Το Κυριακάτικο Μυθιστόρημα
O Eρρίκος και η Helga ανεχώρησαν για την Νέα Υόρκη πολύ χαρούμενοι που θα βρισκόντουσαν κοντά στην κορούλα τους,που είχαν να δουν από τον περασμένο Οκτώβριο μετά από τη σύντομη γνωριμία της με τον Bill και τον αρραβώνα τους στο Μόναχο.Ήταν πολύ χαρούμενοι που θα αντάμωναν και την μητέρα του Ερρίκου,που είχαν περισσότερο καιρό να συναντήσουν,πάρα πολύ καιρό,σχεδόν τρία χρόνια.Δεν ήταν η πρώτη φορά,που ταξίδευαν στη Νέα Υόρκη.Είχαν επισκεφθεί την Αμερική και την πολυάνθρωπη αυτή πόλη πριν από είκοσι δύο χρόνια στο γάμο του Ζόζεφ,του αδελφού της Helga με την πανέμορφη εικοσάχρονη τότε Λίντα,το αξιοζήλευτο μοντέλο της εποχής,που είχε ιδρύσει,λίγα χρόνια πριν,την σχολή modeling,όπου τώρα φοιτούσε και η Σημέτα,η κόρη τους,η Σου,όπως την ονόμασε ο Γκέρμπυ,ο γραμματέας της σχολής της.
Το ταξίδι ήταν υπέροχο και στις δεκατρείς ώρες,που διήρκεσε, ο Ερρίκος και η Helga κοιμήθηκαν αρκετά.Ο Ερρίκος μερικές ημέρες πριν το ταξίδι σταμάτησε να πίνει καφέ και κατανάλωνε μόνο τσάϊ του βουνού.Η Helga ήπιε μερικές μπύρες στο αεροπλάνο με το γεύμα που τους πρόσφεραν κι έτσι ο ύπνος δεν άργησε να τους πάρει,ώσπου το αεροπλάνο προσγειώθηκε ομαλά στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης.Δεν αναχώρησαν αμέσως για το σπίτι της Σημέτας. Τηλεφώνησαν στο κοριτσάκι τους από ένα τηλεφωνικό θάλαμο στο αεροδρόμιο για να μην του προκαλέσουν έκπληξη με τον ξαφνικό ερχομό τους.Σημέτα,κοριτσάκι μου,είπε ο Ερρίκος,με τη μαμά σου βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο και σε λίγο θα είμαστε κοντά σου.Ναι,μπαμπά,μου το είπε ο Bill,ότι θα ερχόσασταν σήμερα.Με τη μαμά του έφθασαν πριν από τρεις ώρες από το Βερολίνο. Ναι,κοριτσάκι μου το γνωρίζω.Με την μαμά του,την mrs Κάθυ είμασταν μαζί μέχρι τη Δευτέρα που ανεχώρησε με το τρένο για το Βερολίνο. Κανονίσαμε έτσι ώστε να αναχωρήσουμε την ίδια μέρα και να συναντηθούμε εδώ. Μπαμπακούλη έφθασαν τρεις ώρες πιο σύντομα από ό,τι εσείς.Θέλετε να ειδοποιήσω τον Bill να έρθουμε στο αεροδρόμιο να σας παραλάβουμε? Όχι,κοριτσάκι μου,μην τον βάζεις σε κόπο,είναι κουρασμένος από τις δέκα ώρες του ταξίδεψαν.Θα έρθουμε με το αυτοκίνητο της αεροπορικής εταιρείας μέχρι τα γραφεία της,να απολαύσουμε και την πόλη,που έχουμε να δούμε πάνω από είκοσι χρόνια.Απο κει θα έρθουμε στο σπίτι με taxi. Ωκέυ,μπαμπακούλη,όπως θέλετε.Περιμένω με ανυπομονησία να σας δω.
Μόλις η Σημέτα τους άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, φουριόζος ο Ερρίκος ρώτησε -Πού είναι η μάνα μου? Η Helga φοβήθηκε με τον έντονο τόνο της φωνής του.Η Σημέτα ψύχραιμα του είπε.-Μπαμπακούλη η γιαγιά έφυγε εχθές. Τηλεφωνούσαν συχνά οι φίλες της,που την παρακαλούσαν να επιστρέψει στο χωριό. Ο Γιωργής,ο καφετζής, τηλεφωνούσε κάθε μέρα και την παρακαλούσε να επιστρέψει.Πριν μερικές ημέρες της είπε,ότι τα ζώα της,που άφησε στη γυναίκα του να τα φροντίζει,μερικές ημέρες τώρα δε βάζουν τροφή στο στόμα τους,ούτε νερό δε θέλουν να πιούν.Έπεσαν σε κατάθλιψη της είπε από τη σταναχώρια τους που δε την βλέπουν.Θα ψοφήσουν,είπε στη γιαγιά.Έλα όσο πιο σύντομα μπορείς.Έτσι η γιαγιά,μπαμπακούλη μου,ανεχώρησε για την Ελλάδα εχθές.Τώρα είναι κοντα στα ζωντανά της και στις φίλες της.Δε μου τηλεφώνησε ακόμη.-Κοριτσάκι μου,είπε η Helga, η τηλεφωνική επικοινωνία από το χωριό θα είναι δύσκολη.-Ναι,μανούλα,μάλλον,είπε η Σημέτα που δεν άφηνε την αγκαλιά της μαμάς της.
- Θα συναντήσουμε τη μάνα μου έστω και από το τηλέφωνο,είπε ο Ερρίκος.
Η Σημέτα είχε τακτοποιήσει το δωμάτιο,όπου έμενε ο Bill,όταν ερχόταν στο σπίτι της για να αποφύγει τους καυγάδες με τον πατέρα του,κάθε φορά που τον έπιανε η συνηθισμένη κρίση κακίας του εναντίον του όμορφου δεσμού του με την Σημέτα. Στο δωμάτιο αυτό τακτοποίησε τους γονείς της,που τους έστειλε αμέσως να ξαπλώσουν και να ξεκουραστούν από το πολύωρο ταξίδι.
O Eρρίκος και η Helga ανεχώρησαν για την Νέα Υόρκη πολύ χαρούμενοι που θα βρισκόντουσαν κοντά στην κορούλα τους,που είχαν να δουν από τον περασμένο Οκτώβριο μετά από τη σύντομη γνωριμία της με τον Bill και τον αρραβώνα τους στο Μόναχο.Ήταν πολύ χαρούμενοι που θα αντάμωναν και την μητέρα του Ερρίκου,που είχαν περισσότερο καιρό να συναντήσουν,πάρα πολύ καιρό,σχεδόν τρία χρόνια.Δεν ήταν η πρώτη φορά,που ταξίδευαν στη Νέα Υόρκη.Είχαν επισκεφθεί την Αμερική και την πολυάνθρωπη αυτή πόλη πριν από είκοσι δύο χρόνια στο γάμο του Ζόζεφ,του αδελφού της Helga με την πανέμορφη εικοσάχρονη τότε Λίντα,το αξιοζήλευτο μοντέλο της εποχής,που είχε ιδρύσει,λίγα χρόνια πριν,την σχολή modeling,όπου τώρα φοιτούσε και η Σημέτα,η κόρη τους,η Σου,όπως την ονόμασε ο Γκέρμπυ,ο γραμματέας της σχολής της.
Το ταξίδι ήταν υπέροχο και στις δεκατρείς ώρες,που διήρκεσε, ο Ερρίκος και η Helga κοιμήθηκαν αρκετά.Ο Ερρίκος μερικές ημέρες πριν το ταξίδι σταμάτησε να πίνει καφέ και κατανάλωνε μόνο τσάϊ του βουνού.Η Helga ήπιε μερικές μπύρες στο αεροπλάνο με το γεύμα που τους πρόσφεραν κι έτσι ο ύπνος δεν άργησε να τους πάρει,ώσπου το αεροπλάνο προσγειώθηκε ομαλά στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης.Δεν αναχώρησαν αμέσως για το σπίτι της Σημέτας. Τηλεφώνησαν στο κοριτσάκι τους από ένα τηλεφωνικό θάλαμο στο αεροδρόμιο για να μην του προκαλέσουν έκπληξη με τον ξαφνικό ερχομό τους.Σημέτα,κοριτσάκι μου,είπε ο Ερρίκος,με τη μαμά σου βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο και σε λίγο θα είμαστε κοντά σου.Ναι,μπαμπά,μου το είπε ο Bill,ότι θα ερχόσασταν σήμερα.Με τη μαμά του έφθασαν πριν από τρεις ώρες από το Βερολίνο. Ναι,κοριτσάκι μου το γνωρίζω.Με την μαμά του,την mrs Κάθυ είμασταν μαζί μέχρι τη Δευτέρα που ανεχώρησε με το τρένο για το Βερολίνο. Κανονίσαμε έτσι ώστε να αναχωρήσουμε την ίδια μέρα και να συναντηθούμε εδώ. Μπαμπακούλη έφθασαν τρεις ώρες πιο σύντομα από ό,τι εσείς.Θέλετε να ειδοποιήσω τον Bill να έρθουμε στο αεροδρόμιο να σας παραλάβουμε? Όχι,κοριτσάκι μου,μην τον βάζεις σε κόπο,είναι κουρασμένος από τις δέκα ώρες του ταξίδεψαν.Θα έρθουμε με το αυτοκίνητο της αεροπορικής εταιρείας μέχρι τα γραφεία της,να απολαύσουμε και την πόλη,που έχουμε να δούμε πάνω από είκοσι χρόνια.Απο κει θα έρθουμε στο σπίτι με taxi. Ωκέυ,μπαμπακούλη,όπως θέλετε.Περιμένω με ανυπομονησία να σας δω.
Μόλις η Σημέτα τους άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, φουριόζος ο Ερρίκος ρώτησε -Πού είναι η μάνα μου? Η Helga φοβήθηκε με τον έντονο τόνο της φωνής του.Η Σημέτα ψύχραιμα του είπε.-Μπαμπακούλη η γιαγιά έφυγε εχθές. Τηλεφωνούσαν συχνά οι φίλες της,που την παρακαλούσαν να επιστρέψει στο χωριό. Ο Γιωργής,ο καφετζής, τηλεφωνούσε κάθε μέρα και την παρακαλούσε να επιστρέψει.Πριν μερικές ημέρες της είπε,ότι τα ζώα της,που άφησε στη γυναίκα του να τα φροντίζει,μερικές ημέρες τώρα δε βάζουν τροφή στο στόμα τους,ούτε νερό δε θέλουν να πιούν.Έπεσαν σε κατάθλιψη της είπε από τη σταναχώρια τους που δε την βλέπουν.Θα ψοφήσουν,είπε στη γιαγιά.Έλα όσο πιο σύντομα μπορείς.Έτσι η γιαγιά,μπαμπακούλη μου,ανεχώρησε για την Ελλάδα εχθές.Τώρα είναι κοντα στα ζωντανά της και στις φίλες της.Δε μου τηλεφώνησε ακόμη.-Κοριτσάκι μου,είπε η Helga, η τηλεφωνική επικοινωνία από το χωριό θα είναι δύσκολη.-Ναι,μανούλα,μάλλον,είπε η Σημέτα που δεν άφηνε την αγκαλιά της μαμάς της.
- Θα συναντήσουμε τη μάνα μου έστω και από το τηλέφωνο,είπε ο Ερρίκος.
Η Σημέτα είχε τακτοποιήσει το δωμάτιο,όπου έμενε ο Bill,όταν ερχόταν στο σπίτι της για να αποφύγει τους καυγάδες με τον πατέρα του,κάθε φορά που τον έπιανε η συνηθισμένη κρίση κακίας του εναντίον του όμορφου δεσμού του με την Σημέτα. Στο δωμάτιο αυτό τακτοποίησε τους γονείς της,που τους έστειλε αμέσως να ξαπλώσουν και να ξεκουραστούν από το πολύωρο ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου