To Kυριακάτικο Μυθιστόρημα
Η Σημέτα επέστρεψε στο σπίτι αργά το βράδυ,μετά από μία πολύ κουραστική ημέρα στη σχολή. Άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά της,άφισε την τσάντα της στην εταζέρα στο χωλ και φώναξε τον Bill. Δεν πήρε καμία απάντηση. Πήγε στο γραφείο της να πάρει τα μηνύματα από τον τηλεφωνητή και βρήκε το σημείωμα του Bill που έλεγε ότι βρίσκεται στο σπίτι των γονιών του και ότι θα επιστρέψει σε μία ώρα.Μιλήσαμε στο τηλέφωνο, έλεγε. Καυγαδίσαμε με τον πατέρα, ως συνήθως, για την γνωστή διαφορά μας.Δέκα λεπτά μετά το τέλος της συνομιλίας μας με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και με κάλεσε στο σπίτι,γιατί ο πατέρας δεν αισθανόταν καλά.
Μην ανησυχείς, είπα στην μητέρα μου, δεν είναι τίποτα σοβαρό,σε λίγο θα είμαι κοντά σου.
Άφισε το σημείωμα η Σημέτα με βουρκωμένα μάτια και πήγε στον τηλεφωνητή να πάρει τα μηνύματα των φίλων της.Πάτησε το κουμπί και το έκλεισε οργισμένη. Όλη η ταινία ήταν γεμάτη με τη φράση "Coming with me for a dinner". Γνώριζε ποιός ήταν .Αυτός ο παρανοϊκός γραμματέας της σχολής της,ο φίφτυ-φίφτυ,όπως τον έλεγε.Δεν της γέμιζε το μάτι για άνδρας.Οι κινήσεις του και το ντύσιμο του την έκαναν να πιστεύει το αντίθετο. Ώσπου μία ημέρα που ζητούσε απεγνωσμένα στο γραφείο τη θεία της να μιλήσουν για τον επερχόμενο γάμο της,ήθελε να πει στη θεία της πόσο αναγκαίο ήταν να επισπεύσουν τον γάμο,γιατί οι γονείς του Mπίλ και κυρίως ο πατέρας του,τον πίεζε φορτικά για την διάλυση του δεσμού τους. Ο Μπιλ δεν είχε κρύψει από τo κορίτσι του τα αρνητικά αισθήματα του πατέρα του προς αυτήν.Δεν έτρεφε καθόλου συμπάθεια προς την μέλλουσα νύμφη του και με διάφορες δικαιολογίες προσπαθούσε να πείσει και τον γιο του.
Συνεχώς διέβαλε τους γονείς της και έλεγε στον Bill. Πες μου,παιδί μου,τι οικογένεια θα κάνεις με αυτή την κοπέλα που οι γονείς της προέρχονται από δύο αντίπαλες χώρες.Ένας Έλληνας παντρεύτηκε μία Γερμανίδα.Δύο άνθρωποι από εχθρικές χώρες γέννησαν αυτό το κορίτσι.
Ο Μπιλ μάταια προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα του ότι οι γονείς της Σημέτας γνωρίστηκαν πριν τον πόλεμο.
-Ναι! έλεγε, αλλά προυπήρχε ο Α' παγκόσμιος.
- Ε! τότε dady,έλεγε ας πάμε και στον Πελοποννησιακό που η Ελλάδα είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, οι Αθηναίοι και οι φίλοι τους δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν πελοποννήσιες γυναίκες ούτε και από τους συμμάχους των.
Ο Μπιλ γνώριζε αρκετά την Ελληνική ιστορία και ιδιαίτερα την Αρχαία Ελληνική που αγαπούσε τόσο και η Σημέτα,το κορίτσι του,η μεγάλη του αγάπη.
Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας και είχε την απαίτηση ο γιος του,ο Μπιλ να περιμένει την δεκάχρονη κόρη του συνεταίρου του για να την παντρευτεί. Ο Bill προσπαθούσε να αλλάξει γνώμη ο πατέρας του και να έλθει στην πραγματικότητα,έλεγε ότι αυτό που ήθελε ήταν τελείως παρανοϊκό. Να περιμένει να γίνει είκοσι αυτό το στρουμπουλό κοριτσάκι που όλο έτρωγε τσιπς,χάμπουργκερς,έπινε κόκα κόλα και μασούσε ροζ τσίχλες, σαν λάστιχο, που οι φούσκες τους έσκαγαν με θόρυβο πάνω στο στόμα της που ήταν ολοκόκκινο από το τρίψιμο στην προσπάθεια της να ξεκολλήσει την τσίχλα από το πρόσωπο της.
-Θα αδυνατίσει,έλεγε ο πατέρας του.Στα είκοσι της θα είναι ένα όμορφο κορίτσι.
-Όχι! πατέρα,στα είκοσι της θα είναι ακόμη πιο χοντρή,γιατί δεν θα πάψει να έχει την κακή συνήθεια να γεύεται λιχουδιές συνεχώς για να τέρψει τον ουρανίσκο της.Είναι πολύ κακή συνήθεια η πολυφαγία όταν αυτή προέρχεται κυρίως από snacks έλεγε στον πατέρα του,ο οποίος δεν ήθελε να καταλάβει.Ο Μπιλ έλεγε στη Σημέτα.
-Βέβαια,την μάνα μου την παντρεύτηκε για να κληρονομήσει το εργοστάσιο από τον παππού μου.
-Μη μιλάς για τον πατέρα σου έτσι έλεγε με αγάπη η Σημέτα στον αγαπημένο της.
Ο Μπιλ είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα την Σημέτα,την ξαδέλφη του φίλου του.Αυτή την υψηλή,μελαχροινή καλλονή με τα μπλε μάτια και τα καλλίγραμμα πόδια και δεν ήταν ικανός κανένας να την πάρει από τη ζωή του και να τη βγάλλει από τη σκέψη του,ούτε ο ίδιος ο πατέρας του.
Αυτό που απεφάσισαν οι δύο τους να κάνουν ήταν να επισπεύσουν τον γάμο τους.
Εκείνη την ημέρα η Σημέτα έψαχνε απεγνωσμένα τη θεία της για να της ανακοινώσει ότι ήταν ανάγκη να γίνει ο γάμος με τον αγαπημένο της σύντομα γιατί τα πράγματα,από μέρους του πατέρα του Μπιλ είχαν οξυνθεί.Πλησιάζοντας στο γραφείο της θείας της είδε από την μισάνοιχτη πόρτα την θεία της με τον γραμματέα να κάθεται στα γόνατα του και να είναι ιδιαίτερα διαχυτικός μαζί της. Απομακρύνθηκε γρήγορα αλλά άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω της.Ανήσυχη προχώρησε στον διάδρομο μπήκε στην αίθουσα όπου τα άλλα παιδιά με τη δασκάλα του μοντέρνου χορού την περίμεναν για να αρχίσουν τοο μάθημα.
Μία εβδομάδα αργότερα ο γραμματέας με την δικαιλογία ότι ήταν η αρχηγός της τάξης της, άρχισε να την καλεί συνεχώς στο γραφείο του για να της αναθέσει δήθεν διάφορες εντολές σχετικές με την οργάνωση επιδείξεων και εντολές που θα έδιδε στα παιδιά,ώσπου άρχισε να της ζητά να συναντηθούν έξω. Η Σημέτα έβρισκε διάφορες δικαιολογίες,ώσπου αυτός άρχισε να γεμίζει τον τηλεφωνητή με προσκλήσεις για δείπνο και άλλες τρυφερές προτάσεις.
Η Σημέτα γνώριζε πως ο Γκέρμπυ,ο γραμματέας της σχολής modeling της θείας της, δεν απαντούσε ποτέ στο τηλέφωνο και ούτε μιλούσε στον τηλεφωνητή.Ένα μικρό ρομπότ,που είχε επινοήσει ο ίδιος,έκανε αυτή τη δουλειά. Έκλεισε οργισμένη τον τηλεφωνητή. Σε λίγο άκουσε το αυτοκίνητο του Μπιλ να φρενάρει απέξω.Ο Μπιλ βιαστικά μπήκε στο σπίτι.Η Σημέτα βγήκε από το γραφείο της να τον προϋπαντήσει κι έπεσε με κλάματα στην αγκαλιά του.Με χιλιάδες τρυφερά λόγια προσπάθησε να καθησυχάσει την Σημέτα και μετά την πήρε να βγουν για φαγητό. Πόσο πολύ αγαπούσε τη Σημέτα,αυτό το κορίτσι που είχε μαζί του ατελείωτες συζητήσεις.Μιλούσαν για την Αμερική,για την Γερμανία,για την Ελλάδα.Μιλούσαν για ιστορία,για λογοτεχνία,για μουσική ώρες ατελείωτες και δεν είχε ποτέ το φαγητό στο μυαλό του. Τις ελεύθερες ώρες τους συζητούσαν για την αγάπη τους και έκαναν σχέδια για το μέλλον.
Ο Γκέρμπυ περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία τη Σου.Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος ότι θα αποδεχόταν την πρόσκληση που της έκανε με το μήνυμα που της άφισε στον τηλεφωνητή της.
Αυτή τη φορά δεν έβαλε το μικρό ρομπότ, που είχε στο σπίτι και που είχε επινοήσει ο ίδιος,ο μικρός Μπι,όπως τον έλεγε,να μιλήσει στον τηλεφωνητή.Μίλησε ο ίδιος με ευγενικά και τρυφερά λόγια έλεγε.
-Αγαπητή Σου.Ξέρεις πόσο σε συμπαθώ και πόσο σε θαυμάζω όχι γιατί είσαι η ανηψιά της διευθύντριας μου,στη σχολή της όπου είμαι ο γραμματέας ,αλλά σε θαυμάζω για την ξεχωριστή ευγενική και όμορφη παρουσία σου,είσαι ένα κόσμημα για τη σχολή μας.Αυτό το λένε όλοι και σου το επιβεβαιώνω κι εγώ.Θέλω να σε συναντήσω για άλλη μία φορά Θέλω να μιλήσουμε εμείς οι δύο. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε γλυκειά Σου. Σε περιμένω στο γραφείο μου στις 8 μετά το απογευματινό μάθημα. Δικός σου Γκέρμπυ.
Η Σου άκουσε το μήνυμα στον τηλεφωνητή και οργίστηκε τόσο πολύ που το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της,έγινε ολοκόκκινη από την ταραχή. Όλο το βράδυ ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Προετοιμαζόταν γιατί πήρε την απόφαση να συναντήσει τον Γκέρμπυ στο γραφείο του.
Η Σημέτα επέστρεψε στο σπίτι αργά το βράδυ,μετά από μία πολύ κουραστική ημέρα στη σχολή. Άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά της,άφισε την τσάντα της στην εταζέρα στο χωλ και φώναξε τον Bill. Δεν πήρε καμία απάντηση. Πήγε στο γραφείο της να πάρει τα μηνύματα από τον τηλεφωνητή και βρήκε το σημείωμα του Bill που έλεγε ότι βρίσκεται στο σπίτι των γονιών του και ότι θα επιστρέψει σε μία ώρα.Μιλήσαμε στο τηλέφωνο, έλεγε. Καυγαδίσαμε με τον πατέρα, ως συνήθως, για την γνωστή διαφορά μας.Δέκα λεπτά μετά το τέλος της συνομιλίας μας με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και με κάλεσε στο σπίτι,γιατί ο πατέρας δεν αισθανόταν καλά.
Μην ανησυχείς, είπα στην μητέρα μου, δεν είναι τίποτα σοβαρό,σε λίγο θα είμαι κοντά σου.
Άφισε το σημείωμα η Σημέτα με βουρκωμένα μάτια και πήγε στον τηλεφωνητή να πάρει τα μηνύματα των φίλων της.Πάτησε το κουμπί και το έκλεισε οργισμένη. Όλη η ταινία ήταν γεμάτη με τη φράση "Coming with me for a dinner". Γνώριζε ποιός ήταν .Αυτός ο παρανοϊκός γραμματέας της σχολής της,ο φίφτυ-φίφτυ,όπως τον έλεγε.Δεν της γέμιζε το μάτι για άνδρας.Οι κινήσεις του και το ντύσιμο του την έκαναν να πιστεύει το αντίθετο. Ώσπου μία ημέρα που ζητούσε απεγνωσμένα στο γραφείο τη θεία της να μιλήσουν για τον επερχόμενο γάμο της,ήθελε να πει στη θεία της πόσο αναγκαίο ήταν να επισπεύσουν τον γάμο,γιατί οι γονείς του Mπίλ και κυρίως ο πατέρας του,τον πίεζε φορτικά για την διάλυση του δεσμού τους. Ο Μπιλ δεν είχε κρύψει από τo κορίτσι του τα αρνητικά αισθήματα του πατέρα του προς αυτήν.Δεν έτρεφε καθόλου συμπάθεια προς την μέλλουσα νύμφη του και με διάφορες δικαιολογίες προσπαθούσε να πείσει και τον γιο του.
Συνεχώς διέβαλε τους γονείς της και έλεγε στον Bill. Πες μου,παιδί μου,τι οικογένεια θα κάνεις με αυτή την κοπέλα που οι γονείς της προέρχονται από δύο αντίπαλες χώρες.Ένας Έλληνας παντρεύτηκε μία Γερμανίδα.Δύο άνθρωποι από εχθρικές χώρες γέννησαν αυτό το κορίτσι.
Ο Μπιλ μάταια προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα του ότι οι γονείς της Σημέτας γνωρίστηκαν πριν τον πόλεμο.
-Ναι! έλεγε, αλλά προυπήρχε ο Α' παγκόσμιος.
- Ε! τότε dady,έλεγε ας πάμε και στον Πελοποννησιακό που η Ελλάδα είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, οι Αθηναίοι και οι φίλοι τους δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν πελοποννήσιες γυναίκες ούτε και από τους συμμάχους των.
Ο Μπιλ γνώριζε αρκετά την Ελληνική ιστορία και ιδιαίτερα την Αρχαία Ελληνική που αγαπούσε τόσο και η Σημέτα,το κορίτσι του,η μεγάλη του αγάπη.
Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας και είχε την απαίτηση ο γιος του,ο Μπιλ να περιμένει την δεκάχρονη κόρη του συνεταίρου του για να την παντρευτεί. Ο Bill προσπαθούσε να αλλάξει γνώμη ο πατέρας του και να έλθει στην πραγματικότητα,έλεγε ότι αυτό που ήθελε ήταν τελείως παρανοϊκό. Να περιμένει να γίνει είκοσι αυτό το στρουμπουλό κοριτσάκι που όλο έτρωγε τσιπς,χάμπουργκερς,έπινε κόκα κόλα και μασούσε ροζ τσίχλες, σαν λάστιχο, που οι φούσκες τους έσκαγαν με θόρυβο πάνω στο στόμα της που ήταν ολοκόκκινο από το τρίψιμο στην προσπάθεια της να ξεκολλήσει την τσίχλα από το πρόσωπο της.
-Θα αδυνατίσει,έλεγε ο πατέρας του.Στα είκοσι της θα είναι ένα όμορφο κορίτσι.
-Όχι! πατέρα,στα είκοσι της θα είναι ακόμη πιο χοντρή,γιατί δεν θα πάψει να έχει την κακή συνήθεια να γεύεται λιχουδιές συνεχώς για να τέρψει τον ουρανίσκο της.Είναι πολύ κακή συνήθεια η πολυφαγία όταν αυτή προέρχεται κυρίως από snacks έλεγε στον πατέρα του,ο οποίος δεν ήθελε να καταλάβει.Ο Μπιλ έλεγε στη Σημέτα.
-Βέβαια,την μάνα μου την παντρεύτηκε για να κληρονομήσει το εργοστάσιο από τον παππού μου.
-Μη μιλάς για τον πατέρα σου έτσι έλεγε με αγάπη η Σημέτα στον αγαπημένο της.
Ο Μπιλ είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα την Σημέτα,την ξαδέλφη του φίλου του.Αυτή την υψηλή,μελαχροινή καλλονή με τα μπλε μάτια και τα καλλίγραμμα πόδια και δεν ήταν ικανός κανένας να την πάρει από τη ζωή του και να τη βγάλλει από τη σκέψη του,ούτε ο ίδιος ο πατέρας του.
Αυτό που απεφάσισαν οι δύο τους να κάνουν ήταν να επισπεύσουν τον γάμο τους.
Εκείνη την ημέρα η Σημέτα έψαχνε απεγνωσμένα τη θεία της για να της ανακοινώσει ότι ήταν ανάγκη να γίνει ο γάμος με τον αγαπημένο της σύντομα γιατί τα πράγματα,από μέρους του πατέρα του Μπιλ είχαν οξυνθεί.Πλησιάζοντας στο γραφείο της θείας της είδε από την μισάνοιχτη πόρτα την θεία της με τον γραμματέα να κάθεται στα γόνατα του και να είναι ιδιαίτερα διαχυτικός μαζί της. Απομακρύνθηκε γρήγορα αλλά άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω της.Ανήσυχη προχώρησε στον διάδρομο μπήκε στην αίθουσα όπου τα άλλα παιδιά με τη δασκάλα του μοντέρνου χορού την περίμεναν για να αρχίσουν τοο μάθημα.
Μία εβδομάδα αργότερα ο γραμματέας με την δικαιλογία ότι ήταν η αρχηγός της τάξης της, άρχισε να την καλεί συνεχώς στο γραφείο του για να της αναθέσει δήθεν διάφορες εντολές σχετικές με την οργάνωση επιδείξεων και εντολές που θα έδιδε στα παιδιά,ώσπου άρχισε να της ζητά να συναντηθούν έξω. Η Σημέτα έβρισκε διάφορες δικαιολογίες,ώσπου αυτός άρχισε να γεμίζει τον τηλεφωνητή με προσκλήσεις για δείπνο και άλλες τρυφερές προτάσεις.
Η Σημέτα γνώριζε πως ο Γκέρμπυ,ο γραμματέας της σχολής modeling της θείας της, δεν απαντούσε ποτέ στο τηλέφωνο και ούτε μιλούσε στον τηλεφωνητή.Ένα μικρό ρομπότ,που είχε επινοήσει ο ίδιος,έκανε αυτή τη δουλειά. Έκλεισε οργισμένη τον τηλεφωνητή. Σε λίγο άκουσε το αυτοκίνητο του Μπιλ να φρενάρει απέξω.Ο Μπιλ βιαστικά μπήκε στο σπίτι.Η Σημέτα βγήκε από το γραφείο της να τον προϋπαντήσει κι έπεσε με κλάματα στην αγκαλιά του.Με χιλιάδες τρυφερά λόγια προσπάθησε να καθησυχάσει την Σημέτα και μετά την πήρε να βγουν για φαγητό. Πόσο πολύ αγαπούσε τη Σημέτα,αυτό το κορίτσι που είχε μαζί του ατελείωτες συζητήσεις.Μιλούσαν για την Αμερική,για την Γερμανία,για την Ελλάδα.Μιλούσαν για ιστορία,για λογοτεχνία,για μουσική ώρες ατελείωτες και δεν είχε ποτέ το φαγητό στο μυαλό του. Τις ελεύθερες ώρες τους συζητούσαν για την αγάπη τους και έκαναν σχέδια για το μέλλον.
Ο Γκέρμπυ περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία τη Σου.Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος ότι θα αποδεχόταν την πρόσκληση που της έκανε με το μήνυμα που της άφισε στον τηλεφωνητή της.
Αυτή τη φορά δεν έβαλε το μικρό ρομπότ, που είχε στο σπίτι και που είχε επινοήσει ο ίδιος,ο μικρός Μπι,όπως τον έλεγε,να μιλήσει στον τηλεφωνητή.Μίλησε ο ίδιος με ευγενικά και τρυφερά λόγια έλεγε.
-Αγαπητή Σου.Ξέρεις πόσο σε συμπαθώ και πόσο σε θαυμάζω όχι γιατί είσαι η ανηψιά της διευθύντριας μου,στη σχολή της όπου είμαι ο γραμματέας ,αλλά σε θαυμάζω για την ξεχωριστή ευγενική και όμορφη παρουσία σου,είσαι ένα κόσμημα για τη σχολή μας.Αυτό το λένε όλοι και σου το επιβεβαιώνω κι εγώ.Θέλω να σε συναντήσω για άλλη μία φορά Θέλω να μιλήσουμε εμείς οι δύο. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε γλυκειά Σου. Σε περιμένω στο γραφείο μου στις 8 μετά το απογευματινό μάθημα. Δικός σου Γκέρμπυ.
Η Σου άκουσε το μήνυμα στον τηλεφωνητή και οργίστηκε τόσο πολύ που το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της,έγινε ολοκόκκινη από την ταραχή. Όλο το βράδυ ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Προετοιμαζόταν γιατί πήρε την απόφαση να συναντήσει τον Γκέρμπυ στο γραφείο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου