Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα
Η Ηelga ταξιδεύει με το τρένο. Η γλυκιά frou Χίλντα αρρώστησε πάλι. Ζήτησε την κόρη της, την θέλει κοντά της,παρηγορήτρια στην υπερτασική κρίση που για άλλη μία φορά έπιασε την βουλιμική αυτή γυναίκα, που δεν μπορεί να ακολουθεί το ορισμένο για την πάθηση της διαιτολόγιο σταθερά και παρεκτρέπεται όλο και πιο συχνά. Ξεφεύγει από τις τροφές που καθόρισαν οι διαιτολόγοι για την δική της περίπτωση. Καταναλώνει τροφές που αρέσκεται στην γεύση τους και που είναι αντίθετες προς την υπέρταση που ανεβαίνει με την περίσσια ποσότητα σε αλάτι,που περιέχουν. Και να τώρα η κόρη της έρχεται κοντά της παρηγορήτρια,όπως λέει και ο ποιητής " Ω! μητέρα, ω! των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις". Την μητέρα της βρίσκει στην κόρη της,η frou Χίλντα, και την περιμένει σαν "μοίρα καλοπροαίρετη παρηγορήτρια".
Ο Ερρίκος επέστρεψε στο σπίτι απελπισμένος και μόνος.
Η Νίνα ετοίμασε μία ζεστή κοτόσουπα και όλοι κάθισαν στο τραπέζι χωρίς όρεξη με την προτροπή της Νίνας που επιτακτικά ζητούσε να καθίσουν και να γευτούν την κοτόσουπα της, που όπως είπε είναι μαγική και θα κάνει πέρα την στεναχώρια τους από την ξαφνική αναχώρηση της Helga και από την ανησυχία τους για την τύχη της μητέρας της. Η Νίνα ανησυχούσε περισσότερο και προσευχόταν για την υγεία της frou Χίλντα.
-Ζεσταθήκαμε,Νίνα, να είσαι καλά,είπε ο Ερρίκος.
-Θέλετε,κύριε,να ετοιμάσω ένα Στρούντελ για τον απογευματινό καφέ σας?
- Όπως θέλεις,κορίτσι μου.
-Να έλθω,Νίνα,να σε βοηθήσω? πρότεινε η Άννα.
- Άννα,Δημήτρη,ελάτε να καθίσουμε στο σαλόνι. Η Νίνα με την ησυχία της θα ετοιμάσει το γλυκό για τον καφέ.
-Ω! η τηλεόραση δεν ανοίγει.
-Ναι! Ερρίκο,το εντόπισα κι εγώ. Έχουν καεί οι λάμπες.
-Δεν πειράζει. Αύριο θα καλέσουμε τον τεχνικό. Να μιά καλή ευκαιρία να συζητήσουμε. Έχουμε πολύ καιρό να επιδοθούμε. Ήθελα Άννα,να μου πεις περισσότερα για τον πατέρα σου και γενικότερα για τους γονείς σου.
-Τον κύριο Χαρή? είπε,ο Δημήτρης.
-Τον Φάνη Χαρή,είπε η Άννα και συνέχισε. Ο πατέρας μου,κύριε Ερρίκο, είναι ένας δυναμικός άνθρωπος,είναι ένας αυτοδημιούργητος σχεδόν επαγγελματίας. Ήρθε στην Αθήνα σε μικρή ηλικία, ήταν 8 χρονών, στη διάρκεια της κατοχής. .............................................................................
Μη φοβάστε, έχω ταξιδέψει κι εγώ με θαλασσοταραχή,ουκ ολίγες φορές. Δίπλα μου ο κόσμος έβγαζε τα άντερα του κι εγώ τίποτα,καρφί δε μου καιγόταν. Σα να ήμουν ο καπετάνιος.
- Τόσες φορές,που έχεις ταξιδέψει με φουρτούνα,Γιαννή μου, έχεις συνηθίσει. Τώρα είσαι έτοιμος να γίνεις αληθινός καπετάνιος,αν θες,να πραγματοποιήσεις όλα σου τα ταξίδια,που ονειρεύεσαι.
-Όχι, Άννα, προτιμώ να είμαι μόνο ταξιδευτής.
-Συγγνώμη,Γιαννή μου.
-Πες μου,παιδί μου, Θεοφάνη, τι γίνεται στο νησί.
-Τι να γίνει,θεία μου,δε σας τα είπε η μητέρα μου; Tραγικά τα πράγματα.Συνέλαβαν τον ανδρικό πληθυσμό, όλους τους άνδρες που ήταν συνομίλικοι του πατέρα. Τους άρπαξαν από τις δουλειές τους και από τις οικογένειες τους. Τους πρόδωσαν. Ότι δήθεν ετοίμαζαν ξεσηκωμό, ότι ήταν έτοιμοι να μπουκάρουν στην κομαντατούρ και να τους καθαρίσουν όλους.
-Τι ανόητα που σκέφτονται τα νιάτα,λες και αν τους σκότωναν αυτούς θα τελείωνε ο πόλεμος.,είπε η θεία Άννα.
-Όχι,Άννα,δε θα το έκαναν με αυτό το σκεπτικό.
-Αλλά; ρώτησε η θεία Άννα.
-Θα σκότωναν την καταπίεση,θα σκότωναν την κατοχή, θα σκότωναν τη στέρηση του να ζουν σαν άνθρωποι,σαν άνθρωποι ελεύθεροι. και όχι κάτω από το ναζιστικό καθεστώς με την σημαία των SS να κυματίζει στο πιο ψηλό σημείο του νησιού και η δική μας να βρίσκεται στην ανυπαρξία.Για να αντικρίσουν ξανά την γαλανόλευκη γι αυτό θα τους σκότωναν. Με πιο δικαίωμα στερούν από μια χώρα την ελευθερία της και σκοτώνουν το πιο δυναμικό στοιχείο του πληθυσμού της ,τους νέους ανθρώπους. Από πού παίρνουν το δικαίωμα να στερούν από τις δουλειές και τις οικογένειες τους, νέους ανθρώπους, για ένα πόλεμο από φθόνο και μόνο.
-Α! ώστε κι εσύ,Γιαννή μου, με τους ΕΑΜίτες, ε;
-Βεβαίως,συμφωνώ με τα νέα παιδιά και τη δράση τους,αλλά,δυστυχώς, τα χρόνια μου δεν μου επιτρέπουν και δεν μπορώ να συμμετέχω κι εγώ, ενεργά.
-Θείε,εσείς εργάζεστε στο υπουργείο μεταφορών, στην αρμοδιότητα σας έχετε το τηλεγραφείο;
-Όχι! αλλά γιατί το λες αυτό.
-Θα ήθελα να στείλω ένα τηλεγράφημα στη μαμά,ότι έφτασα και είμαι καλά
-Καλά,παιδί μου, αύριο από το γραφείο μου θα τηλεφωνήσω στην αδελφή μου . Μην ανησυχείς. Πέσε να κοιμηθείς. Η μαμά σου ξέρει πως είσαι καλά κοντά μας και πως θα κοιμάσαι τώρα κατάκοπος από το ταξίδι.
Την επαύριο ο κύριος Γιαννής τηλεφώνησε στην αδελφή του για να την καθησυχάσει πως ο γιος της είναι καλά.
-Να φροντίσεις,Γιαννή μου,να βρεις στο Θεοφάνη μια δουλειά. Να βγάζει το ψωμί του,τουλάχιστον.
-Ναι,αδελφή, έχω υπ όψιν μου, κάτι σκέφτηκα. Το μεσημέρι θα προσπαθήσω να έρθω σε συνενόηση, μην ανησυχείς,θα σε ενημερώσω λίαν συντόμως.
Κατά το μεσημεράκι,όπως συνήθιζε χρόνια τώρα, δύο φορές την εβδομάδα,να περνά από το κρεοπωλείο της γειτονιάς του,έτσι και σήμερα.
-Καλημέρα,Κυριάκο.
-Καλώς τον κύριο Γιαννή. Τι νέα;
- Φιλοξενώ στο σπίτι τον ανηψιό μου, τον γιο της αδελφής μου.,από το μπαρουτοκαπνισμένο νησί, γι αυτό θέλω σήμερα περισσότερο κρέας.
-Θέλεις να σου κόψω κιμά; Kαλύτερα θα είναι για το παιδί.
-Σ'ευχαριστώ που το σκέφτηκες εσύ για μένα,σ'ευχαριστώ που με βοηθάς.
-Ε! πώς να το κάνουμε. Ένα κύριο Γιαννή τον έχουμε, να μην τον εξυπηρετήσουμε; Ό,τι τραβά η καρδούλα σου,κύριε Γιαννή μου.
- Κόψε τον κιμά να του μαγειρέψει η θεία του μακαρόνια με κιμά και κιοφτέδες, να φάει το παιδί και να χορτάσει. Ο πατέρας του,ο γαμπρός μου και άνδρας της αδελφής μου είναι συνάδελφος σου. Έσκυψε το κεφάλι του λυπημένος ο κύριος Γιαννής, ήταν θέλω να πω.
- Γιατί τι συμβαίνει ρώτησε ο Κυριάκος.
-Δεν τάμαθες;
- Όχι! τι να μάθω;
- Τα σοβαρά γεγονότα,που έγιναν στο νησί. Οι προδότες. Φτου! να πάρει και να τους σηκώσει.
Πρόδοσαν την ομάδα των ΕΑΜιτών όπου ήταν οργανωμένος και ο γαμπρός μου. Τους διέλυσαν.Τους άρπαξαν με τη βία, τους έκλεισαν μία εβδομάδα στο μοναστήρι και από εκεί τους φυγάδευσαν με προορισμό την Γερμανία. Από κει κι έπειτα τι μέλλει γενέσθαι,είναι άγνωστο.
-Ό,τι πει ο κύριος. Αυτός ξέρει.
-Για στάσου,βρε Κυριάκο. Ο Κύριος το είπε ή ο καράφλιας ο προδότης από τη ζήλια του.
-Ξέρεις ποιός είναι;
-Υποψιάζομαι,ποιός είναι. Ο γαμπρός μου είναι μαλλιάς σαν και σένα. Να προσέχεις,Κυριάκο, τους φαλακρούς.
-Αστειεύεσαι, κυρ Γιαννή μου,εγώ δε μπλέκομαι τόσο εύκολα σε καμία οργάνωση . Εγώ δε γίνομαι πιόνι στη σκακιέρα κανενός. Φτάνει τώρα που γίναμε, με το έτσι θέλω,του μακαρίτη του Μεταξά.
-Μακαρίτης,είπες; Πέθανε ο Μεταξάς;
-Nαι! δεν τάμαθες; Εχθές.
-Εχθές; Eχθές,πήρα άδεια, περίμενα τον ανηψιό μου. Σήμερα δεν μου το είπε κανένας. Πολλοί έλειπαν από το γραφείο. Βρε τους βρωμοφασίστες.
-Ευτυχώς, εμείς εδώ περνάμε τώρα πιο ήσυχα, έχουν καταλαγιάσει τα μίση.Ο Θεός έβαλε το χέρι του.
-Έτοιμος ο κιμάς. Θέλεις τίποτις άλλο,κύριε Γιαννή μου;
- Θέλω,βεβαίως θέλω.
-Μήπως θέλεις να σου ετοιμάσω ένα καφεδάκι;
-Θέλω και το ρωτάς; Κατάκοπος είμαι, Θα με στηλώσει.
-Έτσι μπράβο,μη σε δει η κυρά σ αυτά τα χάλια και τρομάξει.
-Μα και αυτή,νομίζεις,είναι σε καλύτερη κατάσταση; Ξάγρυπνοι είμαστε και οι δύο μας από την αγωνία που είχαμε. Ο ανηψιός μας ταξίδευε με τέτοιον καιρό,χειμωνιάτικα.
-Έτοιμο το καφεδάκι. Δεν ξέρω άν σου αρέσει,μέτριος είναι.
-Καλός είναι, ευχαριστώ. Κυριάκο, θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Θέλω να πάρεις τον ανηψιό μου στη δουλειά σου,να σε βοηθά, με ένα μικρό μεροκάματο.
-Γιατί με ένα μικρό μεροκάματο; Θα αμείβεται σύμφωνα με τη δουλειά,που θα κάνει.
- Ώστε δέχεσαι; Με κάνεις πολύ χαρούμενο. Να σου τον φέρω κι όλας αύριο πρωϊ πρωϊ. Είναι παιδί τζιμάνι.
-Καλοταϊσμένο,ε;
-Kαλπταϊσμένο,δε λες τίποτα. Με μπριτζολάκια. Ο πατέρας του,μερακλής άνθρωπος, κάθε βράδυ, που τελείωνε η δουλειά του και έκλεινε το μαγαζί του για τους πελάτες,δεχότανε τους συγγενείς και τους φίλους του. Έμπαινε στο διπλανό και συνεχόμενο κουζινάκι και ετοίμαζε στο τσάκα τσάκα και τι δεν ετοίμαζε!
-Τι ηλικία έχει το παιδί;
-Είναι 10 χρόνων.
- Είναι μικρός για να δουλέψει στα φανερά, ύστερα έχω βοηθό,όπως βλέπεις, τον Τασούλη,που πληρεί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις,και της ηλικίας, μην έχομε μπλεξίματα με αγορανομίες και με υγειονομικές υπηρεσίες .Φτάνουν τα άλλα μπλεξίματα.
-Ε! τι περιμένεις,Κυριάκο,τόση ώρα και δε μιλάς.
-Σκέφτομαι,κύριε Γιαννή,να τον στείλω στα σφαγεία. Εκεί θα είναι πιο προφυλαγμένος και για την ηλικία του,είναι μικρός, εδώ στο κρεοπωλείο, θα έχει το φόβο μη τυχόν απολυθεί,ενώ εκεί θα είναι πιο προφυλαγμένος.
-Εν τάξει,λοιπόν, ας δουλέψει στα σφαγεία.Κυριάκο,σε χαιρετώ και αύριο πρωϊ πρωϊ θα σου τον φέρω να τον γνωρίσεις.
- Μετά χαράς. Περιμένω.
-Γειά και χαρά.
Πώς μπορείς να μιλάς για χαρά σε μια εποχή κατοχική που τα κανόνια και οι ρουκέτες έχουν στήσει τρελλό χορό.
Οι άνθρωποι της πρωτεύουσας που μόνο η δουλειά και η οικογένεια τους ενδιέφερε και δεν ήταν ενταγμένοι σε καμία οργάνωση,όπως οι γραμματιζούμενοι,που βρήκαν την ευκαιρία να σηκωθούν από το γραφείο τους και να συντρέξουν, να βοηθήσουν,να λυτρώσουν,να ελευθερώσουν την πατρίδα τους, χωρίς να ξέρουν πως κάποιος από εκεί ψηλά πρέπει να δώσει το οκέυ χωρίς απαραιτήτως να είναι ο Θεός.
Η Ηelga ταξιδεύει με το τρένο. Η γλυκιά frou Χίλντα αρρώστησε πάλι. Ζήτησε την κόρη της, την θέλει κοντά της,παρηγορήτρια στην υπερτασική κρίση που για άλλη μία φορά έπιασε την βουλιμική αυτή γυναίκα, που δεν μπορεί να ακολουθεί το ορισμένο για την πάθηση της διαιτολόγιο σταθερά και παρεκτρέπεται όλο και πιο συχνά. Ξεφεύγει από τις τροφές που καθόρισαν οι διαιτολόγοι για την δική της περίπτωση. Καταναλώνει τροφές που αρέσκεται στην γεύση τους και που είναι αντίθετες προς την υπέρταση που ανεβαίνει με την περίσσια ποσότητα σε αλάτι,που περιέχουν. Και να τώρα η κόρη της έρχεται κοντά της παρηγορήτρια,όπως λέει και ο ποιητής " Ω! μητέρα, ω! των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις". Την μητέρα της βρίσκει στην κόρη της,η frou Χίλντα, και την περιμένει σαν "μοίρα καλοπροαίρετη παρηγορήτρια".
Ο Ερρίκος επέστρεψε στο σπίτι απελπισμένος και μόνος.
Η Νίνα ετοίμασε μία ζεστή κοτόσουπα και όλοι κάθισαν στο τραπέζι χωρίς όρεξη με την προτροπή της Νίνας που επιτακτικά ζητούσε να καθίσουν και να γευτούν την κοτόσουπα της, που όπως είπε είναι μαγική και θα κάνει πέρα την στεναχώρια τους από την ξαφνική αναχώρηση της Helga και από την ανησυχία τους για την τύχη της μητέρας της. Η Νίνα ανησυχούσε περισσότερο και προσευχόταν για την υγεία της frou Χίλντα.
-Ζεσταθήκαμε,Νίνα, να είσαι καλά,είπε ο Ερρίκος.
-Θέλετε,κύριε,να ετοιμάσω ένα Στρούντελ για τον απογευματινό καφέ σας?
- Όπως θέλεις,κορίτσι μου.
-Να έλθω,Νίνα,να σε βοηθήσω? πρότεινε η Άννα.
- Άννα,Δημήτρη,ελάτε να καθίσουμε στο σαλόνι. Η Νίνα με την ησυχία της θα ετοιμάσει το γλυκό για τον καφέ.
-Ω! η τηλεόραση δεν ανοίγει.
-Ναι! Ερρίκο,το εντόπισα κι εγώ. Έχουν καεί οι λάμπες.
-Δεν πειράζει. Αύριο θα καλέσουμε τον τεχνικό. Να μιά καλή ευκαιρία να συζητήσουμε. Έχουμε πολύ καιρό να επιδοθούμε. Ήθελα Άννα,να μου πεις περισσότερα για τον πατέρα σου και γενικότερα για τους γονείς σου.
-Τον κύριο Χαρή? είπε,ο Δημήτρης.
-Τον Φάνη Χαρή,είπε η Άννα και συνέχισε. Ο πατέρας μου,κύριε Ερρίκο, είναι ένας δυναμικός άνθρωπος,είναι ένας αυτοδημιούργητος σχεδόν επαγγελματίας. Ήρθε στην Αθήνα σε μικρή ηλικία, ήταν 8 χρονών, στη διάρκεια της κατοχής. .............................................................................
Μη φοβάστε, έχω ταξιδέψει κι εγώ με θαλασσοταραχή,ουκ ολίγες φορές. Δίπλα μου ο κόσμος έβγαζε τα άντερα του κι εγώ τίποτα,καρφί δε μου καιγόταν. Σα να ήμουν ο καπετάνιος.
- Τόσες φορές,που έχεις ταξιδέψει με φουρτούνα,Γιαννή μου, έχεις συνηθίσει. Τώρα είσαι έτοιμος να γίνεις αληθινός καπετάνιος,αν θες,να πραγματοποιήσεις όλα σου τα ταξίδια,που ονειρεύεσαι.
-Όχι, Άννα, προτιμώ να είμαι μόνο ταξιδευτής.
-Συγγνώμη,Γιαννή μου.
-Πες μου,παιδί μου, Θεοφάνη, τι γίνεται στο νησί.
-Τι να γίνει,θεία μου,δε σας τα είπε η μητέρα μου; Tραγικά τα πράγματα.Συνέλαβαν τον ανδρικό πληθυσμό, όλους τους άνδρες που ήταν συνομίλικοι του πατέρα. Τους άρπαξαν από τις δουλειές τους και από τις οικογένειες τους. Τους πρόδωσαν. Ότι δήθεν ετοίμαζαν ξεσηκωμό, ότι ήταν έτοιμοι να μπουκάρουν στην κομαντατούρ και να τους καθαρίσουν όλους.
-Τι ανόητα που σκέφτονται τα νιάτα,λες και αν τους σκότωναν αυτούς θα τελείωνε ο πόλεμος.,είπε η θεία Άννα.
-Όχι,Άννα,δε θα το έκαναν με αυτό το σκεπτικό.
-Αλλά; ρώτησε η θεία Άννα.
-Θα σκότωναν την καταπίεση,θα σκότωναν την κατοχή, θα σκότωναν τη στέρηση του να ζουν σαν άνθρωποι,σαν άνθρωποι ελεύθεροι. και όχι κάτω από το ναζιστικό καθεστώς με την σημαία των SS να κυματίζει στο πιο ψηλό σημείο του νησιού και η δική μας να βρίσκεται στην ανυπαρξία.Για να αντικρίσουν ξανά την γαλανόλευκη γι αυτό θα τους σκότωναν. Με πιο δικαίωμα στερούν από μια χώρα την ελευθερία της και σκοτώνουν το πιο δυναμικό στοιχείο του πληθυσμού της ,τους νέους ανθρώπους. Από πού παίρνουν το δικαίωμα να στερούν από τις δουλειές και τις οικογένειες τους, νέους ανθρώπους, για ένα πόλεμο από φθόνο και μόνο.
-Α! ώστε κι εσύ,Γιαννή μου, με τους ΕΑΜίτες, ε;
-Βεβαίως,συμφωνώ με τα νέα παιδιά και τη δράση τους,αλλά,δυστυχώς, τα χρόνια μου δεν μου επιτρέπουν και δεν μπορώ να συμμετέχω κι εγώ, ενεργά.
-Θείε,εσείς εργάζεστε στο υπουργείο μεταφορών, στην αρμοδιότητα σας έχετε το τηλεγραφείο;
-Όχι! αλλά γιατί το λες αυτό.
-Θα ήθελα να στείλω ένα τηλεγράφημα στη μαμά,ότι έφτασα και είμαι καλά
-Καλά,παιδί μου, αύριο από το γραφείο μου θα τηλεφωνήσω στην αδελφή μου . Μην ανησυχείς. Πέσε να κοιμηθείς. Η μαμά σου ξέρει πως είσαι καλά κοντά μας και πως θα κοιμάσαι τώρα κατάκοπος από το ταξίδι.
Την επαύριο ο κύριος Γιαννής τηλεφώνησε στην αδελφή του για να την καθησυχάσει πως ο γιος της είναι καλά.
-Να φροντίσεις,Γιαννή μου,να βρεις στο Θεοφάνη μια δουλειά. Να βγάζει το ψωμί του,τουλάχιστον.
-Ναι,αδελφή, έχω υπ όψιν μου, κάτι σκέφτηκα. Το μεσημέρι θα προσπαθήσω να έρθω σε συνενόηση, μην ανησυχείς,θα σε ενημερώσω λίαν συντόμως.
Κατά το μεσημεράκι,όπως συνήθιζε χρόνια τώρα, δύο φορές την εβδομάδα,να περνά από το κρεοπωλείο της γειτονιάς του,έτσι και σήμερα.
-Καλημέρα,Κυριάκο.
-Καλώς τον κύριο Γιαννή. Τι νέα;
- Φιλοξενώ στο σπίτι τον ανηψιό μου, τον γιο της αδελφής μου.,από το μπαρουτοκαπνισμένο νησί, γι αυτό θέλω σήμερα περισσότερο κρέας.
-Θέλεις να σου κόψω κιμά; Kαλύτερα θα είναι για το παιδί.
-Σ'ευχαριστώ που το σκέφτηκες εσύ για μένα,σ'ευχαριστώ που με βοηθάς.
-Ε! πώς να το κάνουμε. Ένα κύριο Γιαννή τον έχουμε, να μην τον εξυπηρετήσουμε; Ό,τι τραβά η καρδούλα σου,κύριε Γιαννή μου.
- Κόψε τον κιμά να του μαγειρέψει η θεία του μακαρόνια με κιμά και κιοφτέδες, να φάει το παιδί και να χορτάσει. Ο πατέρας του,ο γαμπρός μου και άνδρας της αδελφής μου είναι συνάδελφος σου. Έσκυψε το κεφάλι του λυπημένος ο κύριος Γιαννής, ήταν θέλω να πω.
- Γιατί τι συμβαίνει ρώτησε ο Κυριάκος.
-Δεν τάμαθες;
- Όχι! τι να μάθω;
- Τα σοβαρά γεγονότα,που έγιναν στο νησί. Οι προδότες. Φτου! να πάρει και να τους σηκώσει.
Πρόδοσαν την ομάδα των ΕΑΜιτών όπου ήταν οργανωμένος και ο γαμπρός μου. Τους διέλυσαν.Τους άρπαξαν με τη βία, τους έκλεισαν μία εβδομάδα στο μοναστήρι και από εκεί τους φυγάδευσαν με προορισμό την Γερμανία. Από κει κι έπειτα τι μέλλει γενέσθαι,είναι άγνωστο.
-Ό,τι πει ο κύριος. Αυτός ξέρει.
-Για στάσου,βρε Κυριάκο. Ο Κύριος το είπε ή ο καράφλιας ο προδότης από τη ζήλια του.
-Ξέρεις ποιός είναι;
-Υποψιάζομαι,ποιός είναι. Ο γαμπρός μου είναι μαλλιάς σαν και σένα. Να προσέχεις,Κυριάκο, τους φαλακρούς.
-Αστειεύεσαι, κυρ Γιαννή μου,εγώ δε μπλέκομαι τόσο εύκολα σε καμία οργάνωση . Εγώ δε γίνομαι πιόνι στη σκακιέρα κανενός. Φτάνει τώρα που γίναμε, με το έτσι θέλω,του μακαρίτη του Μεταξά.
-Μακαρίτης,είπες; Πέθανε ο Μεταξάς;
-Nαι! δεν τάμαθες; Εχθές.
-Εχθές; Eχθές,πήρα άδεια, περίμενα τον ανηψιό μου. Σήμερα δεν μου το είπε κανένας. Πολλοί έλειπαν από το γραφείο. Βρε τους βρωμοφασίστες.
-Ευτυχώς, εμείς εδώ περνάμε τώρα πιο ήσυχα, έχουν καταλαγιάσει τα μίση.Ο Θεός έβαλε το χέρι του.
-Έτοιμος ο κιμάς. Θέλεις τίποτις άλλο,κύριε Γιαννή μου;
- Θέλω,βεβαίως θέλω.
-Μήπως θέλεις να σου ετοιμάσω ένα καφεδάκι;
-Θέλω και το ρωτάς; Κατάκοπος είμαι, Θα με στηλώσει.
-Έτσι μπράβο,μη σε δει η κυρά σ αυτά τα χάλια και τρομάξει.
-Μα και αυτή,νομίζεις,είναι σε καλύτερη κατάσταση; Ξάγρυπνοι είμαστε και οι δύο μας από την αγωνία που είχαμε. Ο ανηψιός μας ταξίδευε με τέτοιον καιρό,χειμωνιάτικα.
-Έτοιμο το καφεδάκι. Δεν ξέρω άν σου αρέσει,μέτριος είναι.
-Καλός είναι, ευχαριστώ. Κυριάκο, θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Θέλω να πάρεις τον ανηψιό μου στη δουλειά σου,να σε βοηθά, με ένα μικρό μεροκάματο.
-Γιατί με ένα μικρό μεροκάματο; Θα αμείβεται σύμφωνα με τη δουλειά,που θα κάνει.
- Ώστε δέχεσαι; Με κάνεις πολύ χαρούμενο. Να σου τον φέρω κι όλας αύριο πρωϊ πρωϊ. Είναι παιδί τζιμάνι.
-Καλοταϊσμένο,ε;
-Kαλπταϊσμένο,δε λες τίποτα. Με μπριτζολάκια. Ο πατέρας του,μερακλής άνθρωπος, κάθε βράδυ, που τελείωνε η δουλειά του και έκλεινε το μαγαζί του για τους πελάτες,δεχότανε τους συγγενείς και τους φίλους του. Έμπαινε στο διπλανό και συνεχόμενο κουζινάκι και ετοίμαζε στο τσάκα τσάκα και τι δεν ετοίμαζε!
-Τι ηλικία έχει το παιδί;
-Είναι 10 χρόνων.
- Είναι μικρός για να δουλέψει στα φανερά, ύστερα έχω βοηθό,όπως βλέπεις, τον Τασούλη,που πληρεί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις,και της ηλικίας, μην έχομε μπλεξίματα με αγορανομίες και με υγειονομικές υπηρεσίες .Φτάνουν τα άλλα μπλεξίματα.
-Ε! τι περιμένεις,Κυριάκο,τόση ώρα και δε μιλάς.
-Σκέφτομαι,κύριε Γιαννή,να τον στείλω στα σφαγεία. Εκεί θα είναι πιο προφυλαγμένος και για την ηλικία του,είναι μικρός, εδώ στο κρεοπωλείο, θα έχει το φόβο μη τυχόν απολυθεί,ενώ εκεί θα είναι πιο προφυλαγμένος.
-Εν τάξει,λοιπόν, ας δουλέψει στα σφαγεία.Κυριάκο,σε χαιρετώ και αύριο πρωϊ πρωϊ θα σου τον φέρω να τον γνωρίσεις.
- Μετά χαράς. Περιμένω.
-Γειά και χαρά.
Πώς μπορείς να μιλάς για χαρά σε μια εποχή κατοχική που τα κανόνια και οι ρουκέτες έχουν στήσει τρελλό χορό.
Οι άνθρωποι της πρωτεύουσας που μόνο η δουλειά και η οικογένεια τους ενδιέφερε και δεν ήταν ενταγμένοι σε καμία οργάνωση,όπως οι γραμματιζούμενοι,που βρήκαν την ευκαιρία να σηκωθούν από το γραφείο τους και να συντρέξουν, να βοηθήσουν,να λυτρώσουν,να ελευθερώσουν την πατρίδα τους, χωρίς να ξέρουν πως κάποιος από εκεί ψηλά πρέπει να δώσει το οκέυ χωρίς απαραιτήτως να είναι ο Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου