Το Ποίημα του Σαββατόβραδου
Ο παππούς
Θα σηκωθεί από τον τάφο του
ο παππούς μου ο χατζής
και θα μου πει:
"Για την αφεντομουτσουνάρα σου
τα κάνεις όλα αυτά και δε κοιτάζεις
γύρω σου τον κόσμο πώς πεινά;
Δε βλέπεις την........και τον .........,που
είναι τόσο αδύνατοι;Τρώνε μόνο ψωμάκι.
Τι εγγονή μου είσαι συ.
Δε σούμαθαν τα εθιμοτυπικά;
Πως το καλύτερο φαϊ το δίνομε στσι ξένους;
Eτσά δα θα τους δένεις, να ξετελέβγουνε δουλειές,
πτυχία,θέσεις,διορισμούς,ξετρελλαμούς κάνεις κι
εσύ σαν τον πατέρα σου,τον γιο μου το Μανόλη
του δίνανε μια θέση στο στρατό κι αυτός,ίλα δα,
ήθελε το περβόλι".
- Άκου,παππού,τι θα σου πω και βάλε το στο νου σου.
Να ξέρεις του πατέρα μου δεν του αρέσανε
αυτά σου τα τερτίπια.
Δεν ήθελε αυτός του διορισμούς από υποχρεώσεις,
ήθελε νάναι λεύθερος,τις ελιές του να καλλιεργεί,
περβόλια να φυτεύει,να τραπεζώνει όποιους θέλει
αυτός,φτωχούς,κουτσούς,τυφλούς,σακάτες.
Να τους παίρνει από το χέρι,να τους πηγαίνει
στους γιατρούς,να παίρνει την ευχή τους
να ευχαριστιέται η ψυχή τους ολωνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου