To Kυριακάτικο Μυθιστόρημα
Βρισκόμαστε στην βραδιά της οινοποσίας,όταν όλοι πήγαν για ύπνο.
Η Άννα βγήκε από το δωμάτιο της πήγε στο δωμάτιο του Δημήτρη. Χτύπησε την πόρτα.
-Δημήτρη! κοιμάσαι?
-Άννα! εσύ είσαι? τι συμβαίνει,κορίτσι μου.
-Άνοιξε μου θέλω να σου μιλήσω.
Νυσταγμένος ο Δημήτρης σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα.Άννα έλα μέσα.Μα γιατί δεν κοιμάσαι?
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ.Είδα τον Τόμας που άνοιγε την σαμπάνια.Τα δάκτυλα στο δεξί του χέρι.
-Ε! τι έχουν τα δάκτυλα του.
-Δεν ξέρω,Δημήτρη μου,είναι αφύσικα κάπως παράξενα τοποθετημένα και το ένα δάκτυλο είναι κομμένο.
-Ε! και τι σου έκανε εντύπωση. Ατύχημα θα έπαθε ο άνθρωπος.Αύριο να τον ρωτήσουμε.Πάμε τώρα για ύπνο.
-Το χέρι του Τόμας καθώς άνοιγε την σαμπάνια με αναστάτωσε,Δημήτρη μου.
-Αλήθεια πρόσεξα το τρομαγμένο βλέμμα σου μα το απέδωσα στον φόβο, όταν ο φελλός πετάχτηκε με θόρυβο κι έπεσε στο χέρι σου.
-Και γι αυτό,Δημήτρη μου, μα περισσότερο τρόμαξα με την θέα του χεριού του.
- Ο Δημήτρης έκλεισε στην ζεστή αγκαλιά του την Άννα.Κοιμήθηκαν ήρεμα. Όλη τη νύχτα έβλεπαν τα ίδια γαλαζοπράσινα όνειρα.Ο ήλιος της άλλης ημέρας τους βρήκε αγκαλιά.Πρώτος ξύπνησε ο Δημήτρης.
-Αννούλα μου,ξύπνα, καρδούλα μου,αργήσαμε, μας περιμένουν στο Πανεπιστημιακό για την δίαιτα της κυρίας Χίλντα.
-Δημήτρη μου,άσε με να χουζουρέψω λίγο.Ούτε ο κύριος Ερρίκος είναι ξύπνιος αλλιώς θα μας ξυπνούσε.
Η Άννα δεν μπορούσε να ξυπνήσει.Οι μπύρες στην μπυραρία και η σαμπάνια που ακολούθησε στο σπίτι, έφεραν στην Άννα ένα βαθύ ύπνο και γι αυτό δεν μπορούσε να ξυπνήσει.
Τα παιδιά πήγαν στο Πανεπιστημιακό διαιτολογικό κέντρο πήραν τις γραπτές οδηγίες,όπως είδαμε,επέστρεψαν στο σπίτι.Σχολίασαν το διαιτολόγιο,που δεν ήταν μια συγκεκριμένη δίαιτα.Ήταν μια λίστα με τις απαγορευμένες και τις επιτρεπόμενες τροφές και επέστρεψαν στο Πανεπιστήμιο για τις δικές τους απασχολήσεις.Ο Ερρίκος και η Helga δούλεψαν σκληρά στο γραφείο τους και η Νίνα με τον Τόμας στις δουλειές του σπιτιού και στην κουζίνα.
Έφτασε το απογευματάκι.Η Άννα και ο Δημήτρης επέστρεψαν στο σπίτι.Το βραδινό φαγητό που η Νίνα με πολύ αγάπη ετοίμαζε μοσχομύριζε.
Η Άννα ζήτησε από την Νίνα να βοηθήσει στην κουζίνα.Η Νίνα το επέτρεψε.Έτσι η Άννα βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Τόμας.Το μαγείρευμα τελείωσε και τα δύο ζευγάρια ο Ερρίκος με την Helga και η Άννα με τον Δημήτρη κάθισαν στο σαλόνι.Παρακολουθούσαν ένα φιλμ στην τηλεόραση μέχρι η Νίνα και ο Τόμας να σερβίρουν το φαγητό.
-Αννούλα,τι έκανες στην κουζίνα?
-Τίποτα το ιδιαίτερο,Δημήτρη μου,πήρα τα ποτήρια από το ντουλάπι και τα τοποθέτησα στον μεγάλο δίσκο σερβιρίσματος της Νίνας. Τοποθέτησα και τα μαχαιροπείρουνα,τις πετσέτες.
-Μίλησες,κορίτσι μου,με τον Τόμας?
-Ναι! μίλησα.Δεν έκανε δουλειές. Καθότανε στην καρέκλα και ξεκουραζότανε.
-Τον ρώτησες?
-Ναι!Δημήτρη μου.Πήρα θάρρος και τον ρώτησα πού έχασε το δάκτυλο του.
-Τι σου είπε?
-Μα τι λέτε οι δύο σας εκεί,ρώτησε ο Ερρίκος,που τους είδε να σιγοκουβεντιάζουν.
-Κύριε Ερρίκο είδα τον Τόμας με τα παράξενα δάκτυλα στο ένα χέρι και πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω.
-Και τι σου είπε Άννα? Νομίζω δεν έχει ένα δάκτυλο.
-Ναι! δεν έχει ένα δάκτυλο,κύριε Ερρίκο.
-Μου διηγήθηκε την περιπέτεια του.Μου είπε ότι πριν έλθουν στο Μόναχο,στο σπίτι σας,ζούσαν με την Νίνα στην πόλη όπου γεννήθηκαν στο Μέρφυ της Νότιας Καρολίνας.Εκεί εργαζόταν ο Τόμας σε πριονιστήριο και του συνέβη το ατύχημα..Γι αυτό απεφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμα.
-Ώστε από το Μέρφυ της Ν. Καρολίνας είναι ο Τόμας και η Νίνα.Δεν το γνώριζα.
-Δεν το γνωρίζατε?
Ρώτησε έκπληκτη η Άννα.
-Εγώ,όχι! γιατί εκπλήτεσαι,Άννα. Η Helga σίγουρα ξέρει αφού ο αδελφός της ο Γιόζεφ μερήμνησε για τον ερχομό τους .
-Άννα,τι άλλο σου είπε ο Τόμας.
Μου είπε πόσο δύσκολη ήταν εκεί η ζωή τους στην ορεινή αυτή περιοχή με τα πολλά χωριά παραθερισμού,που είναι γεμάτη η περιοχή και με την πελώρια βλάστηση από τις πολλές βροχές.
-Ε! ωραία ασφαλώς έχει και ανεπτυγμένη υλοτομεία,είπε ο Ερρίκος.
-Ναι! ακριβώς. Έκοβαν τους κορμούς των δέντρων που περνούσαν από το πριονιστήριο.Εκεί γινόταν η επεξεργασία τους Κατασκεύαζαν έπιπλα,πλοία,σανίδες για οροφές και πατώματα και άλλες ξύλινες κατασκευές.Μου είπε πόσο πολλά οπωροφόρα δένδρα έχει η πατρίδα του,κυρίως μηλιές.Μου είπε για την κτηνοτροφία και τα δέρματα που επεξεργάζονται εκεί.
-Και γιατί έφυγαν,ρώτησε ο Δημήτρης.
-Απεφάσισαν να φύγουν γιατί είχαν μείνει πια μόνοι.Οι γονείς τους πέθαναν,παιδιά δεν είχαν και τίποτε πια δεν τους κρατούσε στην πατρίδα..Έδωσαν τα στοιχεία τους σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας στην Ουάσιγκτον,με τις ικανότητες και τα προσόντα που τους χαρακτηρίζουν κι έτσι ο κύριος Γιόζεφ,ο αδελφός της Helga,τους βρήκε.
-Τόμας,φώναξε ο Ερρίκος,έλα κοντά μας να τα διηγηθείς.Να τα ακούσουμε από πρώτο χέρι.
Πήρε ο Τόμας την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους.
-Ήταν πολύ δύσκολοι καιροί για τους μαύρους εκείνη την εποχή στο Μέρφυ σε μια πόλη όπου ο ρατσισμός ήταν πολύ εμφανής.Υπήρχε μεγάλη διάκριση ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους στην πόλη αυτή.
-Ναι! υπήρχε πολλή δυστυχία στους μαύρους εκείνα τα χρόνια,είπε η Νίνα, που τακτοποιούσε το τραπέζι.
-Στην Εκκλησία δεν επέτρεπαν να καθίσουμε με τους λευκούς.Στο λεωφορείο το ίδιο. Οι μαύροι περιορίζονταν στα πίσω καθίσματαΣτα σχολεία των λευκών δεν γινόντουσαν δεκτά τα μαυράκια.
-Τα παιδιά των μαύρων,είπε η Άννα στον Δημήτρη,που την κοίταξε έκπληκτος.
-Γενικά επικρατούσε ένα κλίμα μίσους και φόβου από μέρους των λευκών και αντιπάθειας από μέρους των μαύρων,είπε ο Τόμας.Εκεί που βρισκόταν οι μεν δεν μπορούσαν να βρίσκονται οι δε.
-Στους λευκούς επικρατούσε μεγαλύτερος φόβος,είπε η Νίνα.Οι λευκοί φοβόντουσαν πολύ δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν στις ίδιες αλάνες με τα παιδιά των μαύρων.
-Οι μαύροι ήταν ακόμα παραγκωνισμένοι,είπε ο Τόμας.Μας χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές, σε περισσότερο πρακτικές δουλειές.Καπνοκαθαριστές,οδοκαθαριστές,μάγειροι,υπηρέτες,τεχνίτες.
-Συγγνώμη, Τόμας,οι καπνοκαθαριστές τι επάγγελμα είναι,ρώτησε η Άννα.
-Καθαρίζουν τα τζάκια,κορίτσι μου,είπε ο Τόμας.
-Ευχαριστώ Τόμας,είπα κι εγώ.
--Τι είπες,Άννα μου,ρώτησε ο Δημήτρης.
-Έλεγα μήπως οι μαύροι κουνώντας ένα πελώριο φύλλο από ένα ειδικό δένδρο καθάριζαν την ατμόσφαιρα του σπιτιού των κυρίων τους από τον καπνό των τσιγάρων.
-Όχι! κορίτσι μου,είπε ο Τόμας καθάριζαν τζάκια.
Όλοι γέλασαν με την φανταστική ερμηνεία της Άννας.
Ο Τόμας συνέχισε.
-Ώσπου αυτός ο καλός άνθρωπος,ο μαύρος ιερωμένος Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ,σε συνεργασία με τον Ρωμαιοκαθολικό γερουσιαστή και υποψήφιο πρόεδρο τον Τζον Κέννεντυ άρχισαν να απελευθερώνουν και να δίνουν δικαιοδοσίες και προνόμια στους πτωχούς και κατατρεγμένους μέχρι τότε,μαύρους.
Βρισκόμαστε στην βραδιά της οινοποσίας,όταν όλοι πήγαν για ύπνο.
Η Άννα βγήκε από το δωμάτιο της πήγε στο δωμάτιο του Δημήτρη. Χτύπησε την πόρτα.
-Δημήτρη! κοιμάσαι?
-Άννα! εσύ είσαι? τι συμβαίνει,κορίτσι μου.
-Άνοιξε μου θέλω να σου μιλήσω.
Νυσταγμένος ο Δημήτρης σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα.Άννα έλα μέσα.Μα γιατί δεν κοιμάσαι?
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ.Είδα τον Τόμας που άνοιγε την σαμπάνια.Τα δάκτυλα στο δεξί του χέρι.
-Ε! τι έχουν τα δάκτυλα του.
-Δεν ξέρω,Δημήτρη μου,είναι αφύσικα κάπως παράξενα τοποθετημένα και το ένα δάκτυλο είναι κομμένο.
-Ε! και τι σου έκανε εντύπωση. Ατύχημα θα έπαθε ο άνθρωπος.Αύριο να τον ρωτήσουμε.Πάμε τώρα για ύπνο.
-Το χέρι του Τόμας καθώς άνοιγε την σαμπάνια με αναστάτωσε,Δημήτρη μου.
-Αλήθεια πρόσεξα το τρομαγμένο βλέμμα σου μα το απέδωσα στον φόβο, όταν ο φελλός πετάχτηκε με θόρυβο κι έπεσε στο χέρι σου.
-Και γι αυτό,Δημήτρη μου, μα περισσότερο τρόμαξα με την θέα του χεριού του.
- Ο Δημήτρης έκλεισε στην ζεστή αγκαλιά του την Άννα.Κοιμήθηκαν ήρεμα. Όλη τη νύχτα έβλεπαν τα ίδια γαλαζοπράσινα όνειρα.Ο ήλιος της άλλης ημέρας τους βρήκε αγκαλιά.Πρώτος ξύπνησε ο Δημήτρης.
-Αννούλα μου,ξύπνα, καρδούλα μου,αργήσαμε, μας περιμένουν στο Πανεπιστημιακό για την δίαιτα της κυρίας Χίλντα.
-Δημήτρη μου,άσε με να χουζουρέψω λίγο.Ούτε ο κύριος Ερρίκος είναι ξύπνιος αλλιώς θα μας ξυπνούσε.
Η Άννα δεν μπορούσε να ξυπνήσει.Οι μπύρες στην μπυραρία και η σαμπάνια που ακολούθησε στο σπίτι, έφεραν στην Άννα ένα βαθύ ύπνο και γι αυτό δεν μπορούσε να ξυπνήσει.
Τα παιδιά πήγαν στο Πανεπιστημιακό διαιτολογικό κέντρο πήραν τις γραπτές οδηγίες,όπως είδαμε,επέστρεψαν στο σπίτι.Σχολίασαν το διαιτολόγιο,που δεν ήταν μια συγκεκριμένη δίαιτα.Ήταν μια λίστα με τις απαγορευμένες και τις επιτρεπόμενες τροφές και επέστρεψαν στο Πανεπιστήμιο για τις δικές τους απασχολήσεις.Ο Ερρίκος και η Helga δούλεψαν σκληρά στο γραφείο τους και η Νίνα με τον Τόμας στις δουλειές του σπιτιού και στην κουζίνα.
Έφτασε το απογευματάκι.Η Άννα και ο Δημήτρης επέστρεψαν στο σπίτι.Το βραδινό φαγητό που η Νίνα με πολύ αγάπη ετοίμαζε μοσχομύριζε.
Η Άννα ζήτησε από την Νίνα να βοηθήσει στην κουζίνα.Η Νίνα το επέτρεψε.Έτσι η Άννα βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Τόμας.Το μαγείρευμα τελείωσε και τα δύο ζευγάρια ο Ερρίκος με την Helga και η Άννα με τον Δημήτρη κάθισαν στο σαλόνι.Παρακολουθούσαν ένα φιλμ στην τηλεόραση μέχρι η Νίνα και ο Τόμας να σερβίρουν το φαγητό.
-Αννούλα,τι έκανες στην κουζίνα?
-Τίποτα το ιδιαίτερο,Δημήτρη μου,πήρα τα ποτήρια από το ντουλάπι και τα τοποθέτησα στον μεγάλο δίσκο σερβιρίσματος της Νίνας. Τοποθέτησα και τα μαχαιροπείρουνα,τις πετσέτες.
-Μίλησες,κορίτσι μου,με τον Τόμας?
-Ναι! μίλησα.Δεν έκανε δουλειές. Καθότανε στην καρέκλα και ξεκουραζότανε.
-Τον ρώτησες?
-Ναι!Δημήτρη μου.Πήρα θάρρος και τον ρώτησα πού έχασε το δάκτυλο του.
-Τι σου είπε?
-Μα τι λέτε οι δύο σας εκεί,ρώτησε ο Ερρίκος,που τους είδε να σιγοκουβεντιάζουν.
-Κύριε Ερρίκο είδα τον Τόμας με τα παράξενα δάκτυλα στο ένα χέρι και πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω.
-Και τι σου είπε Άννα? Νομίζω δεν έχει ένα δάκτυλο.
-Ναι! δεν έχει ένα δάκτυλο,κύριε Ερρίκο.
-Μου διηγήθηκε την περιπέτεια του.Μου είπε ότι πριν έλθουν στο Μόναχο,στο σπίτι σας,ζούσαν με την Νίνα στην πόλη όπου γεννήθηκαν στο Μέρφυ της Νότιας Καρολίνας.Εκεί εργαζόταν ο Τόμας σε πριονιστήριο και του συνέβη το ατύχημα..Γι αυτό απεφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμα.
-Ώστε από το Μέρφυ της Ν. Καρολίνας είναι ο Τόμας και η Νίνα.Δεν το γνώριζα.
-Δεν το γνωρίζατε?
Ρώτησε έκπληκτη η Άννα.
-Εγώ,όχι! γιατί εκπλήτεσαι,Άννα. Η Helga σίγουρα ξέρει αφού ο αδελφός της ο Γιόζεφ μερήμνησε για τον ερχομό τους .
-Άννα,τι άλλο σου είπε ο Τόμας.
Μου είπε πόσο δύσκολη ήταν εκεί η ζωή τους στην ορεινή αυτή περιοχή με τα πολλά χωριά παραθερισμού,που είναι γεμάτη η περιοχή και με την πελώρια βλάστηση από τις πολλές βροχές.
-Ε! ωραία ασφαλώς έχει και ανεπτυγμένη υλοτομεία,είπε ο Ερρίκος.
-Ναι! ακριβώς. Έκοβαν τους κορμούς των δέντρων που περνούσαν από το πριονιστήριο.Εκεί γινόταν η επεξεργασία τους Κατασκεύαζαν έπιπλα,πλοία,σανίδες για οροφές και πατώματα και άλλες ξύλινες κατασκευές.Μου είπε πόσο πολλά οπωροφόρα δένδρα έχει η πατρίδα του,κυρίως μηλιές.Μου είπε για την κτηνοτροφία και τα δέρματα που επεξεργάζονται εκεί.
-Και γιατί έφυγαν,ρώτησε ο Δημήτρης.
-Απεφάσισαν να φύγουν γιατί είχαν μείνει πια μόνοι.Οι γονείς τους πέθαναν,παιδιά δεν είχαν και τίποτε πια δεν τους κρατούσε στην πατρίδα..Έδωσαν τα στοιχεία τους σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας στην Ουάσιγκτον,με τις ικανότητες και τα προσόντα που τους χαρακτηρίζουν κι έτσι ο κύριος Γιόζεφ,ο αδελφός της Helga,τους βρήκε.
-Τόμας,φώναξε ο Ερρίκος,έλα κοντά μας να τα διηγηθείς.Να τα ακούσουμε από πρώτο χέρι.
Πήρε ο Τόμας την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους.
-Ήταν πολύ δύσκολοι καιροί για τους μαύρους εκείνη την εποχή στο Μέρφυ σε μια πόλη όπου ο ρατσισμός ήταν πολύ εμφανής.Υπήρχε μεγάλη διάκριση ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους στην πόλη αυτή.
-Ναι! υπήρχε πολλή δυστυχία στους μαύρους εκείνα τα χρόνια,είπε η Νίνα, που τακτοποιούσε το τραπέζι.
-Στην Εκκλησία δεν επέτρεπαν να καθίσουμε με τους λευκούς.Στο λεωφορείο το ίδιο. Οι μαύροι περιορίζονταν στα πίσω καθίσματαΣτα σχολεία των λευκών δεν γινόντουσαν δεκτά τα μαυράκια.
-Τα παιδιά των μαύρων,είπε η Άννα στον Δημήτρη,που την κοίταξε έκπληκτος.
-Γενικά επικρατούσε ένα κλίμα μίσους και φόβου από μέρους των λευκών και αντιπάθειας από μέρους των μαύρων,είπε ο Τόμας.Εκεί που βρισκόταν οι μεν δεν μπορούσαν να βρίσκονται οι δε.
-Στους λευκούς επικρατούσε μεγαλύτερος φόβος,είπε η Νίνα.Οι λευκοί φοβόντουσαν πολύ δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν στις ίδιες αλάνες με τα παιδιά των μαύρων.
-Οι μαύροι ήταν ακόμα παραγκωνισμένοι,είπε ο Τόμας.Μας χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές, σε περισσότερο πρακτικές δουλειές.Καπνοκαθαριστές,οδοκαθαριστές,μάγειροι,υπηρέτες,τεχνίτες.
-Συγγνώμη, Τόμας,οι καπνοκαθαριστές τι επάγγελμα είναι,ρώτησε η Άννα.
-Καθαρίζουν τα τζάκια,κορίτσι μου,είπε ο Τόμας.
-Ευχαριστώ Τόμας,είπα κι εγώ.
--Τι είπες,Άννα μου,ρώτησε ο Δημήτρης.
-Έλεγα μήπως οι μαύροι κουνώντας ένα πελώριο φύλλο από ένα ειδικό δένδρο καθάριζαν την ατμόσφαιρα του σπιτιού των κυρίων τους από τον καπνό των τσιγάρων.
-Όχι! κορίτσι μου,είπε ο Τόμας καθάριζαν τζάκια.
Όλοι γέλασαν με την φανταστική ερμηνεία της Άννας.
Ο Τόμας συνέχισε.
-Ώσπου αυτός ο καλός άνθρωπος,ο μαύρος ιερωμένος Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ,σε συνεργασία με τον Ρωμαιοκαθολικό γερουσιαστή και υποψήφιο πρόεδρο τον Τζον Κέννεντυ άρχισαν να απελευθερώνουν και να δίνουν δικαιοδοσίες και προνόμια στους πτωχούς και κατατρεγμένους μέχρι τότε,μαύρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου