Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Το  Κυριακάτικο  Μυθιστόρημα

Την  πρώτη  φορά, την  πρώτη  εκείνη  ημέρα,που  ο  Στέφανος  ανέβασε  την  Ελίζα,όπως  ήταν  το  όνομα  της  τότε,την  μετέπειτα  Μαρία,  για  να  της  δείξει  το  όμορφο  δωμάτιο,που  είχε  ετοιμάσει  γι αυτήν, με  το  ωραίο  σιδερένιο  κρεβάτι  στα   δεξιά  του  δωματίου, με  το  παχύ  αναπαυτικό  στρώμα  με   τα  δαντελένια  σκεπάσματα  και  μαξιλάρια,με το  τραπεζάκι  κάτω  από  το  παράθυρο  με  τα  φρούτα  από τον κήπο  μέσα  στη  φρουτιέρα  και  προς  τα  αριστερά  του  δωματίου  μια  μεγάλη  ντουλάπα να  χωρέσουν  όλα  τα  όμορφα  φορέματα  της.
 Η  Μαρία  παρακάλεσε  τον  Στέφανο  να  φέρει  ένα  πιάνο  από  το  υπόγειο.Στέφανε,είπε,  το  δωμάτιο θα  ήταν    τέλειο,αν  είχε  ένα  πιάνο. Ο Στέφανος  την  κοίταξε  έκπληκτος  και  θυμωμένος  αντέδρασε.Γιατί; έχεις  κατά  νου  να  κλειστείς  μέσα   στο  δωμάτιο  αυτό  και  να  μην βγαίνεις  καθόλου; να  μην   κατεβαίνεις  κάτω;
-Όχι! αγάπη  μου! δεν  πρόκειται  να  φέρω   πιάνο  μέσα  σε  αυτό  το  κατάκλειστο  δωμάτιο.
- Στέφανε  μου  θέλω  ένα  πιάνο  οπωσδήποτε.Δε  μπορώ,αγάπη  μου,χωρίς  αυτό. Γιατί  δε  θέλεις; σου  κάνει  κόπο  να  το  ανεβάσεις  εδώ  πάνω;
-Όχι! αγάπη  μου! δεν  είναι  κόπος. Δε  θέλω  να  φέρω  το  πιάνο  πρώτα γιατί  δε  θέλω  να  είσαι  απομονωμένη  μέσα  στο  δωμάτιο  και  ύστερα  δε  θέλω  να  ακούγεται  το  πιάνο  να  παίζει  δε  θέλω  να  γίνουμε  στόχος  στους  εχθρούς  στρατιώτες  εδώ  στη  γωνία  αυτού  του  δρόμου  γίνονται  τα  περισσότερα  μπλόκα
Ήταν  Μάϊος  του  1942. Η αυλή  ήταν  ολάνθιστη, τα  δένδρα  είχαν  δέσει  τους  καρπούς  και  οι  μυρουδιές  των  λουλουδιών  ήταν  μεθυστικές.  Η  Μαρία, όπως  κάθε  πρωϊ  έτσι  και  σήμερα  κατέβηκε  στο  υπόγειο, όπου  ήταν  συγκεντρωμένα  τα  χαλασμένα  μουσικά  όργανα,που  επισκεύαζε  ο  Στέφανος. Η Μαρία  ξεσκόνιζε τα πιάνα με περίσσεια  προσοχή  και  αγάπη, όταν     τελείωνε  το  ξεσκόνισμα  καθόταν σε  ένα  περιποιημένο  και  καθαρό  πιάνο  και  έπαιζε  τα αγαπημένα  της  μουσικά  κομμάτια. Έπαιζε  τόσο  ωραία. Οι  μελωδίες  ήταν  τόσο  γλυκιές  που  κανένας  δεν  την  ενόχλησε  ποτέ. Πολλές  φορές  περνούσαν  γερμανικές  περίπολοι, άκουγαν  την  ωραία μουσική, κοντοστέκονταν  λίγο  να  απολαύσουν  τους  όμορφους  ήχους  κι  έπειτα  απομακρύνονταν  αθόρυβα. Schone  Musik! ja! ja! sehr  schon! sagen. Ωραία  μουσική!. Ναι! ναι! πολύ  ωραία! έλεγαν.
Εκείνο  το  πρωϊ  η  Μαρία  ένοιωσε  μια  ξαφνική  αδιαθεσία, μια  ζάλη  της  ήρθε  καθώς  σηκώθηκε  από  το  πιάνο. Κάθισε  πάλι,έπιασε  το  μέτωπο  της  κι  έκλεισε  με  το  χέρι  το  στόμα  της, ένοιωθε  ναυτία,  έγειρε  το  κεφάλι  της  πάνω  στα  πλήκτρα  και  ο  Στέφανος  δεν  ήταν  εκεί.
Μετά  από   πολύ  καιρό    τον  ειδοποίησαν  να  πεταχτεί  να  κουρδίσει  ένα  πιάνο  στο  σπίτι  μιας  φιλόμουσης   κυρίας. Είχε  φύγει  πολύ  πρωϊ. Ήταν  μεσημέρι,όταν  επέστρεψε  και  όπως  κάθε  ημέρα  την  αναζήτησε  στην  κουζίνα,όπου  ετοίμαζε  τις  άλλες  ημέρες  το  φαγητό.
Σήμερα  δεν  την  βρήκε  εκεί. Ανέβηκε  στα υπνοδωμάτια,ούτε  εκεί  ήταν. Άρχισε  να  τη  φωνάζει... Μαρία...Μαρία... πού  είσαι  αγάπη  μου; Καμία  απάντηση  δεν  άκουσε.Έτρεξε  στο  υπόγειο   και  κει  τη  βρήκε  ακουμπησμένη   πάνω  στα  πλήκτρα. Έτρεξε  κοντά  της,ανασήκωσε  το  μουτράκι  της, ήταν  ολόχλωμη.
-Μαρία  τι  έχεις,αγάπη  μου!
-Στέφανε! Δε  νοιώθω  καλά. Μια  ξαφνική  ζάλη  ένοιωσα  και  ναυτία.
-Έλα,αγάπη  μου! στηρίξου  επάνω  μου.  Πάμε  να  ξαπλώσεις Να  καλέσω  αμέσως τον  γιατρό. Ανέβηκαν  στο  υπνοδωμάτιο  την  βοήθησε  να  φορέσει  το  νυκτικό  της  και  την  έβαλε  να  ξαπλώσει. Κάλεσε  ο  Στέφανος  τον  Ευαγγελισμό  και  ζήτησε  έναν  γιατρό  παθολόγο  για  μία  κατ  οίκον  επίσκεψη. Ο  Γιατρός  πολύ  γρήγορα  έφθασε  στο  σπίτι. Εξέτασε  τη  Μαρία  και  είπε  στο  Στέφανο  ότι  η  γυναίκα  του  είναι  έγκυος. Ο Στέφανος  κόντεψε  να  τρελλαθεί  από  τη  χαρά  του. Αγκάλιασε  τον  γιατρό, τον ευχαριστούσε, τον  φιλούσε. Αγκάλιασε  την  Μαρία
-Ω! πόσο  ευτυχισμένο  με  κάνεις,της  είπε.
-Είναι  το  πρώτο  σας  μωρό;
Tα  μάτια  της  Μαρίας  άνοιξαν  διάπλατα
-Εγώ,γιατρέ,έχω  στην  πατρίδα  μου ακόμα  ένα  κοριτσάκι
-Από  πού  είστε  από  την  Πολωνία; από  πόλη  ή  από  χωριό;
-Kαι  από  πόλη  και  από  χωριό,γιατρέ. Έχω  ζήσει  και  στο  χωριό .
-Μην  ανησυχείτε,δεν  έχουν  ανάγκη  οι  Πολωνίδες,κύριε  Στέφανε,είπε  ο  γιατρός. Είναι  γερός  λαός. Το  κρύο, τα  χιόνια,ο  καθαρός  αέρας κάνει  ανθεκτικούς  τους  ανθρώπους.Η γυναίκα  σας  είναι  σκληραγωγημένη. Είναι  λίγο  κουρασμένη  βέβαια,αλλά  η  γερή  της  ιδιοσυγκρασία  θα  τη  βοηθήσει  να  ξεπεράσει  τους  δύσκολους  τρεις  πρώτους  μήνες της  εγκυμοσύνης.
-Πότε  θα  την  ξαναδείτε,γιατρέ;
-Kανονικά, τον  επόμενο  μήνα, αλλά  αν  χρειαστεί  κάτι  πιο  ενωρίς  μη  διστάσετε  να  με  καλέσετε. Να  μείνει  στο  κρεβάτι  λίγες  ημέρες  να  ξεκουραστεί  κι  έπειτα  να  επανέλθει  στις  καθημερινές  της  συνήθειες.Αν  συνεχίσουν  οι  ναυτίες  και  οι  πρωϊνοί  έμετοι  να  σας  γράψω  μια  συνταγή,ένα  φάρμακο...
-Όχι! όχι! ευχαριστώ,γιατρέ  μου,θα  φροντίσω  εγώ.
-Αγάπη  μου!,γιατί  δεν  αφήνεις  τον  γιατρό  να  γράψει  το  φάρμακο;
-Όχι! αγάπη  μου! φοβάμαι! μπορεί  να  έχει  παρενέργειες  και  να  βλάψει  το  μωρό  μας.
-Μη  φοβάστε! θα  κανονίσουμε  την  ποσότητα  ανάλογα  με  το  βάρος  της  κυρίας, τις  διατροφικές  συνήθειες  της  και  τα  λοιπά. Αν  όμως  φοβάστε  τόσο  πολύ...
-Ναι! γιατρέ μου,φοβάμαι, καλύτερα  με  τον  απλό  παραδοσιακό  τρόπο,  με  τα    παξιμάδια να απορροφηθούν   τα  υγρά  του  στομάχου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου