Αν επιτρέπεται, θέλω να με παρακολουθήσετε στην ανάγνωση από ένα απόσπασμα του βιβλίου της πεζογράφου Μαρίας Ιορδανίδου.Η Αυλή μας.
Η συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897.Την παιδική της ηλικία έζησε στον Πειραιά και στο Βατούμ της Ρωσίας.Φοίτησε στο γυμνάσιο της Σταυρούπολης στη Ρωσία όπου την πρόλαβε η Οκτωβριανή επανάσταση.Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1919 και από εκεί μετέβη το 1920 στην Αλεξάνδρεια,ανεχώρησε με τον σύζυγο της από την Αλεξάνδρεια και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.Γλωσσομαθέστατη καθώς ήταν γρήγορα βρήκε εργασία ως ιδιωτική υπάλληλος.Ο σύζυγος της επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια,όπου ήταν καθηγητής.
Η πορεία της στην πεζογραφία ξεκίνησε σχετικά σε μεγάλη ηλικία λένε οι βιογράφοι της.Ήταν 65 ετών όταν έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα της, η Λωξάνδρα,το οποίο παρουσίασε μεγάλη επιτυχία, τόσο το βιβλίο της,που επανεξεδίδετο συνεχώς,όσο και η διασκευή του σε σήριαλ στην τηλεόραση, παρουσίασε μεγάλη τηλεθέαση.
Εμείς θα διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Η Αυλή.Το ύφος του λόγου της είναι άμεσο,απλό,φυσικό,οι διάλογοι είναι ζωντανοί και η νοσταλγική διάθεση διακατέχει την Αυλή,όπως όλα τα πεζογραφήματα της.Στην Αυλή περιγράφει με πολλή ζωντάνια την ζωή της στο δυαράκι μιας πολυκατοικίας και την συγκατοίκηση της με άλλες οικογένειες,από τις οποίες τον πρώτο καιρό της συγκατοίκησης της μαζί τους έχει μόνο ακούσματα,αφουγκράζεται μόνο τους θορύβους των,αργότερα, παρακολουθεί και ως θεατής τα συμβαίνοντα στα γειτονικά της διαμερίσματα αλλά και στη γειτονιά.
Θα γίνει μια μικρή μεταγλώττιση.Ω! Συγγνώμην.Μετατροπή θέλω να πω,στην απλούστερη μορφή της γλώσσας με ένα τόνο και χωρίς πνεύματα.Σε μονοτονικό.
"Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία.Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο.Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δεν βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή.Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.Στις περισσότερες απ αυτές
τις πολυκατοικίες που χτίζονται η μια ύστερα απ την άλλη,σπάνια θα δεις παράθυρο.Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σε ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού.Έτσι λοιπόν,μπαλκονόπορτα και κάμαρα,και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος.Πώς επιπλώνεται,πώς κατοικείται αυτός ο χώρος,δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ.Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας.Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις,σου έβαλε τις απλίκες εκεί που θα μπει το "καθιστικό",ο καναπές,το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την "κόχη" της.Εκεί που θα κουρνιάσει να πιεί το καφεδάκι της,να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της,και να αφουγκραστεί την ανάσα του σπιτιού της.Ίσως γι αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της.Ξένο πράμα.Όλα τυποποιημένα.Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου.Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου,όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα ,έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.
Αλλάζουν οι καιροί,αλλάζουν και οι άνθρωποι.Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.
Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ανσασέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολώνα πάγου,φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ.Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος.Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.
Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω.Ξέρω όμως τη φωνή τους,το βήχα τους.Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό.Βογκά τα βράδια,όταν πέφτει στο κρεβάτι της,βογκά και τη νύχτα.Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί.
Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της.Όλα αυτά ακούγονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.
Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού.Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει ,εκείνο,αγουροξυπνημένο,αμύνεται,και φαίνεται πως το δέρνει.
-Κυρία μου φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου μου,αφήστε το παιδί να ηρεμήσει.Είναι σε ηλικία που μπορεί να μάθει να ντύνεται μόνο του.
-Τι λες κυρά μου,φωνάζει από μέσα έξαλλη η μητέρα.Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου.Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει,δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
Πραγματικά,από το δρόμο ακούγεται το μπικ μπικ του αυτοκινήτου.Δεν μίλησα,Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
Λίγες ώρες ησυχία,και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού.
Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε,όμως η μητέρα άργησε,και ο σωφέρ δε μπορεί να αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο.Το παίρνει μαζί του και ξεκινά.
Το παιδί από μέσα ωρύεται.
Για κανένα μήνα ησύχασα,όταν το αντρόγυνο πήρε την άδεια του την καλοκαιρινή.Ξεκίνησαν οι δύο τους με το αυτοκίνητο για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι.Μια μέρα από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε.Γύρισαν πίσω.Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού,φωνές πόνου.
Φα το! φα το είπα! Δεν το τρως;
Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
-Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
Και πάλι η φωνή.
Δε βάσταξα.
Πετιέμαι έξω με αρπάζει η κόρη μου,με τραβοκοπά.
Πού πας;
- Πάω να σπάσω την πόρτα τους με τις κλωτσιές.Άσε με.
-Τρελλάθηκες;
Nαι,πραγματικά τρελλάθηκα.
Σκέφτομαι σε ποιόν να αποταθώ.
Στην αστυνομία;
Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
-Το παιδάκι από το καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα.Έγινε πετσί και κόκαλο.
Το καλόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
Οι Γάλλοι λένε: Les enfants,quand ils sont petits,ils nous aiment.Quand ils grandissent,ils nous jugent,et parfois ils nous pardonnent.
Tα παιδιά,όταν είναι μικρά μας αγαπάνε,όταν μεγαλώνουν μας κρίνουν και πολλές φορές μας συγχωρούν.
Αυτή η μικρούλα,φαίνεται,μεγάλωσε πριν την ώρα της,έκρινε η μητέρα της και δε την συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη.Την εκδικείται.
Πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί.Έχουν την αξιοπρέπεια τους και τα παιδιά.
Η ζωή μου μέσα σε αυτή τη πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη.Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε."
Tο μυθιστόρημα Η αυλή μας.Μάλλον δεν είναι μυθιστόρημα, δεν μπορούμε να το κατατάξουμε σε αυτό το είδος του πεζού λόγου.Το είδος αυτό ανήκει στο διήγημα ή στη νουβέλα.Γιατί το μυθιστόρημα έχει ανάμεικτα στοιχεία.Παίζει ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο.Ο συγγραφέας επεξεργάζεται την ιστορία και τα γεγονότα της με την προσθήκη φανταστικών γεγονότων που επιβάλλει η φαντασία του.Ως μυθιστόρημα και μάλιστα αξιολογότατο μπορούμε να θεωρήσουμε το βιβλίο του Λέοντος Τολστόι"Πόλεμος και Ειρήνη".
Η Αυλή μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως διήγημα ή ως νουβέλα.Ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται με βάση τον αριθμό των σελίδων.
Η νουβέλα περιορίζεται στον αριθμό των 120 σελίδων.Η Αυλή μας περιλαμβάνει 126 σελίδες και κατατάσσεται στο λογοτεχνικό είδος που λέγεται διήγημα.
Διήγημα της κατηγορίας του Αστικού διηγήματος,όπως έλεγαν αυτού του είδους τα διηγήματα παλαιόθεν.Τώρα αυτός ο όρος έχει καταργηθεί και στην θέση του επικρατεί ο όρος Ηθογραφικό Διήγημα.
Το βιβλίο της Μ.Ιορδανίδου μπορεί με πλήρη συγκατάβαση να καταταχθεί στο Αθηναϊκό διήγημα,σε αντικατάσταση του Αστικού και στη συνέχεια του Ηθογραφικού διηγήματος. Αθηναϊκό όχι μόνο γιατί η συγγραφή του άρχισε και τελείωσε στην Αθήνα,αλλά και γιατί τα συμβαίνοντα που περιγράφει συνέβησαν στην Αθήνα από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου.
Η συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897.Την παιδική της ηλικία έζησε στον Πειραιά και στο Βατούμ της Ρωσίας.Φοίτησε στο γυμνάσιο της Σταυρούπολης στη Ρωσία όπου την πρόλαβε η Οκτωβριανή επανάσταση.Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1919 και από εκεί μετέβη το 1920 στην Αλεξάνδρεια,ανεχώρησε με τον σύζυγο της από την Αλεξάνδρεια και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.Γλωσσομαθέστατη καθώς ήταν γρήγορα βρήκε εργασία ως ιδιωτική υπάλληλος.Ο σύζυγος της επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια,όπου ήταν καθηγητής.
Η πορεία της στην πεζογραφία ξεκίνησε σχετικά σε μεγάλη ηλικία λένε οι βιογράφοι της.Ήταν 65 ετών όταν έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα της, η Λωξάνδρα,το οποίο παρουσίασε μεγάλη επιτυχία, τόσο το βιβλίο της,που επανεξεδίδετο συνεχώς,όσο και η διασκευή του σε σήριαλ στην τηλεόραση, παρουσίασε μεγάλη τηλεθέαση.
Εμείς θα διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Η Αυλή.Το ύφος του λόγου της είναι άμεσο,απλό,φυσικό,οι διάλογοι είναι ζωντανοί και η νοσταλγική διάθεση διακατέχει την Αυλή,όπως όλα τα πεζογραφήματα της.Στην Αυλή περιγράφει με πολλή ζωντάνια την ζωή της στο δυαράκι μιας πολυκατοικίας και την συγκατοίκηση της με άλλες οικογένειες,από τις οποίες τον πρώτο καιρό της συγκατοίκησης της μαζί τους έχει μόνο ακούσματα,αφουγκράζεται μόνο τους θορύβους των,αργότερα, παρακολουθεί και ως θεατής τα συμβαίνοντα στα γειτονικά της διαμερίσματα αλλά και στη γειτονιά.
Θα γίνει μια μικρή μεταγλώττιση.Ω! Συγγνώμην.Μετατροπή θέλω να πω,στην απλούστερη μορφή της γλώσσας με ένα τόνο και χωρίς πνεύματα.Σε μονοτονικό.
"Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία.Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο.Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δεν βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή.Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.Στις περισσότερες απ αυτές
τις πολυκατοικίες που χτίζονται η μια ύστερα απ την άλλη,σπάνια θα δεις παράθυρο.Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σε ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού.Έτσι λοιπόν,μπαλκονόπορτα και κάμαρα,και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος.Πώς επιπλώνεται,πώς κατοικείται αυτός ο χώρος,δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ.Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας.Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις,σου έβαλε τις απλίκες εκεί που θα μπει το "καθιστικό",ο καναπές,το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την "κόχη" της.Εκεί που θα κουρνιάσει να πιεί το καφεδάκι της,να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της,και να αφουγκραστεί την ανάσα του σπιτιού της.Ίσως γι αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της.Ξένο πράμα.Όλα τυποποιημένα.Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου.Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου,όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα ,έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.
Αλλάζουν οι καιροί,αλλάζουν και οι άνθρωποι.Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.
Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ανσασέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολώνα πάγου,φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ.Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος.Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.
Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω.Ξέρω όμως τη φωνή τους,το βήχα τους.Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό.Βογκά τα βράδια,όταν πέφτει στο κρεβάτι της,βογκά και τη νύχτα.Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί.
Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της.Όλα αυτά ακούγονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.
Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού.Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει ,εκείνο,αγουροξυπνημένο,αμύνεται,και φαίνεται πως το δέρνει.
-Κυρία μου φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου μου,αφήστε το παιδί να ηρεμήσει.Είναι σε ηλικία που μπορεί να μάθει να ντύνεται μόνο του.
-Τι λες κυρά μου,φωνάζει από μέσα έξαλλη η μητέρα.Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου.Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει,δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
Πραγματικά,από το δρόμο ακούγεται το μπικ μπικ του αυτοκινήτου.Δεν μίλησα,Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
Λίγες ώρες ησυχία,και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού.
Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε,όμως η μητέρα άργησε,και ο σωφέρ δε μπορεί να αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο.Το παίρνει μαζί του και ξεκινά.
Το παιδί από μέσα ωρύεται.
Για κανένα μήνα ησύχασα,όταν το αντρόγυνο πήρε την άδεια του την καλοκαιρινή.Ξεκίνησαν οι δύο τους με το αυτοκίνητο για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι.Μια μέρα από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε.Γύρισαν πίσω.Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού,φωνές πόνου.
Φα το! φα το είπα! Δεν το τρως;
Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
-Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
Και πάλι η φωνή.
Δε βάσταξα.
Πετιέμαι έξω με αρπάζει η κόρη μου,με τραβοκοπά.
Πού πας;
- Πάω να σπάσω την πόρτα τους με τις κλωτσιές.Άσε με.
-Τρελλάθηκες;
Nαι,πραγματικά τρελλάθηκα.
Σκέφτομαι σε ποιόν να αποταθώ.
Στην αστυνομία;
Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
-Το παιδάκι από το καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα.Έγινε πετσί και κόκαλο.
Το καλόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
Οι Γάλλοι λένε: Les enfants,quand ils sont petits,ils nous aiment.Quand ils grandissent,ils nous jugent,et parfois ils nous pardonnent.
Tα παιδιά,όταν είναι μικρά μας αγαπάνε,όταν μεγαλώνουν μας κρίνουν και πολλές φορές μας συγχωρούν.
Αυτή η μικρούλα,φαίνεται,μεγάλωσε πριν την ώρα της,έκρινε η μητέρα της και δε την συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη.Την εκδικείται.
Πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί.Έχουν την αξιοπρέπεια τους και τα παιδιά.
Η ζωή μου μέσα σε αυτή τη πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη.Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε."
Tο μυθιστόρημα Η αυλή μας.Μάλλον δεν είναι μυθιστόρημα, δεν μπορούμε να το κατατάξουμε σε αυτό το είδος του πεζού λόγου.Το είδος αυτό ανήκει στο διήγημα ή στη νουβέλα.Γιατί το μυθιστόρημα έχει ανάμεικτα στοιχεία.Παίζει ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο.Ο συγγραφέας επεξεργάζεται την ιστορία και τα γεγονότα της με την προσθήκη φανταστικών γεγονότων που επιβάλλει η φαντασία του.Ως μυθιστόρημα και μάλιστα αξιολογότατο μπορούμε να θεωρήσουμε το βιβλίο του Λέοντος Τολστόι"Πόλεμος και Ειρήνη".
Η Αυλή μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως διήγημα ή ως νουβέλα.Ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται με βάση τον αριθμό των σελίδων.
Η νουβέλα περιορίζεται στον αριθμό των 120 σελίδων.Η Αυλή μας περιλαμβάνει 126 σελίδες και κατατάσσεται στο λογοτεχνικό είδος που λέγεται διήγημα.
Διήγημα της κατηγορίας του Αστικού διηγήματος,όπως έλεγαν αυτού του είδους τα διηγήματα παλαιόθεν.Τώρα αυτός ο όρος έχει καταργηθεί και στην θέση του επικρατεί ο όρος Ηθογραφικό Διήγημα.
Το βιβλίο της Μ.Ιορδανίδου μπορεί με πλήρη συγκατάβαση να καταταχθεί στο Αθηναϊκό διήγημα,σε αντικατάσταση του Αστικού και στη συνέχεια του Ηθογραφικού διηγήματος. Αθηναϊκό όχι μόνο γιατί η συγγραφή του άρχισε και τελείωσε στην Αθήνα,αλλά και γιατί τα συμβαίνοντα που περιγράφει συνέβησαν στην Αθήνα από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου