Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα
Η Ελίζ,όπως κάθε μέρα, έφθασε ενωρίς,ενωρίς,στο piano bar,όπου εργαζόταν.Κάθε μέρα ερχόταν την ίδια ώρα με τις καθαρίστριες,τους σερβιτόρους και όλους τους άλλους εργαζόμενους στο bar.Ενώ οι καθαρίστριες σκούπιζαν και τακτοποιούσαν,ενώ οι σερβιτόροι ετοίμαζαν τα μπουκάλια με τα ποτά και τα σχετικά,η Ελίζ καθόταν στο πιάνο και προετοίμαζε τις μελωδίες με τις οποίες θα διασκέδαζε το βράδυ τους θαμώνες του μπαρ. Εκείνο το απόγευμα κάθισε στο πιάνο.Τα όμορφα δάκτυλα της ακουμπούσαν απαλά τα πλήκτρα,αλλά... καμία μελωδία δεν ακούστηκε. Οι καθαρίστριες και οι άλλοι εργαζόμενοι σταμάτησαν τη δουλειά τους και πλησίασαν στο πιάνο.Τι συμβαίνει?ρώτησαν λυπημένοι που δεν ακουγόταν η ωραία μελωδία,που  τους αναζωογονούσε και τους  χάριζε ενέργεια.
Χάλασε,είπε με τρεμάμενη φωνή η Ελίζ.Θα χάσω το μεροκάματο μου. Όχι μόνο εσύ Ελίζα,είπε  ο γέρο μπάρμαν, ο Νικόλας,παλιός σερβιτόρος σε κρουαζερόπλοιο,μετανάστης στη Γερμανία.Μην ανησυχείς. Δε θα το αφίσουμε έτσι. Δε θα κλείσουμε το μαγαζί σήμερα. Έτρεξε στο δωματιάκι,που  βρισκόταν στο πίσω μέρος του μπαρ.Έψαξε στο συρτάρι του γραφείου.Βρήκε το βιβλιαράκι με τα τηλέφωνα.Ξεφύλλισε γρήγορα γρήγορα τις σελίδες του και...να, βρήκε τον τηλεφωνικό αριθμό που ζητούσε.Χαρούμενος,με λαμπερά μάτια,μπήκε στη αίθουσα του μπαρ.
-Μην ανησυχείς,καρδούλα μου, βρήκα το τηλέφωνο,είπε στην Ελίζ.Η Ελίζ ταραγμένη τον κοίταξε περίεργα.
-Το τηλέφωνο του επισκευαστή.
Πέρασαν μερικές ώρες αγωνίας,ώσπου να φανεί ο επισκευαστής του πιάνου.Ένας  νεαρός με όμορφα χαρακτηριστικά όμως είχε ένα ελαφρά κουτσό περπάτημα.Μία μικρή αναπηρία  στο πόδι ίσως εκ γενετής.-Τι έχουμε? ρώτησε την Ελίζα.
-Χάλασε,του είπε και πάτησε τα πλήκτρα.Δεν βγήκε κανένας ήχος.-Μην ανησυχείτε,είπε και κοίταξε την Ελίζ και τους άλλους εργαζόμενους που με αγωνία περίμεναν.
-Τι ώρα αρχίζει το πρόγραμμα?
-Στις οκτώ η ώρα.
-Μην ανησυχείτε θα προλάβουμε.
Η Ελίζα στεκόταν παγωμένη.Είχε διπλώσει το δεξί της χέρι πάνω στη μέση της και με τον αγκώνα του άλλου χεριού της,ακουμπούσε πάνω του.Με την παλάμη της έκλεινε το στόμα της για να μην ξεσπάσει σε κλάματα.Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.Ο επισκευαστής άνοιξε την τσάντα με τα εργαλεία που κρατούσε.Άνοιξε το πιάνο το κοίταζε  από δω,το κοίταζε από κει και έσκυψε να δει και από το κάτω μέρος.Ξέσπασε σε χαρούμενο γέλιο.Ελάτε,ελάτε να δείτε,είπε. Η Ελίζ έσκυψε να δει
-Δες τε.είπε,τον ένοχο της καταστροφής.Ένα ποντίκι,ισχνό,πεινασμένο,σχεδόν ψόφιο,έχει ροκανίσει όλες τις χορδές στη προσπάθεια του να κρατηθεί στη ζωή. Πεινασμένο καθώς ήταν  άρχισε να τρώει και το ξύλο.-Και τώρα?Τι θα κάνουμε,είπε με αγωνία  η Ελίζ.
Δε μπορούμε για απόψε να κάνουμε τίποτα.
-Δεν έχεις χορδές στην τσάντα σου?
-Δεν έχω και δεν ξέρω αν έχω και στο σπίτι μου.
-Προλαβαίνεις να...
Αποκλείεται για απόψε.Το σπίτι είναι μακριά.Θα πάω περπατώντας,ώσπου να επιστρέψω και να γίνει η αντικατάσταση...αποκλείεται για απόψε.
-Ω! δυστυχία μου.Θα κλείσουμε για απόψε.
-Δεν ξέρω αν μπορείτε να δουλέψετε χωρίς το πιάνο.
-Δε μπορούμε χωρίς το πιάνο.Αποκλείεται.
-Για ένα βράδυ δε χάθηκε ο κόσμος,της είπε.
-Κλάους-Κλάους, φώναξε η Ελίζ το γέρο μπάρμαν,που ήρθε αμέσως κοντά της.  Δε θα δουλέψουμε απόψε,Κλάους.Αυτό το ζωάκι έφαγε όλες τις χορδές του πιάνου.
-Ένα ποντίκι! Είπε με έκζπληξη ο γέρο Νικόλας.Πώς βρέθηκε εκεί μέσα?
-Δεν ξέρω,Κλάους,πεινούσε,κρύωνε,τρύπωσε εκεί μέσα για να φάει και να ζεσταθεί...έκανε τόση ζημιά.
-Ελιζ,θα κλείσουμε.Δε θα δουλέψουμε απόψε.Παιδιά! γύρισε  ο Κλάους και είπε στους σερβιτόρους,απόψε δεν έχει δουλειά.Το πιάνο χάλασε και είναι δύσκολο να επισκευαστεί απόψε.Κυρά Μαρία! τελείωνε το σφουγγάρισμα και κλείνουμε.
Στις οκτώ η ώρα που άνοιγε το bar οι νεαροί γερμανοί αξιωματικοί που πήγαν με τις κοπέλλες τους να διασκεδάσουν,το βρήκαν κλειστό. Μια ταμπέλα που κρεμόταν στη πόρτα έγραφε ΚΛΕΙΣΤΟΝ
-Πάμε κάπου αλλού mein Lieben είπε ο Γερμανός αξιωματικός στο κορίτσι που συνόδευε. -Παιδιά,πάμε να χορέψουμε κάπου αλλού,είπε στη παρέα του.
Το ίδιο βράδυ η περιοχή βομβαρδίστηκε.Από το μπαρ δεν έμεινε τίποτε όρθιο.παρά μονάχα η πόρτα,που στηριζόταν ανάμεσα σε δύο κολώνες και η ταμπέλα,που   βρισκόταν στη θέση της,κρεμόταν στη πόρτα και έγραφε ΚΛΕΙΣΤΟΝ.Ευτυχώς! που ήταν κλειστό και δε χάθηκαν ανθρώπινες ζωές. Νέοι άνθρωποι,οι νεαροί Γερμανοί αξιωματικοί και οι νεαρές κοπέλλες  που συνόδευαν.
Μοναχά ο Κλάους έμεινε θαμένος στα ερείπια,μέσα στο δωματιάκι του,στο βάθος του bar,που ήταν γραφείο και υπνοδωμάτιο μαζί.
Παρατηρούσαν  το πιάνο ο επισκευαστής και η Ελίζ συγκινημένη και λυπημένη .Ήταν καθιστοί ανακούρκουδα με λυγισμένα τα γόνατα κάτω από το πιάνο.Τα ζεστά του χέρια έπιασαν τα δικά της που είχαν παγώσει.Με γέλιο και κλάμα έπεσε στην αγκαλιά του. Ω! σ'ευχαριστώ.Πόσο  σ'αγαπώ,σ'ευχαριστώ,σ'αγαπώ.ψέλλιζε.
-Πώς σε λένε?
-Ελίζ!
-Δεν είσαι Ελληνίδα?
-Είμαι Πολωνίδα!
-Πώς βρέθηκες εδώ?
-Είναι  ολόκληρη ιστορία.
-Εσένα πώς σε λένε?
-Στέφανο! Στέφο με φωνάζουν οι φίλοι μου.
-Σου αρέσει?
-Καλύτερα μου αρέσει Στέφανος, Έτσι θέλω να με φωνάζεις.
-Τι ώρα τελειώνεις?
-Ξημερώματα!
-Να σε περιμένω?
-Μπορείς?Δε θα ανησυχούν οι δικοί σου?
-Δεν έχω.
-Από πού είσαι?
-Από δω είμαι.Από την Αθήνα.
-Οι δικοί σου?
-Χάθηκαν στον πρώτο.
-Σκοτώθηκαν?
-Δεν ξέρω.Μπορεί και να ζουν.Εμένα με εγκατέλειψαν στο ορφανοτροφείο.Εκεί μεγάλωσα.Εκεί έμαθα αυτή την τέχνη.Είμαι επισκευαστής μουσικών οργάνων.
Τότε μείνε να με περιμένεις.Κι εγώ δεν έχω κανέναν δικό μου εδώ.
-Πάμε,είπε ο Στέφανος στην Ελίζ και την πήρε από το χέρι. Ήταν οι τελευταίοι που έφευγαν.Η Ελίζα τακτοποίησε τα πράγματα της .Καληνύχτα Κλάους.Αύριο το πρωϊ θα γίνει η επισκευή του πιάνου.
-Καληνύχτα κύριε Κλάους,είπε ο Στέφανος, μην ανησυχείτε.Αύριο πρωϊ πρωϊ θα είμαι εδώ.
-Πού πάμε? ρώτησε η Ελίζ
-Πάμε στο σπίτι μου.Μαζί θα ψάξουμε να βρούμε τις χορδές.
-Περπάτησαν αρκετή ώρα μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του Στέφανου.Ήταν μια μονοκατοικία στα Κάτω Πατήσια με κήπο,που ήταν γεμάτος  δένδρα και λουλούδια.
-Είναι το πατρικό σου?
-Ναι,της είπε και άνοιξε την πόρτα να περάσει.
 -Κάθισε,της λέει. Τι θέλεις να σε κεράσω? Θέλεις Βυσσινάδα?Είναι από τα βύσσινα του κήπου μου. Εγώ την ετοιμάζω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου