Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.Συνέχεια.
-Άννα! γιατί άργησες.Κοντεψα να τρελλαθώ από την αγωνία.
-Όλοι μας,είπε η Helga,γιατί δεν μας τηλεφώνησες να μας καθησυχάσεις.
-Πού ήσουν τόση ώρα και δεν ευαρεστήθηκες να μας κάνεις ούτε ένα τηλεφώνημα.Να μην το ξανακάνεις,σε παρακαλώ,είπε ο Δημήτρης,οργισμένος από την πολύωρη αναμονή.
Με το κουδούνισμα της πόρτας όλοι σηκώθηκαν όρθιοι.Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένοι στα πρόσωπα τους,όταν μπήκε η Άννα στο σπίτι.Είχε νυχτώσει.
-Πού ήσουν τόση ώρα,επανέλαβε ο Δημήτρης.
-Ήμουν με τον Φρίντριχ...
-Ήσουν με τον Φρίντριχ?και το λες έτσι απλά?Ο Δημήτρης πλησιάζει με άγριες διαθέσεις εναντίον της.Σηκώνει το χέρι του και της δίνει ένα χαστούκι.
-Δημήτρη,όχι!είπε η Helga.
-Δημήτρη,λέει η Άννα,πιάνοντας το μάγουλο της,με πόνεσες.
Ελάτε,παιδιά,ησυχάστε,είπε ο Ερρίκος,αγκάλιασε την Άννα από τους ώμους με το ένα χέρι και με το άλλο τον Δημήτρη,θέλοντας να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα.Ελάτε τώρα τι πράγματα είναι αυτά?
-Με συγχωρείς,Δημήτρη μου,είπε η Άννα,δεν έκανες καθόλου καλά.Λυπάμαι πάρα πολύ που με παρεξήγησες.Ο Φρίντριχ μπορούσε να είναι πατέρας μου καί έχει κόρη στην ηλικία μου.Μη ξεχνάς,ότι σπουδάζω ιατρική.Είμαι μία μέλλουσα ιατρός και μάλιστα ψυχίατρος.Η περίπτωση του με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
-Πώς σου ήρθε η σκέψη να συναντηθείς με τον Φρίντριχ.
-Μου έχει πει,ότι τώρα που είναι Φθινόπωρο έρχεται στο σταθμό κάθε μεσημέρι.Την γυναίκα του περιμένει να επιστρέψει από την Γαλλία.Ρώτησε,αν θέλεις,τον κύριο Ερρίκο.Εδώ τον γνωρίζουν όλοι.Είναι ένας άκακος ανθρωπάκος,δεν ενοχλεί κανέναν.Κάθε μέρα κατεβαίνει στο σταθμό .Περιμένει πως κάποια ημέρα η αγαπημένη του γυναίκα θα επιστρέψει.
-Ναί,είπε ο Ερρίκος,καθησυχάζοντας το Δημήτρη.Μη φοβάσαι,Δημήτρη,σου εγγυώμαι κι εγώ.Είναι ένας άνθρωπος πολύ καλός,μα τόσο δυστυχισμένος.Αγαπάει τους έλληνες πάρα πολύ.Στον πόλεμο βρέθηκε στην Ελλάδα να πολεμάει τους εχθρούς της πατρίδας του.Όμως εκεί βρήκε αλλοιώτικα τα πράγματα.Σε όποιο Ελληνικό χωριό έστηναν το διοικητήριο τους,οι Γερμανοί,νεαροί στρατιώτες, έμειναν κατάπληχτοι από την αγάπη,που τους περιέβαλαν οι Έλληνες κάτοικοι,που ήταν γέροι οι πιο πολλοί.με παιδιά και εγγόνια,που και αυτά πολεμούσαν.Πέρασε πολύ ήσυχα εκεί.Και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του έγινε ο πλέον φανατικός, όχι πολέμιος,έγινε παράλογα συμπαθών προς τους έλληνες.Από τους πλέον των τελευταίων χρόνων.Όταν συναντάει Έλληνες,προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους εξυπηρετήσει,να τους προσφέρει κάθε βοήθεια σε ανταπόδωση των όσων κι εκείνοι πρόσφεραν σε αυτό τον απλό Γερμανό στρατιώτη στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.
Η Άννα πήγε στη σχολή της,υπέγραψε όπου της υπέδειξαν και καθώς επέστρεφε, ήρθε στη σκέψη της ο Φρίντριχ.Ήθελε να τον συναντήσει και να μάθει περισσότερα για την ζωή αυτού του ευγενικού και καλού ανθρώπου.Ο νεανικός αυθορμητισμός την έκανε να μη σκεφτεί καθόλου,πως ίσως αγωνιούσαν στο σπίτι.
-Άννα! γιατί άργησες.Κοντεψα να τρελλαθώ από την αγωνία.
-Όλοι μας,είπε η Helga,γιατί δεν μας τηλεφώνησες να μας καθησυχάσεις.
-Πού ήσουν τόση ώρα και δεν ευαρεστήθηκες να μας κάνεις ούτε ένα τηλεφώνημα.Να μην το ξανακάνεις,σε παρακαλώ,είπε ο Δημήτρης,οργισμένος από την πολύωρη αναμονή.
Με το κουδούνισμα της πόρτας όλοι σηκώθηκαν όρθιοι.Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένοι στα πρόσωπα τους,όταν μπήκε η Άννα στο σπίτι.Είχε νυχτώσει.
-Πού ήσουν τόση ώρα,επανέλαβε ο Δημήτρης.
-Ήμουν με τον Φρίντριχ...
-Ήσουν με τον Φρίντριχ?και το λες έτσι απλά?Ο Δημήτρης πλησιάζει με άγριες διαθέσεις εναντίον της.Σηκώνει το χέρι του και της δίνει ένα χαστούκι.
-Δημήτρη,όχι!είπε η Helga.
-Δημήτρη,λέει η Άννα,πιάνοντας το μάγουλο της,με πόνεσες.
Ελάτε,παιδιά,ησυχάστε,είπε ο Ερρίκος,αγκάλιασε την Άννα από τους ώμους με το ένα χέρι και με το άλλο τον Δημήτρη,θέλοντας να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα.Ελάτε τώρα τι πράγματα είναι αυτά?
-Με συγχωρείς,Δημήτρη μου,είπε η Άννα,δεν έκανες καθόλου καλά.Λυπάμαι πάρα πολύ που με παρεξήγησες.Ο Φρίντριχ μπορούσε να είναι πατέρας μου καί έχει κόρη στην ηλικία μου.Μη ξεχνάς,ότι σπουδάζω ιατρική.Είμαι μία μέλλουσα ιατρός και μάλιστα ψυχίατρος.Η περίπτωση του με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
-Πώς σου ήρθε η σκέψη να συναντηθείς με τον Φρίντριχ.
-Μου έχει πει,ότι τώρα που είναι Φθινόπωρο έρχεται στο σταθμό κάθε μεσημέρι.Την γυναίκα του περιμένει να επιστρέψει από την Γαλλία.Ρώτησε,αν θέλεις,τον κύριο Ερρίκο.Εδώ τον γνωρίζουν όλοι.Είναι ένας άκακος ανθρωπάκος,δεν ενοχλεί κανέναν.Κάθε μέρα κατεβαίνει στο σταθμό .Περιμένει πως κάποια ημέρα η αγαπημένη του γυναίκα θα επιστρέψει.
-Ναί,είπε ο Ερρίκος,καθησυχάζοντας το Δημήτρη.Μη φοβάσαι,Δημήτρη,σου εγγυώμαι κι εγώ.Είναι ένας άνθρωπος πολύ καλός,μα τόσο δυστυχισμένος.Αγαπάει τους έλληνες πάρα πολύ.Στον πόλεμο βρέθηκε στην Ελλάδα να πολεμάει τους εχθρούς της πατρίδας του.Όμως εκεί βρήκε αλλοιώτικα τα πράγματα.Σε όποιο Ελληνικό χωριό έστηναν το διοικητήριο τους,οι Γερμανοί,νεαροί στρατιώτες, έμειναν κατάπληχτοι από την αγάπη,που τους περιέβαλαν οι Έλληνες κάτοικοι,που ήταν γέροι οι πιο πολλοί.με παιδιά και εγγόνια,που και αυτά πολεμούσαν.Πέρασε πολύ ήσυχα εκεί.Και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του έγινε ο πλέον φανατικός, όχι πολέμιος,έγινε παράλογα συμπαθών προς τους έλληνες.Από τους πλέον των τελευταίων χρόνων.Όταν συναντάει Έλληνες,προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους εξυπηρετήσει,να τους προσφέρει κάθε βοήθεια σε ανταπόδωση των όσων κι εκείνοι πρόσφεραν σε αυτό τον απλό Γερμανό στρατιώτη στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.
Η Άννα πήγε στη σχολή της,υπέγραψε όπου της υπέδειξαν και καθώς επέστρεφε, ήρθε στη σκέψη της ο Φρίντριχ.Ήθελε να τον συναντήσει και να μάθει περισσότερα για την ζωή αυτού του ευγενικού και καλού ανθρώπου.Ο νεανικός αυθορμητισμός την έκανε να μη σκεφτεί καθόλου,πως ίσως αγωνιούσαν στο σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου