Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012
Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα.
Ήταν μικρός και είχε ανάγκη από προστασία, μα οι γονείς του θαρρούσαν πως ήταν δυνατός.Γερό παιδί με ατράνταχτη θέληση και δύναμη του νου.Μα τι τα θες,τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα,μετακατοχικά.Τα γράμματα ήταν πολυτέλεια.Η δουλειά ήταν το μετερίζι τους για τον άρτον τον επιούσιον,το καθημερινό ψωμάκι τους δηλαδή.Η μάνα,οι κόρες και ο σακάτης πατέρας.Τόσα στόματα ποιός θα τα θρέψει.Η ανημπόρια σε όλο της το μεγαλείο.Δύο χεράκια είχε το παιδάκι κι ένα μυαλό και τα ποδαράκια του να τρέχει κοντά σ'αυτόν που είχε ανάγκη.Στην αρχή,όταν σταμάτησε το σχολείο,γιατί δεν γίνεται αλλιώς, έλεγε και ενοούσε την κατάντια του σπιτιού του.Στην αρχή,λοιπόν,έκανε διάφορα μικροθελήματα στο χωριό,να φέρει λίγο νερό για την ανήμπορη κυρούλα,να φέρει λίγα ξύλα από το βουνό για την ζέστα του Χειμώνα και όποια άλλη εργασία μπορούσε να περάσει από τα χεράκια του και μπορούσε να κάνει,με προθυμία.Αργότερα σκεφτήκανε να τον στείλουν στην Αθήνα γιατί τόσα στόματα και αυτές οι πενταροδεκάρες δεν φτουρούσανε...Άντε παιδάκι μου, με το καλό,έλεγε η μανούλα του,να πας στην Αθήνα να δεις και συ Θεού πρόσωπο και μεις λίγο γλυκό ψωμάκι από τα χεράκια σου.Τι να κάνεις στο χωριό,θα φας τη ζωούλα σου και δεν θα βγει και τίποτα.Άντε παιδάκι μου, με την ευχή μου,να πας στο καλό και στο νου σου να έχεις και μας τους ανήμπορους γονείς σου και ό,τι καλό σε διδάξαμε.Γράμματα πολλά δε μάθαμε, μα σου δίνουμε ό,τι πήραμε και μεις από τους πατεράδες μας.Ν'αγαπάς τους ανθρώπους και θα σε αγαπήσουνε κι αυτοί.Ποτέ κακό να μη θελήσεις να τους κάνεις.Στην εκκλησιά την Κυριακή το κεράκι σου ν'ανάβεις.Τον Χριστούλη να παρακαλάς για όλες σου τις δυσκολίες.Όποια δουλειά και να βρεις ξέρω πως θα προκόψεις γιατί είσαι καλός και τίμιος και έτσι να είσαι πάντοτε,παιδί μου.αγνός,έτσι όπωε είσαι τώρα που φεύγεις από κοντά μας.Με τούτα τα λόγια αποχαιρετούσε η μάνα του το Δημητρό , όλες τις ημέρες λίγο πριν φύγει από το χωριό...Ο πατέρας του με κρύα καρδιά τον αποχωριζότανε.Ήτανε,βλέπεις το στήριγμα και η απαντοχή του.Μα αν είναι για το καλό μας και πιότερο για το καλό του,έλεγε, ας πάει στην ευχή του Θεού και της Παναγίας,
-Ο πόλεμος! Αυτός φταίει.Έτσι έλεγε και τα μάτια του συννεφιάζανε.
Αυτός φταίει,ψιθύριζε. Λες και μιλούσε για κανένα πρόσωπο που του είχε κάνει μεγάλο κακό.Αυτός φταίει, έλεγε τώρα πιο δυνατά.Αυτός έκανε εμένα σακάτη και ρίμαξε το σπιτικό μου.
-Τι μουρμουράς εκεί άντρα μου, φώναζε η κυρά του που τον έβλεπε με μισόκλειστα μάτια να μιλάει ψιθυριστά,κουνώντας τα χείλη του, καθώς άφηνε κάθε τόσο τις δουλειές του σπιτιού και περνούσε από κοντά του για να του δώσει νερό να πιεί ή να του φέρει λίγο φαγητό,να φροντίσει τα σκεπάσματα του και να τον βοηθήσει να γυρίσει από το άλλο πλευρό,για να ξεκουραστεί.Τον έβλεπε με μισόκλειστα μάτια να κουνάει ψιθυριστά τα χείλη.
-Ε! τι λες κυρά;Μουρμουράω;Τι μουρμουράω,λαγοκοιμάμαι και δεν θυμάμαι.Εδώ που είμαι ολημερίς ξαπλωμένος τι θες να κάνω,με παίρνει ο ύπνος.
- Δόξα τω Θεώ να λες άντρα μου.Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα Παναγία μου.
-Ναι! δόξα τω Θεώ μουρμούριζε κι έκανε το σταυρό του.
Έπειτα πάλι έκλεινε τα μάτια του,συλλογιζότανε τις μέρες εκείνες.Τις μέρες του πολέμου.
Ο Πατέρας του Δημητρού,ο Κωνσταντής ο Κόνιαλης,με το δίκιο του παραπονιότανε για την κατάσταση του. Πριν ο πόλεμος γίνει και τον αφήσει σακάτη,ήταν ένας δουλευτάρης νοικοκύρης.Δούλευε ολημερίς στα χωράφια.Ήταν αλήθεια πως η τωρινή κατάσταση του ήταν απελπιστική.Ασφυκτιούσε εκεί ξαπλωμένος.Έμαθε να δουλεύει από μικρό παιδί.Τώρα βρισκότανε πολλά χρόνια σε απραξία,παρόλ αυτά όμως δεν έχασε τον εαυτόν του.
Λένε πως ο άνθρωπος που καταπιάνεται συνεχώς με κάτι δεν προλαβαίνει να σκεφτεί.
Στον Κωνσταντή συνέβηκε τώρα το αντίθετο.Μη μπορώντας να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του σώματος του,χρησιμοποιούσε τη δύναμη του νου του.Ξαπλωμένος στο κρεββάτι του,ώρες ακίνητος,σκεφτόταν ξανασκεφτόταν και έβρισκε πάντα την λύση στα προβλήματα που είχε το σπιτικό του.Και δεν ήταν μόνο αυτό,βοηθούσε και τους συγχωριανούς του. Ερχόταν να τον συναντήσουν και να του προσφέρουν συντροφιά σχεδόν κάθε μέρα.
-Κωνσταντή το...και το...
-Τι λες βρε παιδι.
-Ναι!και τι θα κάμω.
-Πήγαινε συ στην δουλειά σου κι εγώ μαι εδώ.
Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν το πρόβλημα του συνανθρώπου του κι έβρισκε πάντα την πρέπουσα λύση.Η ευτυχία που έβλεπε να ζωγραφίζεται στα πρόσωπα των ανθρώπων που απομάκρυνε τις δυσκολίες τους,οι ευχαριστίες τους,τα χαμόγελα τους ήταν γι αυτόν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να του δώσουν.Ήταν απόδειξη πως ζούσε,πως ήταν χρήσιμος,πως και σ'αυτή ακόμη την κατάσταση που βρισκόταν μπορούσε κάτι να προσφέρει κι αυτός στην οικογένεια του και στους συγχωριανούς του.
--------------------------------------
Αέραααααααααα,αέραααααααααα,δος τε του παιδιά,εμπρός δος τε τους να καταλάβουν.
-Τρέξτε,τρέξτε γρήγορα.Κρυφτήτε μέσα στο σκάμα,γρήγορα και μας φάγανε.
-Ωχ! βαράτε του ρε παιδιά,την έφαγα στο πόδι.
-Ωχ! ωχ! μανούλα μου.
Είναι οι φωνές του Κωνσταντή,είναι οι εφιάλτες του,που μόνιμα έχει κι ας έχουν περάσει κι όλας τόσα χρόνια από τότε που ο πόλεμος τελείωσε και γύρισε στο σπίτι ζωντανός,αλλά σακάτης.Η κυρά του τον έχει συνηθίσει πια και δεν την νοιάζει,προσπαθεί ,κάθε φορά που η κρίση πιάνει τον γέρο της,να τον συνεφέρει με ήρεμα λόγια,μην της πάθει και τίποτα.Τον πρώτο καιρό δεν ήξερε τι να κάνει.Ο Κωνσταντής εκτός από τα λόγια που έλεγε και τις φωνές που έβαζε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα,έκανε και χειρονομίες,άγριες χειρονομίες.Ευτυχώς που το σπίτι ήταν λίγο απόμακρο,βρισκόταν πιο έξω από το χωριό.Πότε,λοιπόν κρατούσε πολυβόλο και φώναζε ντουκ-ντουκ,ντουκ-ντουκ,ντουκντουκντουκ,κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο που βγαίνει από το όπλο.Άλλοτε τέντωνε τα χέρια σα να πετούσε όλμους και άκουγες φσσσσσ μπαφ που έκανε με το στόμα του. Η κυρά του, που κοίτονταν δίπλα του υπέφερε πολύ.Ώσπου είδε και απόειδε πήγε κι αυτή για να βρει την ησυχία της ,να στρώνει εκεί παραδίπλα του,χάμω.Έβαζε από κάτω κουρελούδες που είχε από τα προικιά της ,από πάνω έστρωνε το καθαρό σεντόνι και σκεπαζότανε για να ζεσταθεί με υφαντές πατανίες μέχρι την κορυφή του κεφαλιού της,να μην ακούει κάθε φορά που τον έπιανε η κρίση.Στην αρχή,γιατί ύστερα που οι κρίσεις έγιναν πιο συχνές την έπιανε η λύπηση κι έμενε ξάγρυπνη για να τον συνεφέρνει τις ώρες που πραγματικά υπέφερε,τις ώρες που πάλεβε με τους εχθρούς του εφιάλτη του που δεν έλεγε να σταματήσει.Όταν την επόμενη ημέρα του έλεγε το...και το...,ο Κωνσταντής την κοίταζε απορημένος και έλεγε πως δεν θυμότανε τίποτε απ όλα αυτά,τίποτε σου λέω,έλεγε στην κυρά του αποφασιστικά.
Έτσι ο καιρός περνούσε με τον κυρ Κωνσταντή κατάκοιτο τις περισσότερες ημέρες και με την κυρά του να τρέχει από δω κι από κει στις αγροτικές δουλειές για να εξασφαλίσει το καθημερινό,οι μικρούλες κόρες να πηγαίνουν στο σχολειό και ο Δημητρός;Ο Δημητρός,ξεκίνησε παιδί δώδεκα χρονών,φορτωμένο με χιλιάδες όνειρα και με τις ευχές των γονιών του,το σπουδαιότερο, για την μεγάλη πόλη,την πρωτεύουσα.Η Αθήνα βέβαια δεν είχε γίνει ακόμη το θηρίο που είναι σήμερα.Μα δεν έπαυε να είναι μια μεγαλούπολη,που για ένα χωριατόπαιδο φάνταζε σαν κάτι το απόμακρο.Βέβαια,όπου και αν πήγαινε,σε όποια πόλη,τα ίδια συναισθήματα θα ένοιωθε,αφού πήγαινε σε κάποιο άγνωστο κι απόμακρο τόπο,σε μια μεγάλη πόλη,στην Αθήνα,στην πρωτεύουσα.
------------------------------------
H μέρα τούτη η σημερινή ήταν για τον Κωνσταντή μέρα γεμάτη συγκίνηση,αφού πρώτη φορά αποχωριζότανε τον μοναχογιό του.Η μέρα αυτή του αποχωρισμού από το παιδί του ήταν μια καταθλιπτική ημέρα και τον έκανε να ξεφύγει από τα καθημερινά.Του έδωσε την αφορμή να αναπολήσει όλα τα περασμένα.Του έκανε μεγάλο κακό να θυμάται τις ημέρες εκείνες.Μα δεν κανόνιζε εκείνος τον νου του.Τις ώρες που δεν είχε τίποτε άλλο να σκεφτεί,όλο ερχότανε στην σκέψη του εκείνες οι ημέρες,οι γεμάτες φρίκη.Δεν ήταν εύκολο να πάρει το σφουγγάρι και να σβήσει τις μνήμες.Δεν ήταν με κιμωλία γραμμένες,ήταν βαθιά χαραγμένες και πολύ συχνά βασάνιζαν την σκέψη του.Εξόν από αυτό,εξόν που οι θύμησες ερχόταν από μόνες τους στο νου του,ήτανε φορές που νέα παιδιά,παιδιά συγγενών και φίλων ερχότανε να του κρατήσουν συντροφιά και ζητούσαν από τον Κωνσταντή,ήθελαν να μάθουν από πρώτο χέρι τα καθέκαστα,να εξιστορήσει τι είχε συμβεί εκείνες τις ημέρες εκεί πάνω στα σύνορα.Κι ο Κωνσταντής ανασκάλευε τη μνήμη του και με προθυμία εξιστορούσε τα περιστατικά που του είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου