Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Το Ποίημα του Σαββατόβραδου
Στέγνωσε τη σκέψη η ζέστη
Το μικρό το κοριτσάκι
ένα  καλοκαιρινό πρωϊ
στο μικρό το μπαλκονάκι

ανοίγει το μεταλλικό βρυσάκι
απλώνει το χεράκι να δροσιστεί
μα ούτε μία σταγονίτσα.

Ήταν   άδειο το βρυσάκι
και η ζέστη ανυπόφορη πολύ.

Στέγνωσε τη σκέψη η ζέστη
κι ο παππούς ήταν φευγάτος

Είχε χάσει τη γιαγιά
μια ωραία κοπελούδα με
ολόλευκα μαλλιά.

Είχε απομονωθεί στο μικρό το
μαγαζάκι μέσα σε μια ξύλινη
κατασκευή,είχε περιοριστεί
και δεν έβλεπε αν ήταν βράδυ ή πρωϊ.
Τώκλεισε το μαγαζί.

Άφισε τις πραμάτειες να σκονίζονται
για τα μάτια της Μαρίς που με θυμό
πέταξε στο μπάγκο τις λαμπάδες

μιας Μεγάλης Παρασκευής.
"Μούδωσες παλιές λαμπάδες
με την καινούρια τιμή"
είπε στο παππού με πολλή οργή.

Κι ο παππούς ο αισθηματίας
έκλεισε το μαγαζί της "αμαρτίας"
για τη πράξη του αυτή.

Γιατί παππού,τόση τσιγγουνιά
Σκωτσέζος ήσουν από παλιά  γενιά.
 Τις λαμπάδες τις καινούριες
με την παλιά τιμή  ήταν καλύτερο
να δώσεις και να μη με χρεώσεις
με μια σκέψη από τη ζέστη στεγνή.


Με άδειο το βρυσάκι μες τη ζέστη
που ήταν ανυπόφορη πολύ
εκείνο το καλοκαιρινό πρωϊ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου