Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.Συνέχεια.
Συνεχίστε,πατέρα,να μας διηγείστε τις περιπέτειες του παππού.Ναι!παιδί μου,ο παππούς περιηγήθηκε την Ελλάδα επί ένα εξάμηνο.Εκεί σε ένα όμορφο νησί σας.Μήπως ήταν η Ιθάκη?ρώτησε η Άννα.Δεν αποκλείεται.Εκεί συνάντησε μία ωραία νεαρά ύπαρξη,την οποίαν ηράσθη σφόδρα.Οι γονείς της όμως δεν επέτρεψαν στην κόρη τους να ακολουθήσει τον αγαπημένο της στην πατρίδα του,ήτο μοναχοκόρη.Ο παππούς επέστρεψε στην πατρίδα του,όπου ενυμφεύθη εις Βαϊμάρην μίαν ωραίαν νέαν την... γιαγιά.
Η Άννα κοίταζε περίεργα αυτούς τους δύο Γερμανούς,που κάθε άλλο παρά με Γερμανούς έμοιαζαν.Ο γεράκος,κοντούλης,λεπτοκαμωμένος,μαυριδερός,με κύκλους μαύρους κάτω από τα μάτια του.Ο γιός του ο Φρίντριχ,κι αυτός ντελικάτος,μέτριος στο ανάστημα.Η φαντασία της άρχισε να κάνει φτερά.Μήπως η κοπέλλα του παππού το έσκασε από την Ιθάκη με μωρό στην αγκαλιά κι έτρεξε να βρει τον αγαπημένο της?Μήπως ο παππούς τους παντρεύτηκε την κοπέλλα από την Βαϊμάρη και υιοθέτησε το μωρό?Ποιός ξέρει και πού να ρωτάς τώρα τον γεράκο και τι να ξέρει και αυτός, Λέγονται αυτά τα πράγματα? Για εκείνη την εποχή του 19ου αιώνος αυτά τα δραματικά συμβάντα περιβάλλονται από κρυψίνοια.Οι σκέψεις τους ήταν κρυφές και οι πράξεις τους ψεύτικες,γεμάτες προσποίηση.Γιατί όμως? γιατί αυτός ο μυστικισμός?Ο κόσμος της εποχής εκείνης ζούσε μέσα στην άγνοια? μέσα στο φόβο? Σκεφτόταν η Άννα και ξέχασε πως ο γέρο Ερνέστος και ο Φρίντριχ, που μιλούσαν για τους παππούδες τους,μιλούσαν για ανθρώπους ρομαντικούς.
-Άννα,ελάτε από εδώ να ιδείτε και το εργαστήριο του πατέρα.
-Ευχαριστώ,Φρίντριχ,μια άλλη φορά.Έχω αργήσει.Φοβάμαι μήπως ανησυχούν στο σπίτι.
Όπως θέλετε,φροϊλάϊν Άννα.
-Σας καληνυχτίζω.Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα κύριε Ερνέστο.
-Κι εγώ,φροϊλάϊν,Άννα,χάρηκα πολύ.Kαληνύχτα.
Συνόδευσε την Άννα ο Φρίντριχ μέχρι την στάση του λεωφορείου.Η Άννα έδωσε το χέρι της στον Φρίντριχ.Ευχαριστώ πολύ Φρίντριχ,πέρασα ένα πολύ όμορφο απόγευμα μαζί σου και κοντά στον πατέρα σου,χάρηκα που τον γνώρισα.Το ίδιο και ο πατέρας.Είναι κατενθουσιασμένος.Καληνύχτα φροϊλάϊν Άννα.Καληνύχτα Φρίντριχ. Το λεωφορείο έφτασε,η Άννα ανέβηκε,χαιρέτησε για άλλη μία φορά τον Φρίντριχ κουνώντας το χέρι της μέσα από το παράθυρο.Ο Φρίντριχ ανταπόδωσε τον χαιρετισμό.Το λεωφορείο ξεκίνησε και ο Φρίντριχ έφυγε γρήγορα για το σπίτι.Έτρεξε στον πατέρα του.
-Πατέρα,πες μου της μοιάζει?
-Ναι!παιδί μου,έτσι νομίζω,πως μοιάζει στην γιαγιά μου.Όπως είδες και συ,παιδί μου, η φωτογραφία της γιαγιάς μου έχει κάποια ομοιότητα με την Άννα.
-Μα,ναι,πατέρα μου,όταν την είδα στο σιδηροδρομικό σταθμό κι εγώ αυτό σκέφτηκα.
-Λες να φτάσουμε στη λύση του προβλήματος που μας απασχολεί,γιέ μου?
-Ναι!πατέρα,ίσως.Όμως άν είναι έτσι,δεν θα κάνεις αυτό που είπες.
-Τι είπα,γιέ μου?
-Είχες πει τότε,εδώ και 20 χρόνια,που σκεφτήκαμε να γυρέψουμε να βρούμε,αν η γιαγιά ήταν η Ελληνίδα,που αγάπησε ο παππούς και αν ο πατέρας σου ήταν ο γιος της Ελληνίδας από τον παππού.Είχες πει να το ανακαλύψεις και ας πεθάνεις.
-Όχι! παιδάκι μου,όχι.Να το ανακαλύψω και αν είναι,να με βοηθήσει ο Θεός, να γνωρίσω την πατρίδα της,την Ελλάδα.Έχω την επιθυμία τόσα χρόνια μέσα μου.Τώρα έφτασε,νομίζω, η ώρα να προσκυνήσω τα ιερά χώματα της πατρίδας,που είναι με βεβαιότητα η πατρίδα των παππούδων μας.
Ο Φρίντριχ γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι του γέρο Ερνέστο.Πατέρα σιγουρεύτηκες?Ναι! παιδί μου,τώρα που το είδα με τα μάτια μου,σιγουρεύτηκα.Η γιαγιά ήταν Ελληνίδα.
Αγκάλιασε ο Φρίντριχ τον πατέρα του.
-Ω! πατέρα μου,γλυκειέ μου,πατέρα.πόσο χαρούμενο με κάνεις.Την ίδια λαχτάρα έχω κι εγώ.Θέλω να ξαναβρεθώ στα μέρη αυτά,όπου βρέθηκα στρατιώτης να πολεμάω τους εχθρούς της πατρίδας μου.Ποιούς εχθρούς? και ποιάς πατρίδας?Εγώ,ο έχων την καταγωγήν μου από την Ελλάδα να πηγαίνω σε αυτή την όμορφη χώρα σαν εχθρός. Μα δεν είναι κωμικά όλα αυτά.Πώς έτσι ξαφνικά ξεσηκώνει, ένας μεγαλομανής παρανοϊκός,τους ανθρώπους και τους φέρνει αντιμέτωπους με άλλους συνανθρώπους. Γιατί?για να γράψει το όνομα του η Ιστορία? Γιατί ζήλεψε έναν Μέγα Αλέξανδρο ή έναν Μέγα Ναπολέοντα.
-Σώπα,γιέ μου,μην συγχίζεσαι μην πάθεις τίποτα και πώς θα πάμε στην Ελλάδα,γιέ μου.Μην συγχίζεσαι.Αυτός είναι τώρα συγχωρεμένος.Ο τεθνεώς δεδικαίωται.
-Όχι!πατέρα,εδώ δεν συμφωνώ μαζί σου.Γιατί οι υποκινητές,αυτοί που έχουν στα χέρια τους την τύχη του κόσμου,γιατί να θέλουν να μας βλάψουν εμάς τους απλούς ανθρώπους.Γιατί να μας εμπαίζουν κρυφά πίσω από την πλάτη μας αντί να μας διδάσκουν.
-Τι να μας διδάξουν,γιέ μου.
-Να μας διδάξουν,πατέρα,το καλό που είναι το σωστό και το ωραίο.Γιατί να κάνουν όλες τις κακίες του κόσμου και ύστερα να πεθαίνουν για να δικαιωθούν.Είναι,πατέρα,όλες αυτές οι πράξεις σωστές?
-'Οχι!παιδί μου,ζούμε σε ένα τρελλό κόσμο.Τι να κάνουμε δεν είμαστε Θεοί.
-Όχι!πατέρα μου,ο Θεός μέσω του Μωυσέως, που ήταν τόσο καλός νομοθέτης εκείνη την εποχή μας έδωσε τις 10 εντολές .Ου φονεύσεις, λέγει η μία εντολή.Ου κλέψεις,λέγει η άλλη. Κλεψιά δεν είναι να επιβουλεύεσαι μια ξένη χώρα? Εξήγησε μου,πατέρα.
-Ναι!παιδί μου.Σωστά είναι αυτά που λες και χαίρομαι,που σε βλέπω να βρίσκεις ξανά τον εαυτόν σου.Θέλεις να σου εξηγήσω? Σου λέω αυτό το πολύ απλό. Ο Παράδεισος,γιέ μου,γέμισε και δεν χωράει άλλους καλούς ανθρώπους...τώρα πρέπει να γεμίσει και η κόλαση.
-Έπεσε ο Φρίντριχ στην αγκαλιά του πατέρα του,κλαίγοντας με αναφιλητό.
Συνεχίστε,πατέρα,να μας διηγείστε τις περιπέτειες του παππού.Ναι!παιδί μου,ο παππούς περιηγήθηκε την Ελλάδα επί ένα εξάμηνο.Εκεί σε ένα όμορφο νησί σας.Μήπως ήταν η Ιθάκη?ρώτησε η Άννα.Δεν αποκλείεται.Εκεί συνάντησε μία ωραία νεαρά ύπαρξη,την οποίαν ηράσθη σφόδρα.Οι γονείς της όμως δεν επέτρεψαν στην κόρη τους να ακολουθήσει τον αγαπημένο της στην πατρίδα του,ήτο μοναχοκόρη.Ο παππούς επέστρεψε στην πατρίδα του,όπου ενυμφεύθη εις Βαϊμάρην μίαν ωραίαν νέαν την... γιαγιά.
Η Άννα κοίταζε περίεργα αυτούς τους δύο Γερμανούς,που κάθε άλλο παρά με Γερμανούς έμοιαζαν.Ο γεράκος,κοντούλης,λεπτοκαμωμένος,μαυριδερός,με κύκλους μαύρους κάτω από τα μάτια του.Ο γιός του ο Φρίντριχ,κι αυτός ντελικάτος,μέτριος στο ανάστημα.Η φαντασία της άρχισε να κάνει φτερά.Μήπως η κοπέλλα του παππού το έσκασε από την Ιθάκη με μωρό στην αγκαλιά κι έτρεξε να βρει τον αγαπημένο της?Μήπως ο παππούς τους παντρεύτηκε την κοπέλλα από την Βαϊμάρη και υιοθέτησε το μωρό?Ποιός ξέρει και πού να ρωτάς τώρα τον γεράκο και τι να ξέρει και αυτός, Λέγονται αυτά τα πράγματα? Για εκείνη την εποχή του 19ου αιώνος αυτά τα δραματικά συμβάντα περιβάλλονται από κρυψίνοια.Οι σκέψεις τους ήταν κρυφές και οι πράξεις τους ψεύτικες,γεμάτες προσποίηση.Γιατί όμως? γιατί αυτός ο μυστικισμός?Ο κόσμος της εποχής εκείνης ζούσε μέσα στην άγνοια? μέσα στο φόβο? Σκεφτόταν η Άννα και ξέχασε πως ο γέρο Ερνέστος και ο Φρίντριχ, που μιλούσαν για τους παππούδες τους,μιλούσαν για ανθρώπους ρομαντικούς.
-Άννα,ελάτε από εδώ να ιδείτε και το εργαστήριο του πατέρα.
-Ευχαριστώ,Φρίντριχ,μια άλλη φορά.Έχω αργήσει.Φοβάμαι μήπως ανησυχούν στο σπίτι.
Όπως θέλετε,φροϊλάϊν Άννα.
-Σας καληνυχτίζω.Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα κύριε Ερνέστο.
-Κι εγώ,φροϊλάϊν,Άννα,χάρηκα πολύ.Kαληνύχτα.
Συνόδευσε την Άννα ο Φρίντριχ μέχρι την στάση του λεωφορείου.Η Άννα έδωσε το χέρι της στον Φρίντριχ.Ευχαριστώ πολύ Φρίντριχ,πέρασα ένα πολύ όμορφο απόγευμα μαζί σου και κοντά στον πατέρα σου,χάρηκα που τον γνώρισα.Το ίδιο και ο πατέρας.Είναι κατενθουσιασμένος.Καληνύχτα φροϊλάϊν Άννα.Καληνύχτα Φρίντριχ. Το λεωφορείο έφτασε,η Άννα ανέβηκε,χαιρέτησε για άλλη μία φορά τον Φρίντριχ κουνώντας το χέρι της μέσα από το παράθυρο.Ο Φρίντριχ ανταπόδωσε τον χαιρετισμό.Το λεωφορείο ξεκίνησε και ο Φρίντριχ έφυγε γρήγορα για το σπίτι.Έτρεξε στον πατέρα του.
-Πατέρα,πες μου της μοιάζει?
-Ναι!παιδί μου,έτσι νομίζω,πως μοιάζει στην γιαγιά μου.Όπως είδες και συ,παιδί μου, η φωτογραφία της γιαγιάς μου έχει κάποια ομοιότητα με την Άννα.
-Μα,ναι,πατέρα μου,όταν την είδα στο σιδηροδρομικό σταθμό κι εγώ αυτό σκέφτηκα.
-Λες να φτάσουμε στη λύση του προβλήματος που μας απασχολεί,γιέ μου?
-Ναι!πατέρα,ίσως.Όμως άν είναι έτσι,δεν θα κάνεις αυτό που είπες.
-Τι είπα,γιέ μου?
-Είχες πει τότε,εδώ και 20 χρόνια,που σκεφτήκαμε να γυρέψουμε να βρούμε,αν η γιαγιά ήταν η Ελληνίδα,που αγάπησε ο παππούς και αν ο πατέρας σου ήταν ο γιος της Ελληνίδας από τον παππού.Είχες πει να το ανακαλύψεις και ας πεθάνεις.
-Όχι! παιδάκι μου,όχι.Να το ανακαλύψω και αν είναι,να με βοηθήσει ο Θεός, να γνωρίσω την πατρίδα της,την Ελλάδα.Έχω την επιθυμία τόσα χρόνια μέσα μου.Τώρα έφτασε,νομίζω, η ώρα να προσκυνήσω τα ιερά χώματα της πατρίδας,που είναι με βεβαιότητα η πατρίδα των παππούδων μας.
Ο Φρίντριχ γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι του γέρο Ερνέστο.Πατέρα σιγουρεύτηκες?Ναι! παιδί μου,τώρα που το είδα με τα μάτια μου,σιγουρεύτηκα.Η γιαγιά ήταν Ελληνίδα.
Αγκάλιασε ο Φρίντριχ τον πατέρα του.
-Ω! πατέρα μου,γλυκειέ μου,πατέρα.πόσο χαρούμενο με κάνεις.Την ίδια λαχτάρα έχω κι εγώ.Θέλω να ξαναβρεθώ στα μέρη αυτά,όπου βρέθηκα στρατιώτης να πολεμάω τους εχθρούς της πατρίδας μου.Ποιούς εχθρούς? και ποιάς πατρίδας?Εγώ,ο έχων την καταγωγήν μου από την Ελλάδα να πηγαίνω σε αυτή την όμορφη χώρα σαν εχθρός. Μα δεν είναι κωμικά όλα αυτά.Πώς έτσι ξαφνικά ξεσηκώνει, ένας μεγαλομανής παρανοϊκός,τους ανθρώπους και τους φέρνει αντιμέτωπους με άλλους συνανθρώπους. Γιατί?για να γράψει το όνομα του η Ιστορία? Γιατί ζήλεψε έναν Μέγα Αλέξανδρο ή έναν Μέγα Ναπολέοντα.
-Σώπα,γιέ μου,μην συγχίζεσαι μην πάθεις τίποτα και πώς θα πάμε στην Ελλάδα,γιέ μου.Μην συγχίζεσαι.Αυτός είναι τώρα συγχωρεμένος.Ο τεθνεώς δεδικαίωται.
-Όχι!πατέρα,εδώ δεν συμφωνώ μαζί σου.Γιατί οι υποκινητές,αυτοί που έχουν στα χέρια τους την τύχη του κόσμου,γιατί να θέλουν να μας βλάψουν εμάς τους απλούς ανθρώπους.Γιατί να μας εμπαίζουν κρυφά πίσω από την πλάτη μας αντί να μας διδάσκουν.
-Τι να μας διδάξουν,γιέ μου.
-Να μας διδάξουν,πατέρα,το καλό που είναι το σωστό και το ωραίο.Γιατί να κάνουν όλες τις κακίες του κόσμου και ύστερα να πεθαίνουν για να δικαιωθούν.Είναι,πατέρα,όλες αυτές οι πράξεις σωστές?
-'Οχι!παιδί μου,ζούμε σε ένα τρελλό κόσμο.Τι να κάνουμε δεν είμαστε Θεοί.
-Όχι!πατέρα μου,ο Θεός μέσω του Μωυσέως, που ήταν τόσο καλός νομοθέτης εκείνη την εποχή μας έδωσε τις 10 εντολές .Ου φονεύσεις, λέγει η μία εντολή.Ου κλέψεις,λέγει η άλλη. Κλεψιά δεν είναι να επιβουλεύεσαι μια ξένη χώρα? Εξήγησε μου,πατέρα.
-Ναι!παιδί μου.Σωστά είναι αυτά που λες και χαίρομαι,που σε βλέπω να βρίσκεις ξανά τον εαυτόν σου.Θέλεις να σου εξηγήσω? Σου λέω αυτό το πολύ απλό. Ο Παράδεισος,γιέ μου,γέμισε και δεν χωράει άλλους καλούς ανθρώπους...τώρα πρέπει να γεμίσει και η κόλαση.
-Έπεσε ο Φρίντριχ στην αγκαλιά του πατέρα του,κλαίγοντας με αναφιλητό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου