To Κυριακάτικο Μυθιστόρημα
Σαν ένα κατάδικο συνέλαβαν εντελώς ξαφνικά,χωρίς κανένα λόγο,τον Στέφανο,οι αστυνομικοί με πολιτικά.Του πέρασαν τις χειροπέδες στους καρπούς των χεριών του,που τα γύρισαν στις πλάτες του,ένα απόγευμα,το Φθινόπωρο του 1942.Επέστρεφε στο σπίτι του ύστερα από την πολύωρη εργασία του,την μετάβαση του από σπίτι σε σπίτι στην περιοχή της Αθήνας,του Πειραιά αλλά και των περιχώρων για την επισκευή των μουσικών οργάνων και κυρίως για την επισκευή των κλειδοκυμβάλλων.
Ξαφνικά και αναίτια τον συνέλαβαν πριν προλάβει εκείνο το απόγευμα,που ερχόταν με λαχτάρα στο σπίτι του να χαρεί την όμορφη Μαρία,τη γυναίκα του και τα δύο παιδάκια του,τα μωρά του. Συνεπαρμένος από την δουλειά του νόμισε έτσι βίαια που τον άρπαξαν,χωρίς κάποιο λόγο,νόμισε ότι θα τον πήγαιναν σε κάποια γηραιά κυρία που χάλασε το πιάνο της.
Η διαδρομή ήταν μέχρι το κρατητήριο,όπου τελείωσε η...εκδρομή,που του είπαν οι ασφαλίτες,όταν ρώτησε πού πάμε.
Στο παρελθόν του είχε συμβεί ένα παρόμοιο περιστατικό.
Ήρθαν στο σπίτι μια Κυριακή που δεν δούλευε δύο αγόρια νέα στην ηλικία,να του ζητήσουν με επιμονή,να τον αρπάζουν με το ζόρι,να τον βάζουν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο τους και να τον μεταφέρουν στα βόρεια προάστεια,στην Πολιτεία,όπου κατά την διάρκεια μιας δεξίωσης που η γηραιά κυρία,η ιδιοκτήτρια του σπιτιού,η γιαγιά των παιδιών έδινε ένα ρεσιτάλ ερασιτεχνικής δεξιοτεχνίας στο πιάνο και την στιγμή που όλοι οι προσκεκλημένοι,γοητευμένοι ,την παρακολουθούσαν με προσήλωση,τόσο ωραία που έπαιζε, ξαφνικά το πιάνο εσίγησε.Όλοι οι καλεσμένοι είπαν με μια φωνή. Α! τι κρίμα.Η γηραιά κυρία λιποθύμησε από την στενοχώρια και όταν την συνέφεραν επέμενε και ζητούσε φορτικά από τα νεαρά παιδιά,τα εγγόνια της να τρέξουν να φέρουν τον τεχνίτη τον Στέφανο.Με γεροντική εμμονή,πολύ φορτικά,ζητούσε να φτειαχτεί το πιάνο της τόσο,που τα εγγόνια της απεφάσισαν να μεταβούν στην άλλη άκρη της πρωτεύουσας για να βρουν τον Στέφανο.Τον βρήκαν στο σπίτι να χορεύει βαλς με την Μαρία με συνοδεία κλασσικής μουσικής,το βαλς του Στράους ακουγόταν από το γραμμόφωνο,ενώ δίπλα το καλοστρωμένο τραπέζι ήταν γεμάτο λιχουδιές.
Τον πήραν με το ζόρι.Μα τι συμβαίνει ρωτούσε.Θα σου εξηγήσουμε στη διαδρομή του είπαν.
Νόμιζε ότι και τώρα συνέβη το ίδιο.Να τον πηγαίνουν για να επισκευάσει κάποιο μουσικό όργανο.
Έτσι βίαια που τον άρπαξαν ενώ βάδιζε σκυφτός,χαμογελαστός,πολύ ευτυχισμένος προς το σπίτι του,όπου σε λίγο θα έκλεινε στην αγκαλιά του την αγαπημένη του γυναίκα και τα δύο μωρά του.
-Πού με πάτε
ρώτησε ευγενικά,παρ'όλο τον πόνο που του προξενούσαν οι σφιχτά βαλμένες στα χέρια του,χειροπέδες.
-Εκδρομή
του απάντησε χαχανίζοντας ο ασφαλίτης που καθόταν στο τιμόνι.
Γύρισε τον κοίταξε χαχανίζοντας με το ξανθοκάστανο μαλλί του λιγδιασμένο,αλλά καλοχτενισμένο,με σπαστές,σγουρές, σειρές μαλλιών πάνω από το χαραγμένο με ρυτίδες,μέτωπο του και με τα ξεβαμένα γαλανά μάτια του ν'αστράφτουν από χαρά.
-Εκδρομή!
του είπε ο ασφαλίτης χαχανίζοντας.δείχνοντας τα δόντια του με τα μαύρα στίγματα ανάμεσα τους από την τερηδόνα και κιτρινοπράσινα από τον καπνό και από την έλλειψη οδοντιατρικής περιποίησης.
-Εκδρομή!
του είπε ξανά χαχανίζοντας,ενώ ο συνοδηγός και οι άλλοι δύο,που τον έβαλαν να καθίσει ανάμεσα τους στο πίσω κάθισμα ,χαχάνιζαν κι αυτοί,ανόητα.
Ο Στέφανος καθόταν σιωπηλός,σοβαρός,καθώς το αμάξι έτρεχε.
Το σούρουπο ήδη έριχνε τις πρώτες σκιές του.
Έφτασαν στην ασφάλεια.
Κατέβηκε ο συνοδηγός μπήκε μέσα και σε λίγο ξαναβγήκε.
-Είναι "φίσκα".Δεν έχει μέρος ούτε για το σάλιο σου,μου είπαν.Να τον πάτε αλλού.
-Μπες μέσα,είπε ο οδηγός.
Ο συνοδηγός κάθισε στη θέση του,δίπλα στον οδηγό κι έκλεισε με πάταγο την πόρτα,από τα νεύρα του.
-Πάμε για την Μπουμπουλίνας,είπε ο οδηγός.
Στη διάρκεια της διαδρομής οι δύο ασφαλίτες που τον είχαν ανάμεσα τους ,βάλθηκαν να του σπάσουν τα νεύρα.
-Μίλα ρε,του έλεγε ο ένας.Ποιές είναι οι διασυνδέσεις σου;
-Μα δεν έχω διασυνδέσεις απαντούσε ο Στέφανος.
-Μιλάς κι όλας και του δίνει μια σφαλιάρα.
-Γιατί με βαράτε,ρώτησε ο Στέφανος.
-Ώστε εβραίος; ρώτησε ο άλλος που καθόταν από αριστερά του.
-Όχι,δεν είμαι εβραίος,απάντησε ο Στέφανος.
Φαππ,του έδωσε μια σφαλιάρα.
-Ώστε μας λες και ψέματα,ξεδιάντροπε.
-Δεν είμαι εβραίος φώναξε πιο δυνατά τώρα ο Στέφανος. Η γυναίκα μου είναι Πολωνίδα.
Φαππ του έδωσε άλλη μια σφαλιάρα ο διπλανός του ασφαλίτης.
-Ορίστε,λοιπόν,δε μας λες ψέματα;
-Όχι,απάντησε ο Στέφανος με λυγμική φωνή.
Σαν ένα κατάδικο συνέλαβαν εντελώς ξαφνικά,χωρίς κανένα λόγο,τον Στέφανο,οι αστυνομικοί με πολιτικά.Του πέρασαν τις χειροπέδες στους καρπούς των χεριών του,που τα γύρισαν στις πλάτες του,ένα απόγευμα,το Φθινόπωρο του 1942.Επέστρεφε στο σπίτι του ύστερα από την πολύωρη εργασία του,την μετάβαση του από σπίτι σε σπίτι στην περιοχή της Αθήνας,του Πειραιά αλλά και των περιχώρων για την επισκευή των μουσικών οργάνων και κυρίως για την επισκευή των κλειδοκυμβάλλων.
Ξαφνικά και αναίτια τον συνέλαβαν πριν προλάβει εκείνο το απόγευμα,που ερχόταν με λαχτάρα στο σπίτι του να χαρεί την όμορφη Μαρία,τη γυναίκα του και τα δύο παιδάκια του,τα μωρά του. Συνεπαρμένος από την δουλειά του νόμισε έτσι βίαια που τον άρπαξαν,χωρίς κάποιο λόγο,νόμισε ότι θα τον πήγαιναν σε κάποια γηραιά κυρία που χάλασε το πιάνο της.
Η διαδρομή ήταν μέχρι το κρατητήριο,όπου τελείωσε η...εκδρομή,που του είπαν οι ασφαλίτες,όταν ρώτησε πού πάμε.
Στο παρελθόν του είχε συμβεί ένα παρόμοιο περιστατικό.
Ήρθαν στο σπίτι μια Κυριακή που δεν δούλευε δύο αγόρια νέα στην ηλικία,να του ζητήσουν με επιμονή,να τον αρπάζουν με το ζόρι,να τον βάζουν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο τους και να τον μεταφέρουν στα βόρεια προάστεια,στην Πολιτεία,όπου κατά την διάρκεια μιας δεξίωσης που η γηραιά κυρία,η ιδιοκτήτρια του σπιτιού,η γιαγιά των παιδιών έδινε ένα ρεσιτάλ ερασιτεχνικής δεξιοτεχνίας στο πιάνο και την στιγμή που όλοι οι προσκεκλημένοι,γοητευμένοι ,την παρακολουθούσαν με προσήλωση,τόσο ωραία που έπαιζε, ξαφνικά το πιάνο εσίγησε.Όλοι οι καλεσμένοι είπαν με μια φωνή. Α! τι κρίμα.Η γηραιά κυρία λιποθύμησε από την στενοχώρια και όταν την συνέφεραν επέμενε και ζητούσε φορτικά από τα νεαρά παιδιά,τα εγγόνια της να τρέξουν να φέρουν τον τεχνίτη τον Στέφανο.Με γεροντική εμμονή,πολύ φορτικά,ζητούσε να φτειαχτεί το πιάνο της τόσο,που τα εγγόνια της απεφάσισαν να μεταβούν στην άλλη άκρη της πρωτεύουσας για να βρουν τον Στέφανο.Τον βρήκαν στο σπίτι να χορεύει βαλς με την Μαρία με συνοδεία κλασσικής μουσικής,το βαλς του Στράους ακουγόταν από το γραμμόφωνο,ενώ δίπλα το καλοστρωμένο τραπέζι ήταν γεμάτο λιχουδιές.
Τον πήραν με το ζόρι.Μα τι συμβαίνει ρωτούσε.Θα σου εξηγήσουμε στη διαδρομή του είπαν.
Νόμιζε ότι και τώρα συνέβη το ίδιο.Να τον πηγαίνουν για να επισκευάσει κάποιο μουσικό όργανο.
Έτσι βίαια που τον άρπαξαν ενώ βάδιζε σκυφτός,χαμογελαστός,πολύ ευτυχισμένος προς το σπίτι του,όπου σε λίγο θα έκλεινε στην αγκαλιά του την αγαπημένη του γυναίκα και τα δύο μωρά του.
-Πού με πάτε
ρώτησε ευγενικά,παρ'όλο τον πόνο που του προξενούσαν οι σφιχτά βαλμένες στα χέρια του,χειροπέδες.
-Εκδρομή
του απάντησε χαχανίζοντας ο ασφαλίτης που καθόταν στο τιμόνι.
Γύρισε τον κοίταξε χαχανίζοντας με το ξανθοκάστανο μαλλί του λιγδιασμένο,αλλά καλοχτενισμένο,με σπαστές,σγουρές, σειρές μαλλιών πάνω από το χαραγμένο με ρυτίδες,μέτωπο του και με τα ξεβαμένα γαλανά μάτια του ν'αστράφτουν από χαρά.
-Εκδρομή!
του είπε ο ασφαλίτης χαχανίζοντας.δείχνοντας τα δόντια του με τα μαύρα στίγματα ανάμεσα τους από την τερηδόνα και κιτρινοπράσινα από τον καπνό και από την έλλειψη οδοντιατρικής περιποίησης.
-Εκδρομή!
του είπε ξανά χαχανίζοντας,ενώ ο συνοδηγός και οι άλλοι δύο,που τον έβαλαν να καθίσει ανάμεσα τους στο πίσω κάθισμα ,χαχάνιζαν κι αυτοί,ανόητα.
Ο Στέφανος καθόταν σιωπηλός,σοβαρός,καθώς το αμάξι έτρεχε.
Το σούρουπο ήδη έριχνε τις πρώτες σκιές του.
Έφτασαν στην ασφάλεια.
Κατέβηκε ο συνοδηγός μπήκε μέσα και σε λίγο ξαναβγήκε.
-Είναι "φίσκα".Δεν έχει μέρος ούτε για το σάλιο σου,μου είπαν.Να τον πάτε αλλού.
-Μπες μέσα,είπε ο οδηγός.
Ο συνοδηγός κάθισε στη θέση του,δίπλα στον οδηγό κι έκλεισε με πάταγο την πόρτα,από τα νεύρα του.
-Πάμε για την Μπουμπουλίνας,είπε ο οδηγός.
Στη διάρκεια της διαδρομής οι δύο ασφαλίτες που τον είχαν ανάμεσα τους ,βάλθηκαν να του σπάσουν τα νεύρα.
-Μίλα ρε,του έλεγε ο ένας.Ποιές είναι οι διασυνδέσεις σου;
-Μα δεν έχω διασυνδέσεις απαντούσε ο Στέφανος.
-Μιλάς κι όλας και του δίνει μια σφαλιάρα.
-Γιατί με βαράτε,ρώτησε ο Στέφανος.
-Ώστε εβραίος; ρώτησε ο άλλος που καθόταν από αριστερά του.
-Όχι,δεν είμαι εβραίος,απάντησε ο Στέφανος.
Φαππ,του έδωσε μια σφαλιάρα.
-Ώστε μας λες και ψέματα,ξεδιάντροπε.
-Δεν είμαι εβραίος φώναξε πιο δυνατά τώρα ο Στέφανος. Η γυναίκα μου είναι Πολωνίδα.
Φαππ του έδωσε άλλη μια σφαλιάρα ο διπλανός του ασφαλίτης.
-Ορίστε,λοιπόν,δε μας λες ψέματα;
-Όχι,απάντησε ο Στέφανος με λυγμική φωνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου