Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα
Οι νεότερες πληροφορίες για τον κρητικό πολεμιστή στα σύνορα της Αλβανίας λένε,ότι δεν πέθανε χτυπημένος από το βόλι,όπως μας είπε αρχικά ο κυρ Κωνσταντής στις εξομολογήσεις του.
Ο όλμος,που πέταξαν οι εχθροί,πετάχτηκε εκεί κοντά τους και τα θραύσματα του χτύπησαν μερικούς δικούς μας πολεμιστές. Ο κρητικός ήταν ένας από αυτούς.που τραυματίστηκαν μόνο. Λιποθύμησε από τον πόνο και από την στενοχώρια που ένιωσε από την είδηση της κακής έκβασης της εγκυμοσύνης της αγαπημένης του γυναίκας.
Γύριζε στην πατρίδα του νικητής,αλλά τα χιόνια ήταν αυτά,που αργότερα αποστέρησαν τη ζωή του. Ολόκληρες μέρες περπατούσε μέσα στα χιόνια μέχρι να φτάσει στην πατρίδα
και τα κρυοπαγήματα νέκρωσαν τα πόδια του.
Για να μην χάσει τη ζωή του,ήταν αναγκαίο, να υποστεί το βασανιστικό χειρουργείο,να του κόψουν τα κατεστραμμένα κάτω άκρα του,που οι ιστοί τους είχαν νεκρωθεί, είχαν παγώσει. Όμως δεν ήθελε να ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή του ξάπλα σε ένα κρεβάτι κατάκοιτος. Αυτός ο αγέρωχος άνδρας, ο περιπατητής, ο εξερευνητής, στα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας του,που τόσο πολύ του άρεσε να εξερευνά, να περιδιαβάζει και να αναπνέει το ζωογόνο αέρα τους. Η τύχη το έφερε έτσι ώστε να γνωρίσει και άλλα βουνά πιο ψηλά από τα γνώριμα βουνά των στοχασμών του όμως τώρα υπό αντίξοες πολεμικές συνθήκες,που δεν του επέτρεπαν περιπάτους.
Γεμάτα χιόνια τα βουνά της Κορυτσάς στη Β. Ήπειρο. Πρώτη φορά αντίκριζε τόσο χιόνι. Πόσο του άρεσε. Σαν μικρό παιδί έκανε,όταν έφτασαν εκεί, μα και οι άλλοι άνδρες από το λόχο του, οι συμπατριώτες του, ήσαν όλοι το ίδιο ενθουσιασμένοι.
Σαν παιδιά έκαναν,όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά το χιόνι.
Είδαν και εμπράκτως,από κοντά, το φυσικό αυτό φαινόμενο, που γνώριζαν από το σχολείο. Στην πατρίδα,την ζεστή, ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Κρήτη, ήταν αδύνατον να το απολαύσουν σε τόση μεγάλη ποσότητα. Ξεχάστηκαν για μια στιγμή,μέχρι και χιονομπαλιές έπαιξαν,
σαν μικρά παιδιά, μέχρι που άρχισαν γύρω τους να σφυροκοπούν τα κανόνια.
Ας συνεχίσουμε όμως την εξιστόρηση του κυρ Κωνσταντή και ας μην ανακόπτουμε τον ειρμό των αναμνήσεων του.
- Την έκλεψε την όμορφη κοπελούδα,ο Κωνσταντής ο Νταλαβέρης, αυτό ήταν το όνομα αυτουνού του παλικαρά άνδρα, του Μικρασιάτη άνδρα, του ατίθασου, του επαναστάτη,που μπρος στην αγάπη του για την πατρίδα του την Ελλάδα, αψηφούσε και την ίδια τη ζωή του ακόμα. Αρνήθηκε να καταταγεί στον Τούρκικο στρατό και να τον υπηρετήσει.
Η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από Ελλάδα και ο κάθε χτύπος της οδηγούσε τα βήματα του στα ιερά χώματα της. Έτσι στη προσπάθεια του να αποδράσει από την Τουρκία και καθώς τον είχαν επικηρύξει
-Τι θα πει,Κωνσταντή μου,επικηρύξει;
ρωτούσε η κυρά του, που άκουγε την συζήτηση, καθισμένη πιο πέρα,έτοιμη να τον βοηθήσει,αν ήθελε κάτι.
-Επικηρύξει θα πει,καλή μου, πως το Τουρκικό κράτος όρισε ένα κήρυκα να γυρίζει στους δρόμους και να φωνάζει δυνατά, ότι θα πληρωθεί όποιος καταδώσει και κατορθώσει να συλλάβει αυτόν τον επικίνδυνο άνθρωπο.
-Και γιατί τον θεώρησαν επικίνδυνο;
Ξαναρώτησε η Μαρία, η γυναίκα του κυρ Κωνσταντή.
-Γιατί,κυρά μου, στη προσπάθεια του να αποδράσει από την Τουρκία για να μην υπηρετήσει στο στρατό της, σκότωσε έναν τούρκο τσαούση.
-Και τι είναι ο τσαούσης; κυρ Κωνσταντή.
-Παλιά,παιδί μου ονομαζότανε έτσι οι αξιωματικοί και οι κλητήρες του σουλτάνου. Σήμερα στον τουρκικό στρατό τσαούσης θα πει λοχίας και σημαίνει τον άνθρωπο που έχει στο καπέλο του ένα λοφίο.
- Και τι είναι το λοφίο,κυρ Κωνσταντή.
-Θα σου πω αργότερα,παιδί μου,να τελειώσουμε την κουβέντα πρώτα. Οι τσαούσηδες ήταν πρόσωπα σπουδαία και ο αρχιτσαούσης ήταν και δικαστής. Είχε σκοτώσει,λοιπόν, τον τσαούση και τον καταδίκασαν,λέει,σε θάνατο κι έτσι κατέφυγε στην πατρίδα.
Ένιωθε την ψυχή του γεμάτη από αγαλλίαση, όπως αισθάνεται κάποιος,όταν βρεθεί στα πατρογονικά του εδάφη και για να κρυφτεί πήγε ψηλά στο βουνό.
Πάντοτε τα βουνά συναρπάζουν τους φυγάδες και είναι τα πιο κατάλληλα μέρη για να κρυφτεί ένας άνθρωπος φοβισμένος,ένας κυνηγημένος άνθρωπος.
Την έκλεψε,λοιπόν,την όμορφη κοπελούδα.
Της έκανε έξι παιδιά μα δεν πρόλαβε να τα μεγαλώσει και να τα χαρεί.
Σε ένα μπάρκο του εκεί κοντά στο κάβο ντόρο,μια μέρα που η θάλασσα είχε μεγάλη τρικυμία, το καράβι του τσακίστηκε στα βράχια.
Δε σώθηκε κανείς παρά μόνο ο μικρός αδελφός του ο Γιαννιός. Αυτά μου έλεγε ο πηλιορείτης φίλος μου,έτσι σαν παραμύθι,την ώρα της ανάπαυλας.
Τα είχε και αυτός ακούσει από τη μάνα του,που σαν μεγάλωσαν τα παιδιά και άρχισαν να ρωτούν για τον πατέρα τους,τους εξιστορούσε τα καθέκαστα.
Επικράτησε σιωπή,όταν τελείωσε ο κυρ Κωνσταντής την κουβέντα του.
-Θέλει να ρωτήσει κανείς; έχετε καμια απορία; είπε.
-Eγώ,κυρ Κωνσταντή,σε ρώτησα να μου πεις τι είναι το λοφίο.
- Πολύ καλά,παιδί μου, με συγχωρείς,το ξέχασα. Το λοφίο,που έχουν οι τσαούσηδες στο καπέλο τους είναι μια φούντα.
-Τι είναι η φούντα,κυρ Κωνσταντή;
- Παιδί μου, είναι μια δέσμη.
-Τι δέσμη,κυρ Κωνσταντή; ανθοδέσμη;
- Πες το και έτσι,παιδί μου, είναι μια ανθοδέσμη αλλά δεν είναι από άνθη.
- Από τι είναι,κυρ Κωνσταντή μου;
-Είναι,παιδί μου,από αλογίσιες τρίχες.
-Εγώ,νόμιζα,είπε το μεγαλύτερο παιδί της παρέας πως ήταν από κλωστές.
-Για να ράψουν το καπέλο τους,αν σκιστεί; αυτό νόμιζες; είπε η κυρά Μαρία.
-Ναι,κυρά Μαρία μου,είπε το αγόρι,και τα ενδύματα τους.
-Όχι,παιδί μου, είπε ο κυρ Κωνσταντής,είναι από τρίχες αλόγου.
-Είναι πιο γερές, μονολόγησε η κυρά Μαρία.
Οι νεότερες πληροφορίες για τον κρητικό πολεμιστή στα σύνορα της Αλβανίας λένε,ότι δεν πέθανε χτυπημένος από το βόλι,όπως μας είπε αρχικά ο κυρ Κωνσταντής στις εξομολογήσεις του.
Ο όλμος,που πέταξαν οι εχθροί,πετάχτηκε εκεί κοντά τους και τα θραύσματα του χτύπησαν μερικούς δικούς μας πολεμιστές. Ο κρητικός ήταν ένας από αυτούς.που τραυματίστηκαν μόνο. Λιποθύμησε από τον πόνο και από την στενοχώρια που ένιωσε από την είδηση της κακής έκβασης της εγκυμοσύνης της αγαπημένης του γυναίκας.
Γύριζε στην πατρίδα του νικητής,αλλά τα χιόνια ήταν αυτά,που αργότερα αποστέρησαν τη ζωή του. Ολόκληρες μέρες περπατούσε μέσα στα χιόνια μέχρι να φτάσει στην πατρίδα
και τα κρυοπαγήματα νέκρωσαν τα πόδια του.
Για να μην χάσει τη ζωή του,ήταν αναγκαίο, να υποστεί το βασανιστικό χειρουργείο,να του κόψουν τα κατεστραμμένα κάτω άκρα του,που οι ιστοί τους είχαν νεκρωθεί, είχαν παγώσει. Όμως δεν ήθελε να ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή του ξάπλα σε ένα κρεβάτι κατάκοιτος. Αυτός ο αγέρωχος άνδρας, ο περιπατητής, ο εξερευνητής, στα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας του,που τόσο πολύ του άρεσε να εξερευνά, να περιδιαβάζει και να αναπνέει το ζωογόνο αέρα τους. Η τύχη το έφερε έτσι ώστε να γνωρίσει και άλλα βουνά πιο ψηλά από τα γνώριμα βουνά των στοχασμών του όμως τώρα υπό αντίξοες πολεμικές συνθήκες,που δεν του επέτρεπαν περιπάτους.
Γεμάτα χιόνια τα βουνά της Κορυτσάς στη Β. Ήπειρο. Πρώτη φορά αντίκριζε τόσο χιόνι. Πόσο του άρεσε. Σαν μικρό παιδί έκανε,όταν έφτασαν εκεί, μα και οι άλλοι άνδρες από το λόχο του, οι συμπατριώτες του, ήσαν όλοι το ίδιο ενθουσιασμένοι.
Σαν παιδιά έκαναν,όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά το χιόνι.
Είδαν και εμπράκτως,από κοντά, το φυσικό αυτό φαινόμενο, που γνώριζαν από το σχολείο. Στην πατρίδα,την ζεστή, ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Κρήτη, ήταν αδύνατον να το απολαύσουν σε τόση μεγάλη ποσότητα. Ξεχάστηκαν για μια στιγμή,μέχρι και χιονομπαλιές έπαιξαν,
σαν μικρά παιδιά, μέχρι που άρχισαν γύρω τους να σφυροκοπούν τα κανόνια.
Ας συνεχίσουμε όμως την εξιστόρηση του κυρ Κωνσταντή και ας μην ανακόπτουμε τον ειρμό των αναμνήσεων του.
- Την έκλεψε την όμορφη κοπελούδα,ο Κωνσταντής ο Νταλαβέρης, αυτό ήταν το όνομα αυτουνού του παλικαρά άνδρα, του Μικρασιάτη άνδρα, του ατίθασου, του επαναστάτη,που μπρος στην αγάπη του για την πατρίδα του την Ελλάδα, αψηφούσε και την ίδια τη ζωή του ακόμα. Αρνήθηκε να καταταγεί στον Τούρκικο στρατό και να τον υπηρετήσει.
Η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από Ελλάδα και ο κάθε χτύπος της οδηγούσε τα βήματα του στα ιερά χώματα της. Έτσι στη προσπάθεια του να αποδράσει από την Τουρκία και καθώς τον είχαν επικηρύξει
-Τι θα πει,Κωνσταντή μου,επικηρύξει;
ρωτούσε η κυρά του, που άκουγε την συζήτηση, καθισμένη πιο πέρα,έτοιμη να τον βοηθήσει,αν ήθελε κάτι.
-Επικηρύξει θα πει,καλή μου, πως το Τουρκικό κράτος όρισε ένα κήρυκα να γυρίζει στους δρόμους και να φωνάζει δυνατά, ότι θα πληρωθεί όποιος καταδώσει και κατορθώσει να συλλάβει αυτόν τον επικίνδυνο άνθρωπο.
-Και γιατί τον θεώρησαν επικίνδυνο;
Ξαναρώτησε η Μαρία, η γυναίκα του κυρ Κωνσταντή.
-Γιατί,κυρά μου, στη προσπάθεια του να αποδράσει από την Τουρκία για να μην υπηρετήσει στο στρατό της, σκότωσε έναν τούρκο τσαούση.
-Και τι είναι ο τσαούσης; κυρ Κωνσταντή.
-Παλιά,παιδί μου ονομαζότανε έτσι οι αξιωματικοί και οι κλητήρες του σουλτάνου. Σήμερα στον τουρκικό στρατό τσαούσης θα πει λοχίας και σημαίνει τον άνθρωπο που έχει στο καπέλο του ένα λοφίο.
- Και τι είναι το λοφίο,κυρ Κωνσταντή.
-Θα σου πω αργότερα,παιδί μου,να τελειώσουμε την κουβέντα πρώτα. Οι τσαούσηδες ήταν πρόσωπα σπουδαία και ο αρχιτσαούσης ήταν και δικαστής. Είχε σκοτώσει,λοιπόν, τον τσαούση και τον καταδίκασαν,λέει,σε θάνατο κι έτσι κατέφυγε στην πατρίδα.
Ένιωθε την ψυχή του γεμάτη από αγαλλίαση, όπως αισθάνεται κάποιος,όταν βρεθεί στα πατρογονικά του εδάφη και για να κρυφτεί πήγε ψηλά στο βουνό.
Πάντοτε τα βουνά συναρπάζουν τους φυγάδες και είναι τα πιο κατάλληλα μέρη για να κρυφτεί ένας άνθρωπος φοβισμένος,ένας κυνηγημένος άνθρωπος.
Την έκλεψε,λοιπόν,την όμορφη κοπελούδα.
Της έκανε έξι παιδιά μα δεν πρόλαβε να τα μεγαλώσει και να τα χαρεί.
Σε ένα μπάρκο του εκεί κοντά στο κάβο ντόρο,μια μέρα που η θάλασσα είχε μεγάλη τρικυμία, το καράβι του τσακίστηκε στα βράχια.
Δε σώθηκε κανείς παρά μόνο ο μικρός αδελφός του ο Γιαννιός. Αυτά μου έλεγε ο πηλιορείτης φίλος μου,έτσι σαν παραμύθι,την ώρα της ανάπαυλας.
Τα είχε και αυτός ακούσει από τη μάνα του,που σαν μεγάλωσαν τα παιδιά και άρχισαν να ρωτούν για τον πατέρα τους,τους εξιστορούσε τα καθέκαστα.
Επικράτησε σιωπή,όταν τελείωσε ο κυρ Κωνσταντής την κουβέντα του.
-Θέλει να ρωτήσει κανείς; έχετε καμια απορία; είπε.
-Eγώ,κυρ Κωνσταντή,σε ρώτησα να μου πεις τι είναι το λοφίο.
- Πολύ καλά,παιδί μου, με συγχωρείς,το ξέχασα. Το λοφίο,που έχουν οι τσαούσηδες στο καπέλο τους είναι μια φούντα.
-Τι είναι η φούντα,κυρ Κωνσταντή;
- Παιδί μου, είναι μια δέσμη.
-Τι δέσμη,κυρ Κωνσταντή; ανθοδέσμη;
- Πες το και έτσι,παιδί μου, είναι μια ανθοδέσμη αλλά δεν είναι από άνθη.
- Από τι είναι,κυρ Κωνσταντή μου;
-Είναι,παιδί μου,από αλογίσιες τρίχες.
-Εγώ,νόμιζα,είπε το μεγαλύτερο παιδί της παρέας πως ήταν από κλωστές.
-Για να ράψουν το καπέλο τους,αν σκιστεί; αυτό νόμιζες; είπε η κυρά Μαρία.
-Ναι,κυρά Μαρία μου,είπε το αγόρι,και τα ενδύματα τους.
-Όχι,παιδί μου, είπε ο κυρ Κωνσταντής,είναι από τρίχες αλόγου.
-Είναι πιο γερές, μονολόγησε η κυρά Μαρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου