Το Ποίημα του Σαββατόβραδου
Το τασάκι,γεμάτο γόπες
αποτσίγαρα,
- και οι πόρτες κλειστές-
θρηνεί τα βελούδινα χείλια
που κάπνιζαν, που το άγγιζαν.
Μονότονα βράδια
μέσ'στης μοναξιάς το δείλι
τα τσιγάρα που κάπνιζαν
τα γλυκά της τα χείλη.
Τα δύο δάχτυλα της
- ρόδινα δάχτυλα -
μαύρα τριαντάφυλλα
πληγή μες στη καρδιά της.
Στο ταβάνι ανεβαίνουν
δαχτυλίδια οι γκρίζοι καπνοί
- σκουριάς σχηματισμοί-
και της πίσσας σκοτάδι.
Όνειρο ξεχασμένο
μέσα στις γόπες σβησμένο.
Το τασάκι,γεμάτο γόπες
αποτσίγαρα,
- και οι πόρτες κλειστές-
θρηνεί τα βελούδινα χείλια
που κάπνιζαν, που το άγγιζαν.
Μονότονα βράδια
μέσ'στης μοναξιάς το δείλι
τα τσιγάρα που κάπνιζαν
τα γλυκά της τα χείλη.
Τα δύο δάχτυλα της
- ρόδινα δάχτυλα -
μαύρα τριαντάφυλλα
πληγή μες στη καρδιά της.
Στο ταβάνι ανεβαίνουν
δαχτυλίδια οι γκρίζοι καπνοί
- σκουριάς σχηματισμοί-
και της πίσσας σκοτάδι.
Όνειρο ξεχασμένο
μέσα στις γόπες σβησμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου