Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013
Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.Συνέχεια.Δημήτρη μου,τι ωραίος που είναι ο ναός του αγίου Λουδοβίκου.-Ναι!Πράγματι,Άννα μου,είναι πολύ ωραίος ναός.Τι λες πάμε τώρα στην Κρατική Βιβλιοθήκη να βυθιστούμε στην μελέτη?-Δημήτρη μου,πάμε μια άλλη ημέρα στην βιβλιοθήκη.-Μα γιατί? -Δημήτρη μου,αυτό που προέχει τώρα είναι να επισκεφτούμε τον ορθοπεδικό.Ξέχασες? Έχεις μαζί σου την κάρτα του? -Ναι!την έχω εδώ,στην εσωτερική τσέπη στο σακκάκι μου.Πόσο νοιάζεται και πόσο με προσέχει αυτό το κορίτσι,είπε ο Δημήτρης και έδωσε στην Άννα ένα φιλί στο μάγουλο.-Άννα μου,πρώτα να τηλεφωνήσουμε να κλείσουμε ώρα.-Πότε δέχεται? -Η κάρτα του γράφει 9-2.-Ωραία!Δημήτρη μου,πάμε σπίτι.-Τι ώρα είναι?-Η ώρα είναι 11 πιστεύω να προλάβουμε να κλείσουμε ραντεβού για σήμερα.-Ναι!πάμε στην στάση.-Αγάπη μου γλυκιά, πώς με φροντίζεις πώς,είπε ευχαριστημένος ο Δημήτρης και την φίλησε...............................................................................
Δυο πόδια να είχα κι ας ήταν ξύλινα.Φωνάζει ο Κωνσταντής ολημερίς ξαπλωμένος στις κουβέρτες του.Η κυρά του σκυφτή από την κούραση,γυροφέρνει εκεί δίπλα του και πρόθυμα προσφέρει την βοήθεια της.-Πού να είναι ο Γιώργης ο ταχυδρόμος να φανεί να μου φέρει γράμμα από το Δημητρό μου.Πού είσαι μωρέ παιδί μου.Πήγες στην Γερμανία και μας ξέχασες;Πού είσαι Δημητρό μου,πού είσαι γιατί δεν μας θυμάσαι.Δυο λόγια γράψε μας,ενημέρωσε μας.Μη μας αφήνεις σε αγωνία.Ένα τηλεφώνημα στο καφενείο να κάνει και η μάνα του θα τρέξει.Πού'ναι τος,μωρέ παιδί μου,πού'ναι τος.-Κωνσταντή μου,καλέ μου άντρα,μην κάνεις έτσι,μην χoλοσκάζεις.Καλά είναι το παιδί και μας θυμάται μα έχει τις ασχολίες του.Είναι οι πρώτες μέρες στον ξένο τόπο και θα έχει τρεχάματα για την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο.Ξεχνάς πως πήγε στην Γερμανία για τα Μεταπτυχιακά του;
-Εγώ θέλω το παιδί μου,θέλω το παιδί μου τώρα,να ακούσω την φωνή του,να διαβάσω δυο αράδες του.Πού'ναι το μωρέ,πού'ναι το.Να μου φωνάξει από την πόρτα "Πατέρα,νάμαι ήρθα".-Καλέ μου Κωνσταντή,έλα στα σύγκαλα σου τι κουβέντες είναι αυτές που λες τούτη την ώρα.Να έλθει το παιδί να μας δει και να εμποδίσουμε τις δουλειές του,στα καλά καθούμενα;Μη στενοχωριέσαι θα έλθει το γράμμα από το Δημήτρη μας.-Ναι! καλή μου,γυναίκα.Δεν ξέρω τι λέω.Ολημερίς ξαπλωμένος τάχω χαμένα.Συγχώρεσε με,σε στεναχωρώ και σε βάζω σε έγνοιες.Συγχώρεσε με,σε κάνω και υποφέρεις.Πιάνει τα χέρια της,τα κλείνει στα δικά του και τα γεμίζει φιλιά.Αγαπημένη μου γυναίκα,αγαπημένη μου κυρά,τι θα γινόμουν αν δεν ήσουν στο πλάϊ μου.-Ησύχασε τώρα Κωνσταντή μου,ησύχασε.Θες να σε σηκώσω να καθίσεις λίγο στην πολυθρόνα;Θες να στείλω την Ρηνιώ μας να φωνάξει τον Νικόλα,τον φίλο σου να κουβεντιάσετε;Θες να έλθει η Λενιώ μας να σου διαβάσει ένα διήγημα από το αναγνωστικό της;Πες μου τι θέλεις καρδιά μου,να σου κάνω αμέσως ό,τι θέλεις.-Φέρε μου νερό.Νόστιμο ήτανε το φαγητό σου αλλά σου ξέφυγε στο αλάτι και διψώ τώρα.Μπαίνει στην κουζίνα η κυρά του να φέρει το νερό στον άντρα της και βρίσκει την κόρη της,την Ρηνιώ,να τρώει το φαγάκι της.-Ρηνούλα,τελείωσε γρήγορα,κορίτσι μου,το φαγητό σου και τρέξε στο καφενείο να φωνάξεις τον Νικόλα να κάνει λίγη συντροφιά στον πατέρα σου,να κουβεντιάσουνε λίγο γιατί θα αποτρελλαθεί εκεί ξαπλωμένος,ολομόναχος .-Καλά μάνα,αποτρώγω και τρέχω. -Κυρ Νικόλα,κυρ Νικόλα.-Καλώς το Ρηνιώ,τι συμβαίνει;-Έλα γρήγορα στο σπίτι μας,είπε η μάνα μου,να κάνεις παρέα στον πατέρα μου γιατί φωνάζει και θέλει τον Δημήτρη.Έλα σε παρακαλώ,κυρ Νικόλα.-Πήγαινε,παιδί μου, κι εγώ σε λίγο θα έλθω,να πιω τον καφέ μου.-Καλά κυρ Νικόλα,σ'ευχαριστώ πολύ.-Τίποτα,παιδί μου.-Μάνα πήγα,βρήκα τον κυρ Νικόλα.Πίνει τον καφέ του κι έρχεται,μου είπε.-Σ'ευχαριστώ,κορίτσι μου,λέει δακρυσμένη από χαρά.Αγκαλιάζει το κορίτσι της, ακουμπάει απαλά το προσωπάκι της στο μητρικό της στήθος,χαϊδεύει με μητρική στοργή τα μαλλάκια της και με τρεμάμενη από συγκίνηση φωνή λέει.Ειρηνούλα μου,αν δεν είχα εσάς, τα μικρά μου κοριτσάκια, τι θα γινόμουν μοναχή.Σ'ευχαριστώ,Θεούλη μου,σ'ευχαριστώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου