Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα Συνέχεια.
Η πρώτη ημέρα,που ο Θεοφάνης άρχισε την εργασία του,ήταν γεμάτη από εκπλήξεις.
Πρώτη φορά έβλεπε τόσο πλήθος ζώα να κρέμονται από τα τσιγγέλια τους.
Όλων των ειδών τα ζώα βρίσκονταν εκεί.
Οι εκδορείς είχαν πιάσει κι όλας δουλειά,έγδερναν τα ζώα,που σε λίγο θα γίνονταν ανάρπαστα από τον κόσμο,από τους κρεατοφάγους,που δεν ήταν λίγοστοί,καθώς έβλεπε το πλήθος των ζώων που είχαν υποστεί το μαρτύριο της σφαγής από τους σφαγείς.
Η υποδοχή στο Θεοφάνη από τους εργαζόμενους στις ελαφρές δουλειές ήταν πολύ εγκάρδια.
Όλοι τους ήταν σχεδόν παιδιά λίγο μεγαλύτεροι από αυτόν.
Χάρηκαν πάρα πολύ που ένα νέο πρόσωπο προστέθηκε στην παρέα τους και δεν ήξεραν τι να κάνουν για να τον ευχαριστήσουν.
Άνοιξαν μπουκάλια με κρασί για να τον καλοσωρίσουν.
Στο μικρό αγόρι,στο Θεοφάνη,άνοιξαν αναψυκτικά.
Μα δεν ήθελε.
Μόνο νερό ήθελε να πιεί.
Τις επόμενες ώρες του ανέθεσαν μια πολύ ελαφριά εργασία
Ένα ραβδί κρατούσε,που στην άκρη του είχαν δεμένη μια ουρά ζώου,που χρησίμευε,ανεμίζοντας το,δεξιά αριστερά,να διώχνει τις μύγες,που απομιζούσαν το σώμα των σφαγμένων ζώων.
Τις επόμενες ημέρες κρατούσε ένα μάκτρο και βρισκόταν κοντά στον εκδορέα να σφουγγίζει τα αίματα του ζώου καθώς αυτός λίγο λίγο και σιγά σιγά τραβούσε την προβιά προς τα κάτω.
Τα επόμενα χρόνια ,όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι κατακτητές είχαν αναχωρήσει για την πατρίδα τους, στα 15 του ο Θεοφάνης ανέβηκε στην ιεραρχία στο συνδικάτο των κρεοπωλών και έγινε ο καλύτερος βοηθός του Κυριάκου.
Έτσι που ο θείος του,συνταξιούχος πλέον,απολάμβανε τη θαλπωρή της οικογένειας,που πάντοτε ονειρευόταν και περίμενε με πολύ αγωνία να γίνει συνταξιούχος και η θεία του απολάμβανε πολύ τρυφερό κρεατάκι, όμορφα τεμαχισμένο,από τα χεράκια του ανηψιού της.
Τα χρόνια περνούσαν ευχάριστα και ο Θεοφάνης μεγάλωνε στην πρωτεύουσα,κοντά στον θείο και στην θεία του.
Έγινε θηρίο,υψηλός και γεμάτος,ίδιος ο θείος του ο κύριος Γιαννής,ο αδελφός της μαμάς του.
Η φτιαξιά του έδειχνε από μακριά το αποτέλεσμα που είχε στον οργανισμό του η δουλειά του.
Όλοι οι άνθρωποι μετά την κατοχή θες για να αναπληρώσουν τις χαμένες από τον οργανισμό τους πρωτεϊνες ,θες γιατί είχαν χορτάσει τις λαχανίδες όρμησαν τώρα στο κρέας.
Ταχτική πελάτισσα στο κρεοπωλείο του Κυριάκου,όπου δούλευε ο Θεοφάνης,ηταν η Μαριτσούλα,ένα αεικίνητο,σβέλτο, κοριτσάκι,που ο έφηβος Θεοφάνης την αγάπησε με την πρώτη ματιά και ήταν πολύ ευτυχισμένος
Η πρώτη ημέρα,που ο Θεοφάνης άρχισε την εργασία του,ήταν γεμάτη από εκπλήξεις.
Πρώτη φορά έβλεπε τόσο πλήθος ζώα να κρέμονται από τα τσιγγέλια τους.
Όλων των ειδών τα ζώα βρίσκονταν εκεί.
Οι εκδορείς είχαν πιάσει κι όλας δουλειά,έγδερναν τα ζώα,που σε λίγο θα γίνονταν ανάρπαστα από τον κόσμο,από τους κρεατοφάγους,που δεν ήταν λίγοστοί,καθώς έβλεπε το πλήθος των ζώων που είχαν υποστεί το μαρτύριο της σφαγής από τους σφαγείς.
Η υποδοχή στο Θεοφάνη από τους εργαζόμενους στις ελαφρές δουλειές ήταν πολύ εγκάρδια.
Όλοι τους ήταν σχεδόν παιδιά λίγο μεγαλύτεροι από αυτόν.
Χάρηκαν πάρα πολύ που ένα νέο πρόσωπο προστέθηκε στην παρέα τους και δεν ήξεραν τι να κάνουν για να τον ευχαριστήσουν.
Άνοιξαν μπουκάλια με κρασί για να τον καλοσωρίσουν.
Στο μικρό αγόρι,στο Θεοφάνη,άνοιξαν αναψυκτικά.
Μα δεν ήθελε.
Μόνο νερό ήθελε να πιεί.
Τις επόμενες ώρες του ανέθεσαν μια πολύ ελαφριά εργασία
Ένα ραβδί κρατούσε,που στην άκρη του είχαν δεμένη μια ουρά ζώου,που χρησίμευε,ανεμίζοντας το,δεξιά αριστερά,να διώχνει τις μύγες,που απομιζούσαν το σώμα των σφαγμένων ζώων.
Τις επόμενες ημέρες κρατούσε ένα μάκτρο και βρισκόταν κοντά στον εκδορέα να σφουγγίζει τα αίματα του ζώου καθώς αυτός λίγο λίγο και σιγά σιγά τραβούσε την προβιά προς τα κάτω.
Τα επόμενα χρόνια ,όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι κατακτητές είχαν αναχωρήσει για την πατρίδα τους, στα 15 του ο Θεοφάνης ανέβηκε στην ιεραρχία στο συνδικάτο των κρεοπωλών και έγινε ο καλύτερος βοηθός του Κυριάκου.
Έτσι που ο θείος του,συνταξιούχος πλέον,απολάμβανε τη θαλπωρή της οικογένειας,που πάντοτε ονειρευόταν και περίμενε με πολύ αγωνία να γίνει συνταξιούχος και η θεία του απολάμβανε πολύ τρυφερό κρεατάκι, όμορφα τεμαχισμένο,από τα χεράκια του ανηψιού της.
Τα χρόνια περνούσαν ευχάριστα και ο Θεοφάνης μεγάλωνε στην πρωτεύουσα,κοντά στον θείο και στην θεία του.
Έγινε θηρίο,υψηλός και γεμάτος,ίδιος ο θείος του ο κύριος Γιαννής,ο αδελφός της μαμάς του.
Η φτιαξιά του έδειχνε από μακριά το αποτέλεσμα που είχε στον οργανισμό του η δουλειά του.
Όλοι οι άνθρωποι μετά την κατοχή θες για να αναπληρώσουν τις χαμένες από τον οργανισμό τους πρωτεϊνες ,θες γιατί είχαν χορτάσει τις λαχανίδες όρμησαν τώρα στο κρέας.
Ταχτική πελάτισσα στο κρεοπωλείο του Κυριάκου,όπου δούλευε ο Θεοφάνης,ηταν η Μαριτσούλα,ένα αεικίνητο,σβέλτο, κοριτσάκι,που ο έφηβος Θεοφάνης την αγάπησε με την πρώτη ματιά και ήταν πολύ ευτυχισμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου