,όμως έβλεπα τους ανθρώπους που δουλεύουν στο πλοίο,πώς τους λένε.
-Τους καμαρώτους,απάντησε ο θείος.
-Ναι! τους καμαρώτους,επανέλαβε ο Θεοφάνης.
Εξυπηρετούσαν τον κόσμο σα να βρισκόταν στο σπίτι τους.
Έτσι έπαψα κι εγώ να φοβάμαι.
Έκανα το σταυρό μου και ξάπλωσα στην κουκέτα για να κοιμηθώ.
Το πλοίο λικνιζόταν ρυθμικά και κοιμήθηκα,λίγο ανήσυχα,αλλά κοιμήθηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου