Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

To Κυριακάτικο Μυθιστόρημα. Παιδιά μου! γνωρίζαμε πως είχαμε παγιδευτεί σ'έναν αγώνα χωρίς τέλος,σ'έναν αγώνα που για όλους ήταν καταστροφικός μα πιότερο για μας που είμασταν μια χούφτα άνθρωποι.Η ελπίδα μας στον Θεό και η αγάπη μας για την όμορφη πατρίδα μας, μας έδινε την δύναμη,μας παρακινούσε να συνεχίσουμε,να δικαιώσουμε τον αγώνα μας ενάντια στον εχθρό που είχε τόση δύναμη μα και τόση αδυναμία συγχρόνως.Αδυναμία μπροστά στην δική μας δύναμη,την δύναμη της ψυχής.Η μοναξιά μας ήταν φοβερή μπροστά στην απεραντοσύνη του ουρανού και του κάμπου,που απλωνόταν μπροστά στα πόδια μας.Η μόνη συντροφιά μας ήταν το σφύριγμα των όλμων που τριγύρω έσπερναν τον θάνατο. Ήταν δεν ήταν μεσημέρι.Καταλαβαίναμε την ώρα από το ύψος του ήλιου,σαν τους παλαιϊκούς.Ήταν μεσημέρι,περιμέναμε τον ταχυδρόμο.Είχαμε παρατηρήσει από καιρό πως μια φορά έφερνε σε μένα γράμμα,μια φορά σε κείνον.Κατά τύχη.Την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν ο τυχερός.Σήμερα με βεβαιότητα ήταν η σειρά του συμπολεμιστή μου.Δικαιολογημένα,λοιπόν,"καθότανε σε αναμένα κάρβουνα",όπως έλεγε.Ο Θεός με την υπογραφή του "τύχη" βοήθησε και έτσι πήρε το γράμμα,που περίμενε,μα που θαρρώ στάθηκε μοιραίο για την ζωή του σε λίγο.Ο φίλος μου,σαν ο κάθε ένας από εμάς τους Έλληνες στρατιώτες,που πολεμούσαμε για να λευτερώσουμε την Ελλάδα μας είχε αφήσει πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του,μάνα,γυναίκα και αδελφή.Πατέρα δεν είχε."Τον κύρη μου,δεν τονε κατέχω γιατί απόθανε,όταν ήμουνα κοπέλι δυο χρονώ",έλεγε.Μια μάνα είχε και μια αδελφή και τώρα τελευταία είχε και γυναίκα.Ήταν πασίχαρος γιατί περίμενε "κοπέλι".Ήτανε,λέει,η γυναίκα του έγκυος τριών μηνών και κείνος περίμενε να έρθει στον κόσμο ο "ντελικανής" του.Από τότε που έμαθε αυτό το χαρούμενο γεγονός το πάθος του για τον εχθρό ήταν μεγαλύτερο γιατί ήθελε ο γιος του να ζήσει λεύτερος κι ευτυχισμένος. Αναθιβάνω τις ιστορίες του και μου έρχονται δάκρυα στα μάτια.Εκείνος στο χώμα εκεί ψηλά στην Κορυτσά κι εγώ σε τούτο εδώ το κρεββάτι,ακίνητος.Αλήθεια, τώρα που το συλλογίζομα,να τ'oμολογήσω δεν θέλω,μα μου φαίνεται πως έτσι είναι.Τούτο έφταιξε κι έφαγε το βόλι ξαφνικά.Εκείνη την ημέρα πήρε το γράμμα,που για μένα τώρα που το σκέφτομαι στάθηκε μοιραίο.Η είδηση για εκείνον ήταν τρομερή.Χάθηκε το "κοπέλι" του από μια απροσεξία της μάνας του,χάθηκε το κοπελάκι".Από εκείνη την ώρα έπεσε "σε μαύρα πανιά",κι ας μην το είχε γνωρίσει,κι ας μην το είχε δει το πλασματάκι του,που δεν πρόλαβε να έλθει στον κόσμο,ήτανε μόνο τρεις μήνες καθισμένο στα σπλάχνα της μάνας του."Ώφου,ηντάπαθα",έλεγε και ξαναέλεγε."Αφούσα μου έρχεται να τα χάσω θέλει".Μην το παίρνεις κατάκαρδα.Εδώ που είμαστε μοναχοί θα σε ξεκάνει η σκέψη αυτή,του έλεγα και του ξαναέλεγα.Νέοι είσαστε,όσα θέλετε θα κάνετε.Απογιοματάκι ήτανε που έφαγε το βόλι.Όλη την ημέρα δεν είχε σταματήσει ούτε ένα λεπτό να μοιρολογά την κακή του τύχη.Για αφηρημένος ήτανε και δεν πρόσεξε,για είχε μουσκέψει στο κλάμα.Ποιός ξέρει.Ένα ωχ! με φάγανε ακούστηκε και από εκεί και ύστερα τίποτε άλλο. Τρέξαμε γρήγορα εγώ και ο Τόλιος ο Λιτός,αυτό ήτανε το επίθετο του συντρόφου μου του Τόλιου,να φωνάξουμε τον γιατρό του λόχου μας.Ο γιατρός ήτανε κρητικός και συγχωριανός του Μανώλη του Φτενού,αυτό ήταν το επίθετο αυτού του συντρόφου μου,Φτενός.-Κυρ Κωνσταντή,έκανες παρέα με ανθρώπους...αδύνατους.-Αυτό ήθελα να πω κι εγώ,με λιγνούς...-Μπράβο παιδιά μου,βλέπω είστε διαβασμένα.Έχετε πλούσιο λεξιλόγιο.-Ο δάσκαλος μας κυρ Κωνσταντή.-Μπράβο στο δάσκαλο σας κάνει καλή δουλειά.-Το χωριό μας προοδεύει κυρ Κωνσταντή.-Το διακρίνω,παιδί μου,και πολύ σωστά η πρόοδος ξεκινά από το σχολειό.-Να συνεχίσουμε κυρ Κωνσταντή την ενδιαφέρουσα συζήτηση μας.-Ναι! παιδί μου.Ο γιατρός ήτανε συγχωριανός του,καλός άνθρωπος και πατριώτης με τα ούλα του.Του πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες μα είδε πως είχε ανάγκη από χειρουργείο.Το πρόχειρο που είχε στηθεί,ήτανε κάμποση η απόσταση,Πήραμε στα γρήγορα το φορείο.που ήτανε έτοιμο γιατί τέτοια περιστατικά ήταν συχνά εκεί πάνω,αυτόν τον καιρό.Με προσοχή τον ξαπλώσαμε πάνω στο φορείο.Από την μια μεριά εγώ και από την άλλη μεριά ο Τόλιος,ξεκινήσαμε.Μα δεν πρόλαβε.Στα μισά του δρόμου κατά την μεταφορά του μέσα στα χιόνια,άφησε την τελευταία πνοή του.Στην μακρυνή πατρίδα του η γυναίκα του δεν νοιάστηκε που έχασε το κοπέλι της.Ήτανε νέα και όμορφη και περίμενε τον άνδρα της με λαχτάρα.Όταν θα γυρίσει,έλεγε,δέκα θα κάμωμε.Μέχρι που ήρθε το μήνυμα. Αχ! παιδιά μου! τι να πρωτοθυμηθώ και να μην κλάψω,έλεγε ο Κωνσταντής.......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου