To Kυριακάτικο Μυθιστόρημα
Η κυρά Ασημίνα έφυγε τρέχοντας για το σπίτι χαρούμενη,παρόλη τη στενοχώρια της, τα ζωντανά της,τις ημέρες που θα βρίσκεται κοντά στην εγγονή της,θα είναι σε καλά χέρια.Έβρασε τα αβγουλάκια της,τα έβαλε στο καλαθάκι της,που απογέμισε με τα υπόλοιπα άβραστα αβγουλάκια της ημέρας από τις κοτούλες της,έριξε μια τελευταία ματιά στη ντουλάπα της,που ήταν γεμάτη από τα φορέματα,που έστελνε η Helga,κάθε εποχή,στη πεθερά της να έχει να χαρίζει στις ξαδέλφες και στις φίλες της από τα γειτονικά χωριά κάθε που ερχόταν να την βοηθήσουν να μαζέψει τις ελιές της,να καλλιεργήσει τα χωράφια της,να μερεμετίσει το σπίτι της και να της ευχηθούν στη γιορτή της,αρχές του Νοέμβρη που γιόρταζε. Χάριζε σε όλες τις συγγένισσες και στις φίλες της όμορφα φορέματα για τις κόρες τους,που ήταν της παντρειάς. Ξεχώρισε ένα ευρωπαϊκό,κλασικό
φόρεμα,που το έβαλε στη βαλίτσα της μαζί με τα άλλα παραδοσιακά της φορέματα και ανεχώρησε για την πλατεία του χωριού,όπου στάθμευε το υπεραστικό.
Ο Γιωργής,ο καφετζής δε βρισκόταν εκεί.Είχε αφήσει στο πόστο του τον βοηθό του,που είπε,όταν τον ρώτησε,ο Γιωργής πού είναι,πως πήρε κάτι ζωντανά να τα πάει στο σπίτι.Άλλος κανένας δεν περίμενε το λεωφορείο. Μόνο ο Νικόλας,ο φίλος του κυρ Κωνσταντή ,ήταν εκεί και έπινε τον καφέ του.
-Καλώς την κυρά Ασημίνα είπε.Για πού το έβαλες βραδιάτικα,τη ρώτησε.
-Πάω στο γιο μου,του είπε.
-Να τρέξω στο σπίτι να σου φέρω ένα πακέτο τσάϊ του βουνού να το κρατάς στο γιο σου,ξέρω πως κάνει μεγάλη κατανάλωση στη Γερμανία. Είναι το καλύτερο ελληνικό βοτάνι,το καλύτερο ρόφημα για το χειμώνα.Εκεί ο χειμώνας είναι βαρύς.Πέρυσι,θυμάσαι;πήγα κι εγώ με τον ανηψιό μου να φέρουμε το Αγοραίον ,που δουλεύει τώρα,τη Μερσεντές.Μου έδωσες μία δέσμη τσάϊ του βουνού να του κρατώ και άλλη μία έδωσα κι εγώ από το δικό μου.Τώρα θα το έχει καταναλώσει όλο.
-Ευχαριστώ,Νικόλα,δε θέλω.Ο γιος μου τώρα δε πίνει τσάϊ του βουνού.Πίνει ευρωπαϊκό.
-Της Κεϋλάνης,θες να πεις.
-Ναι,Νικόλα μου,το εγγλέζικο.
-Γιατί το λες εγγλέζικο;
-Γιατί,Νικόλα μου,το πίνουν οι εγγλέζοι κάθε απόγευμα,μου είπε η φιλενάδα μου,που η κόρη της αδελφής της,η ανηψιά της,δουλεύει εκεί.Κάθε απόγευμα,μου είπε,την ίδια ώρα,στις 5 η ώρα και 30 λεπτά δεν υπάρχει κανένα σπίτι,που να μη σερβίρει τσάϊ με βουτήματα και σάντουϊτς,πάνω σε καλοστρωμένα τραπεζομάνδηλα,μέσα σε πορσελάνινες κούπες,γαλατιέρες,ζαχαριέρες και τσαγιέρες.
Πίνουν,λέει, τσάϊ μέχρι αργά και γεύονται όλα αυτά τα συνοδευτικά του.
- Τι συνοδευτικά λες.
-Νικόλα μου, κέϊκ,κουλουράκια,σάντουϊτς με ζαμπόν,με λουκάνικα,με τυριά κι έπειτα πηγαίνουν για ύπνο.
-Θες να πεις πως δεν τρώνε βραδυνό φαγητό.
Εγώ όμως τώρα πείνασα,κυρά Ασημίνα μου και σε αφήνω.Πάω να δειπνήσω με την κυρά μου.
-Ευτυχώς,γιατί σε είδα πολύ αδύνατο.
-Καλό ταξίδι σου εύχομαι,κυρά Ασημίνα μου, να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον γιο σου, αφού δε θες να του δώσω τσάϊ του βουνού.
-Ευχαριστώ,Νικόλα μου,χαιρετισμούς στην κυρά σου.
-Α! κυρά Ασημίνα μου,πριν πάω στο σπίτι θες να πεταχτώ μέχρι το σπίτι του κυρ Κωνσταντή μήπως θέλει να στείλει κανένα γράμμα στο γιο του ή τίποτε άλο; Θαρρώ,πως μένει στο σπίτι του γιού σου.
-Όχι,Νικόλα μου,μην τον αναστατώνεις τον Κωνσταντή και είναι στενάχωρος,λυπούμαι τη Μαρία,την κυρά του. Ο γιος του δε μένει στο σπίτι του γιού μου τώρα, μένει νομίζω στο ξενοδοχείο.
-Να το υπεραστικό, έφτασε. Καλό ταξίδι,κυρά Ασημίνα μου.
-Ευχαριστώ,Νικόλα μου.
Έφτασε το αυτοκίνητο,που θα την έφερνε στην πρωτεύουσα για να πάρει το αεροπλάνο,που θα την πήγαινε κοντά στην εγγονή της,την Σημέτα,που τόσο βασανιζόταν από την ανάρμοστη συμπεριφορά του πεθερού της,του πατέρα του αγαπημένου της Μπιλ.
Το υπεραστικό αυτοκίνητο ήταν γεμάτο κόσμο.Βρήκε μια θέση πίσω πίσω στο τελευταίο κάθισμα κατά πλάτος του αυτοκινήτου και στριμώχθηκε με τους άλλους επιβάτες.
-Πού πάει όλος αυτός ο κόσμος,μονολόγησε.
Ο διπλανός νέος άκουσε τι είπε και της απάντησε
-Όπου πας κι εσύ θεία.
-Πού πας εσύ παληκάρι μου;
-Εγώ πάω στο σπίτι μου.Οι πιο πολλοί εδώ μέσα είμαστε φίλαθλοι.Επιστρέφουμε από ποδοσφαιρικό αγώνα.Συνοδέψαμε την ομάδα μας στον ποδοσφαιρικό αγώνα που έδωσε με τον Παντρεχαλιακό.
-Νίκησε η ομάδα σας,παληκάρι μου;
-Ήρθαμε ισοπαλία,γιαγιά,είπε ο παραδιπλανός νεαρός φίλαθλος.
-Εσύ,γιαγιά,πού πας;
-Πάω στο γιο μου,στην Γερμανία.
-Έχεις γιο στη Γερμανία;
-Nαι παληκάρι μου,ο γιος μου είναι δικηγόρος εκεί.
-Και πώς συμβαίνει αυτό,γιαγιά;
Η γυναίκα του,παληκάρι μου,η νύφη μου,είναι Γερμανίδα.
-Πολύ ωραία! είπαν όλοι μαζί.
Η κυρά Ασημίνα έφυγε τρέχοντας για το σπίτι χαρούμενη,παρόλη τη στενοχώρια της, τα ζωντανά της,τις ημέρες που θα βρίσκεται κοντά στην εγγονή της,θα είναι σε καλά χέρια.Έβρασε τα αβγουλάκια της,τα έβαλε στο καλαθάκι της,που απογέμισε με τα υπόλοιπα άβραστα αβγουλάκια της ημέρας από τις κοτούλες της,έριξε μια τελευταία ματιά στη ντουλάπα της,που ήταν γεμάτη από τα φορέματα,που έστελνε η Helga,κάθε εποχή,στη πεθερά της να έχει να χαρίζει στις ξαδέλφες και στις φίλες της από τα γειτονικά χωριά κάθε που ερχόταν να την βοηθήσουν να μαζέψει τις ελιές της,να καλλιεργήσει τα χωράφια της,να μερεμετίσει το σπίτι της και να της ευχηθούν στη γιορτή της,αρχές του Νοέμβρη που γιόρταζε. Χάριζε σε όλες τις συγγένισσες και στις φίλες της όμορφα φορέματα για τις κόρες τους,που ήταν της παντρειάς. Ξεχώρισε ένα ευρωπαϊκό,κλασικό
φόρεμα,που το έβαλε στη βαλίτσα της μαζί με τα άλλα παραδοσιακά της φορέματα και ανεχώρησε για την πλατεία του χωριού,όπου στάθμευε το υπεραστικό.
Ο Γιωργής,ο καφετζής δε βρισκόταν εκεί.Είχε αφήσει στο πόστο του τον βοηθό του,που είπε,όταν τον ρώτησε,ο Γιωργής πού είναι,πως πήρε κάτι ζωντανά να τα πάει στο σπίτι.Άλλος κανένας δεν περίμενε το λεωφορείο. Μόνο ο Νικόλας,ο φίλος του κυρ Κωνσταντή ,ήταν εκεί και έπινε τον καφέ του.
-Καλώς την κυρά Ασημίνα είπε.Για πού το έβαλες βραδιάτικα,τη ρώτησε.
-Πάω στο γιο μου,του είπε.
-Να τρέξω στο σπίτι να σου φέρω ένα πακέτο τσάϊ του βουνού να το κρατάς στο γιο σου,ξέρω πως κάνει μεγάλη κατανάλωση στη Γερμανία. Είναι το καλύτερο ελληνικό βοτάνι,το καλύτερο ρόφημα για το χειμώνα.Εκεί ο χειμώνας είναι βαρύς.Πέρυσι,θυμάσαι;πήγα κι εγώ με τον ανηψιό μου να φέρουμε το Αγοραίον ,που δουλεύει τώρα,τη Μερσεντές.Μου έδωσες μία δέσμη τσάϊ του βουνού να του κρατώ και άλλη μία έδωσα κι εγώ από το δικό μου.Τώρα θα το έχει καταναλώσει όλο.
-Ευχαριστώ,Νικόλα,δε θέλω.Ο γιος μου τώρα δε πίνει τσάϊ του βουνού.Πίνει ευρωπαϊκό.
-Της Κεϋλάνης,θες να πεις.
-Ναι,Νικόλα μου,το εγγλέζικο.
-Γιατί το λες εγγλέζικο;
-Γιατί,Νικόλα μου,το πίνουν οι εγγλέζοι κάθε απόγευμα,μου είπε η φιλενάδα μου,που η κόρη της αδελφής της,η ανηψιά της,δουλεύει εκεί.Κάθε απόγευμα,μου είπε,την ίδια ώρα,στις 5 η ώρα και 30 λεπτά δεν υπάρχει κανένα σπίτι,που να μη σερβίρει τσάϊ με βουτήματα και σάντουϊτς,πάνω σε καλοστρωμένα τραπεζομάνδηλα,μέσα σε πορσελάνινες κούπες,γαλατιέρες,ζαχαριέρες και τσαγιέρες.
Πίνουν,λέει, τσάϊ μέχρι αργά και γεύονται όλα αυτά τα συνοδευτικά του.
- Τι συνοδευτικά λες.
-Νικόλα μου, κέϊκ,κουλουράκια,σάντουϊτς με ζαμπόν,με λουκάνικα,με τυριά κι έπειτα πηγαίνουν για ύπνο.
-Θες να πεις πως δεν τρώνε βραδυνό φαγητό.
Εγώ όμως τώρα πείνασα,κυρά Ασημίνα μου και σε αφήνω.Πάω να δειπνήσω με την κυρά μου.
-Ευτυχώς,γιατί σε είδα πολύ αδύνατο.
-Καλό ταξίδι σου εύχομαι,κυρά Ασημίνα μου, να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον γιο σου, αφού δε θες να του δώσω τσάϊ του βουνού.
-Ευχαριστώ,Νικόλα μου,χαιρετισμούς στην κυρά σου.
-Α! κυρά Ασημίνα μου,πριν πάω στο σπίτι θες να πεταχτώ μέχρι το σπίτι του κυρ Κωνσταντή μήπως θέλει να στείλει κανένα γράμμα στο γιο του ή τίποτε άλο; Θαρρώ,πως μένει στο σπίτι του γιού σου.
-Όχι,Νικόλα μου,μην τον αναστατώνεις τον Κωνσταντή και είναι στενάχωρος,λυπούμαι τη Μαρία,την κυρά του. Ο γιος του δε μένει στο σπίτι του γιού μου τώρα, μένει νομίζω στο ξενοδοχείο.
-Να το υπεραστικό, έφτασε. Καλό ταξίδι,κυρά Ασημίνα μου.
-Ευχαριστώ,Νικόλα μου.
Έφτασε το αυτοκίνητο,που θα την έφερνε στην πρωτεύουσα για να πάρει το αεροπλάνο,που θα την πήγαινε κοντά στην εγγονή της,την Σημέτα,που τόσο βασανιζόταν από την ανάρμοστη συμπεριφορά του πεθερού της,του πατέρα του αγαπημένου της Μπιλ.
Το υπεραστικό αυτοκίνητο ήταν γεμάτο κόσμο.Βρήκε μια θέση πίσω πίσω στο τελευταίο κάθισμα κατά πλάτος του αυτοκινήτου και στριμώχθηκε με τους άλλους επιβάτες.
-Πού πάει όλος αυτός ο κόσμος,μονολόγησε.
Ο διπλανός νέος άκουσε τι είπε και της απάντησε
-Όπου πας κι εσύ θεία.
-Πού πας εσύ παληκάρι μου;
-Εγώ πάω στο σπίτι μου.Οι πιο πολλοί εδώ μέσα είμαστε φίλαθλοι.Επιστρέφουμε από ποδοσφαιρικό αγώνα.Συνοδέψαμε την ομάδα μας στον ποδοσφαιρικό αγώνα που έδωσε με τον Παντρεχαλιακό.
-Νίκησε η ομάδα σας,παληκάρι μου;
-Ήρθαμε ισοπαλία,γιαγιά,είπε ο παραδιπλανός νεαρός φίλαθλος.
-Εσύ,γιαγιά,πού πας;
-Πάω στο γιο μου,στην Γερμανία.
-Έχεις γιο στη Γερμανία;
-Nαι παληκάρι μου,ο γιος μου είναι δικηγόρος εκεί.
-Και πώς συμβαίνει αυτό,γιαγιά;
Η γυναίκα του,παληκάρι μου,η νύφη μου,είναι Γερμανίδα.
-Πολύ ωραία! είπαν όλοι μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου