To Ποίημα του Σαββατόβραδου
Αφήσαμε τα χρόνια να κυλήσουν
σαν το νερό μέσα από τις χούφτες.
Πόσους ανθρώπους γνωρίσαμε που
τώρα έχουν γεράσει.
Στα νιάτα τους νοιώσαμε τη ματιά τους
να μας θωπεύει.
Πολύ κοντά μας νοιώσαμε
την ανάσα τους,καυτή, να μας ζεσταίνει.
Ακούσαμε την τρυφερή φωνή τους.
Ακούσαμε βροντόφωνη φωνή που
δεν άντεχε άλλο την κόλαση της αμαρτίας
να βασανίζει το μέσα τους.
Όλοι οι άνθρωποι αυτοί μας σεβάστηκαν.
Δεν θέλησαν να μας ταπεινώσουν ή να
ταπεινωθούν.
Ήταν ο φόβος για την αμαρτία ή μήπως ο
εγωϊσμός.
Ποιό απελευθερωμένοι, δίχως του νου τις
αναστολές,
θα ζούσαμε το απόλυτο σμίξιμο
που θα θυμόμαστε στα γεράματα,με δέος.
Αφήσαμε τα χρόνια να κυλήσουν
σαν το νερό μέσα από τις χούφτες.
Πόσους ανθρώπους γνωρίσαμε που
τώρα έχουν γεράσει.
Στα νιάτα τους νοιώσαμε τη ματιά τους
να μας θωπεύει.
Πολύ κοντά μας νοιώσαμε
την ανάσα τους,καυτή, να μας ζεσταίνει.
Ακούσαμε την τρυφερή φωνή τους.
Ακούσαμε βροντόφωνη φωνή που
δεν άντεχε άλλο την κόλαση της αμαρτίας
να βασανίζει το μέσα τους.
Όλοι οι άνθρωποι αυτοί μας σεβάστηκαν.
Δεν θέλησαν να μας ταπεινώσουν ή να
ταπεινωθούν.
Ήταν ο φόβος για την αμαρτία ή μήπως ο
εγωϊσμός.
Ποιό απελευθερωμένοι, δίχως του νου τις
αναστολές,
θα ζούσαμε το απόλυτο σμίξιμο
που θα θυμόμαστε στα γεράματα,με δέος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου